Θυμηθειτε...
Ξυπνάμε το πρωί και παίρνουμε τους δρόμους για τις δουλειές μας, χωρίς να προλάβουμε να σκεφτούμε ποιοι είμαστε και που πηγαίνουμε. Ποιό είναι το νόημα όλης αυτής της βιασύνης και του άγχους που μας κυνηγά; Πρέπει να προλάβουμε το λεωφορείο, να φτάσουμε μέσα από την κίνηση, ψάχνουμε σταθμό στο ραδιόφωνο στα τυφλά όσο οδηγούμε και περνάμε ατέλειωτες ώρες σε μια δουλειά που μας αφήνει στο τέλος της ημέρας κενούς. Τις λίγες ελεύθερες ώρες που μας απομένουν, πρέπει ανάλογα με τις υποχρεώσεις του ο καθένας να τρέξει πάλι για να προλάβει σχολικά, φροντιστήρια, διαβάσματα και ζούμε με το άγχος ότι κάτι δεν προλάβαμε, κάτι ξεχάσαμε πίσω. Ψάχνουμε στις τσέπες για το κινητό, το πορτοφόλι ή τα τσιγάρα, αλλά εκεί είναι. Δεν είναι αυτά που ξεχάσαμε. Κοιτάζουμε ημερολόγια για υποχρεώσεις, εκεί είναι και μας περιμένουν να τις διευθετήσουμε ή να τις αμελήσουμε. Το άγχος όμως δεν φεύγει. Κάτι πάντα λείπει. Το γνωρίζουμε, είναι πια κομμάτι του εαυτού μας και γι’ αυτό δεν το ακούμε συνέχεια που χτυπάει προειδοποιήσεις. Καμιά φορά, σε ανύποπτο χρόνο, σταματάμε χωρίς λόγο και αναρωτιώμαστε. Το βλέμμα κοιτάζει στο κενό και χανόμαστε. Δεν τα καταφέρνουμε να θυμηθούμε, νιώθουμε ένα σφίξιμο στο στομάχι και ξαναγυρίζουμε με βλέμμα απλανές σε αυτό που κάναμε.
Αυτή είναι η ζωή όταν την ζεις μέσα από ένα όνειρο. Τίποτα δεν είναι αληθινό, γιατί πάντα κάτι λείπει και δεν μας θυμίζει τίποτα ο κόσμος που κινούμαστε μέσα του. Τίποτα δεν βγάζει νόημα γύρω μας όσο κι αν ψάξουμε. Ο μικρόκοσμος όπου κινούμαστε δεν έχει καμία λογική. Ότι κι αν διαβάσουμε και αν μάθουμε, όσο καχύποπτοι και υποψιασμένοι κι αν είμαστε, τίποτα δεν μας προετοιμάζει για την αλήθεια. Για τον αληθινό κόσμο που βρίσκεται γύρω μας. Επειδή έχουμε ξεχάσει το πιο σημαντικό.
Κάτι οφείλουμε να κάνουμε, αλλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε τί. Μπορεί να έχουμε κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, να έχουμε μελετήσει ώρες για το διαγώνισμα, να έχουμε τελειώσει με όλες τις εκκρεμότητες στη δουλειά, όμως πάντα κάτι διαφεύγει και δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε τη νύχτα. Μπορεί πάλι να ξυπνήσουμε και να βγούμε μέσα από το όνειρο, για να ανακαλύψουμε ότι η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Ένας εφιάλτης. Όλα είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πιστεύαμε. Οι σκιές μετατρέπονται σε φως κι ότι μας οδηγούσε πριν δεν υπάρχει. Ήταν ένα ψέμμα. Κι όμως φεύγουμε από το σπίτι κι αισθανόμαστε πάλι ότι κάτι έχουμε ξεχάσει.
Ψάχνουμε να βρούμε ομοίους μας για να μας καταλάβει κάποιος, όμως και στο δικό τους βλέμμα υπάρχει αυτή η ανησυχία πίσω από την οργή. Την πρώτη φορά που σηκώνουν τα χέρια σε χαιρετισμό, η καρδιά χάνει ένα χτύπο. Μια θολή ανάμνηση κάνει να βγει από τις σκιές, όμως δεν τα καταφέρνει και υποχωρεί ξανά. Παραμονεύει όμως για την κατάλληλη στιγμή μέσα στο σκοτάδι. Για να επιτεθεί ξανά. Αναπόφευκτα έρχεται η στιγμή. Μια συνάντηση, μια συζήτηση, μια σκέψη κι άλλη μια και τα κομμάτια ενώνονται για να σχηματίσουν την αλήθεια. Την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τον χαιρετισμό που μισούν τόσο πολύ.
Όταν καταλαβαίνεις ότι ο χαιρετισμός απλά ακολούθησε για να υπενθυμίζει την αλήθεια στους λίγους που επιβίωσαν, όλα αποκτούν νόημα. Γι’ αυτό στις παραδόσεις μας από την αρχαιότητα η ορκομωσία για ψύλου πήδημα απαγορευόταν. Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά, άντρες και γυναίκες πολεμιστές και ορκιστήκαμε, και ο όρκος αυτός μας κρατά δέσμιους. Γιατί υπάρχουν κάποιοι όρκοι πιο δυνατοί από το θάνατο και το χρόνο, τόσο ισχυροί και ιεροί που μας κρατούν δεμένους μαζί τους, αλλά και μεταξύ μας στους Αιώνες των Αιώνων. Ήταν βαρύ το τίμημα που πληρώσαμε για να τον εκπληρώσουμε και το γνωρίζαμε εξ αρχής ότι έτσι θα γινόταν. Κι όμως ορκιστήκαμε. Γιατί είχαμε να αντιμετωπίσουμε εκπεσόντες ομοίους μας κι έπρεπε να νικήσουμε. Γιατί ήμασταν αυτοί που ήμασταν. Έστω κι αν χαθήκαμε οι περισσότεροι, μαζί με ότι γνωρίζαμε και ότι κατήχαμε. Χωρίς αμφιβολία και χωρίς φόβο σηκώσαμε το χέρι ψηλά και ορκιστήκαμε. Μια θάλασσα λαού ορκίστηκε σύσσωμη στην νίκη μέχρι τον θάνατο. Γι’ αυτό φοβούνται. Επειδή δεν ξέρουν πόσοι είμαστε και μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε. Επειδή ξέρουν ότι δεν είναι καν όμοιοί μας, αλλά τα υπολείμματα των δούλων εκείνων που νικήσαμε κάποτε. Γι’ αυτό και ποτέ δεν μας αντιμετώπισαν ευθέως, αλλά πάντα μέσω τρίτων. Φοβούνται μέχρι θανάτου, γιατί την επόμενη φορά που θα υψωθουν τα χέρια και δεν δουν μούντζες, αλλά ορκομωσία, θα έρθει το τέλος τους.
Εν αρχή λοιπόν, ήτο ο όρκος. Αυτή ήταν η απαρχή της εποχής που διανύουμε και που τελειώνει σύντομα με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησε. Αυτός είναι ο κώδικας επεξήγησης της μυθολογίας. Υπήρξαν ίσως κι άλλοι όρκοι των Ελλήνων πριν από αυτόν και σίγουρα υπήρξαν πολλοί περισσότεροι μετά από αυτόν. Όμως ποτέ τόσοι πολλοί Έλληνες δεν ορκίστηκαν όλοι μαζί. Γιατί ποτέ ξανά μετά από εκείνη την ημέρα δεν είχαμε τόσο πληθυσμό και τόσο πολυάριθμο στρατό. Θυμηθείτε. Μην αφουγκράζεστε το μυαλό ή την καρδιά. Ήμασταν εκεί! Κι όταν χρειαστεί ξανά θα είμαστε πάλι εκεί που πρέπει για να τον τιμήσουμε. Επειδή είμαστε αυτοί που είμαστε. Επειδή έτσι είμαστε σχεδιασμένοι να πράττουμε και εμείς το επιλέξαμε. Κι αν χρειαστεί θα ορκιστούμε ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου