Σελίδες

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Σχέσεις Ελλάδος και Ρωσίας

Τα τελευταία κυρίως χρόνια, μετά την πρόταση κοινής κατασκευής ενός δικτύου παροχής ενέργειας (ο περίφημος αγωγός φυσικού αερίου Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης) εκ μέρους της μετα-σοβιετικής Ρωσίας, παρατηρείται ένας έντονος προβληματισμός που ξαναφέρνει στο προσκήνιο τις σχέσεις των δυο Εθνοτήτων (Ελλάς-Ρωσία). Η ζοφερή μάλιστα πραγματικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας, έχει κυριολεκτικά ξεβράσει κάθε είδους «άποψη», ξεκινώντας από την μοιρολατρία, την φαντασιολογική ανοησία και την ανυπόστατη κινδυνολογία των διαφόρων αποχρώσεων των άκρων του πολιτικού φάσματος, φθάνοντας μέχρι και την δουλοπρεπή συμπεριφορά των κυβερνήσεων του νεοελληνικού προτεκτοράτου έναντι του ευρωατλαντισμού, που τρέμουν ακόμα και τις αντιρρήσεις του. Και με βάση αυτό το γεγονός, εξάγεται το συμπέρασμα του κατά πόσον υπάρχει ουσιαστική κινητικότητα προς την κατεύθυνση εύρεσης εξόδου από τον ολοένα και σφικτότερο βρόγχο του πλανητικού ιμπεριαλισμού μιας τόσο σύγχρονης όσο και διττής PAX, που ακούει στο διπλό όνομα: AMERICANA-SIONISTA. Στην συνέχεια, παρουσιάζεται κι αναλύεται το ιστορικό πλαίσιο επί του οποίου οικοδομήθηκαν οι Ελληνορωσικές σχέσεις, με σκοπό όχι μόνο την απλή περιγραφή τους, αλλά την απόδοση ενός σαφούς γεωπολιτικού προσανατολισμού, μέσα από τα ιστορικά προηγούμενα (Α, Β, Γ, Δ) που πραγματοποιήθηκαν κατά τις επαφές τους στο πέρασμα του χρόνου. Μια παλιά Αυτοκρατορία πίπτει, μια Νέα γεννιέται Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453, δημιούργησε αδιαμφισβήτητα στο ιστορικό και γεωπολιτικό προσκήνιο ένα μεγάλο κενό. Κενό που έμελλε να αναπληρωθεί μόνον από κάποια ισχυρή μεν δύναμη, αλλά ταυτόχρονα κατόχου των ίδιων περίπου χαρακτηριστικών με εκείνα της απολεσθείσας. Έτσι, η δυναμική εμφάνιση της Αυτοκρατορίας των Ρώσων, από τα πρώτα της κιόλας βήματα –κατά τα οποία οι Ρώσοι επιδόθηκαν σε διαδοχικούς Εθνικούς πολέμους οι οποίοι ξεκίνησαν από τον υποσκελισμό της μογγολικής Χρυσής Ορδή και των Τατάρων κι έφθασαν μέχρι την απόλυτη κυριαρχία του πρώτου τσάρου του Ιβάν του Τρομερού-, παρότι έλαβε χώρα βορειότερα της εγγύτερης ευρασιατικής περιοχής, που κάλυπτε η Βυζαντινή (ακόμα και στο απόγειο της) ήταν αρκετή για να αναλάβει εκ διαδοχής την θέση του πάγιου κέντρου συσπείρωσης στα μάτια όλων των ορθόδοξων Λαών της ανατολικής Ευρώπης. Δεν είναι μάλιστα καθόλου τυχαία, τόσο η άμεση αναγωγή στους συμβολισμούς (υιοθέτηση του δικέφαλου αετού και του αξιώματος του τσάρου/καίσαρα), όσο και η πνοή που την διακατείχε, σαφέστατα επηρεασμένη από την επαφή του νεαρού ακόμα Ρωσικού Έθνους με την μεγάλη νοτιοανατολική Αυτοκρατορία. Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725), οπότε η Ρωσία καθίσταται ισχυρή Ευρωπαϊκή δύναμη και ανακηρύσσεται επισήμως Αυτοκρατορία, ο κυριότερος αντίπαλος παρουσιάστηκε στο πρόσωπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σταθερός γεωστρατηγικός προσανατολισμός της υπήρξε ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας και η πρόσβαση στους εμπορικούς δρόμους του Αιγαίου και ευρύτερα της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό δημιούργησε τις συνθήκες ενός φυσικού ανταγωνισμού και την συνεπαγόμενη εχθρότητα. Ο ίδιος ο τσάρος, ενστερνιζόμενος την προαναφερόμενη Ελληνορωμαϊκή πνοή, θεώρησε πολύ γρήγορα εαυτόν «Ρωσογραικών αυτοκράτορα» κι εξέδωσε προκήρυξη με την οποία καλούσε τους ορθόδοξους πληθυσμούς να επαναστατήσουν εναντίον της Υψηλής Πύλης. Ο στόχος αυτός, που δημιουργούσε κλίμα έντασης και οδήγησε συχνά σε πόλεμο τις δύο Αυτοκρατορίες, φαίνεται ότι απέκτησε σαφέστερα χαρακτηριστικά στα χρόνια της Μεγάλης Αικατερίνης Β’ (1762-1796). Η ίδια η τσαρίνα Αικατερίνη, είχε εκδηλώσει ανοιχτά τον σκοπό της να δημιουργήσει ένα μεγάλο αυτόνομο κράτος στον Νότο, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιώντας σαν στήριγμα το Ελληνικό στοιχείο. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα, είχε ονομάσει τον δευτερότοκο εγγονό της, Κωνσταντίνο και του είχε δώσει Ελληνική παιδεία, ώστε να τον χρίσει ηγεμόνα της περιοχής. Α) Πρώτος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος –Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή Μέρος του Ρωσικού σχεδίου δράσης αποτελούσε και η εξέγερση των Ορθόδοξων πληθυσμών της Βαλκανικής και, ανάμεσά τους, των Ελληνικών πληθυσμών της Ρούμελης, της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου. Η κοινή θρησκευτική πίστη αποτελούσε το έδαφος για τη διεκδίκηση εκ μέρους της Ρωσίας της αναγνώρισής της ως «προστάτιδας» των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φαίνεται μάλιστα ότι το πέτυχε μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, γεγονός το οποίο της επέτρεψε να επεμβαίνει έκτοτε στις εσωτερικές υποθέσεις της Πύλης. Η συνθήκη πήρε το όνομά της από το ομώνυμο χωριό, κοντά στη Σιλιστρία, στο οποίο υπογράφηκε την 21η Ιουλίου 1774 και ήταν το αποτέλεσμα του Α’ μεγάλου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1768-74), στον οποίο η Ρωσία κατέλαβε την Αζοφική, την Κριμαία και τη Βεσσαραβία. Υπό τον κόμητα στρατάρχη Π.A. Ρουμιάντσεφ, οι Ρώσοι επέδραμαν στη Μολδαβία και νίκησαν τους Οθωμανούς στη σημερινή Βουλγαρία, αναγκάζοντας τους Οθωμανούς να ζητήσουν ειρήνη. Η Ρωσία με αυτή την νίκη της, επέβαλε το ασαφές δικαίωμα προστασίας των Ορθόδοξων υπηκόων της Πύλης από τον Τσάρο. Εκμεταλλευόμενη μάλιστα την εσκεμμένη ασάφειά της παραγράφου αυτής της συνθήκης, οδήγησε στην διατύπωση για πρώτη φορά του λεγόμενου «Ανατολικού ζητήματος», που οδήγησε τελικά στην κατάρρευση των Οθωμανών. Με την υπογραφή της συνθήκης, κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα της χρήσης της Ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση και ο εξοπλισμός πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος. Γεγονός που οδήγησε στην πρώτη (στην μετα-βυζαντινή εποχή) επίσημη αναγνώριση του υπόδουλου Ελληνισμού πολλά χρόνια πριν από την αναγνώριση του ναυτικού αποκλεισμού των Ελλήνων στους Τούρκους (1822), από την Μ.Βρετανία, με την οποία αναγνωριζόταν το εμπόλεμο του Ελληνικού Έθνους (1). Β) Τα Ορλωφικά Η εξέγερση που εκδηλώθηκε το 1770 στην Πελοπόννησο, τα λεγόμενα «Ορλωφικά», σχεδιάσθηκε και οργανώθηκε από τους Ρώσους αξιωματούχους που ανήκαν στο στενό περιβάλλον της Αικατερίνης της Μεγάλης: Γρηγόριο Ορλώφ και των αδελφών του Αλέξιο και Θεόδωρο, οι οποίοι συνέβαλαν στην ανατροπή του τσάρου Πέτρου Γ’. Παρουσιάστηκε σαν ένας «αγώνας της Ελευθερίας ενάντια στην τυραννία», της επικράτησης, δηλαδή, του χριστιανικού Ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα του ισλαμικού-ασιατικού δεσποτισμού. Το αποτέλεσμα όμως, έδειξε πως έλαβε χώρα στο πλαίσιο ανάπτυξης των συμφερόντων της Ρωσικής ηγεμονίας, αποβλέποντας ουσιαστικά στον επαναπροσδιορισμό της κυριαρχίας στην περιοχή. Το καλοκαίρι του 1769 και ενώ ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774), συνεχίζεται με Οθωμανικές επιτυχίες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αναχωρούν από το λιμάνι της Κροστάνδης, στη Βαλτική, 14 πλοία με περίπου 600 στρατιώτες. Πρόκειται για την πρώτη Ρωσική ναυτική μοίρα, αποστολή της οποίας ήταν να πλεύσει στη Μεσόγειο και να αναλάβει πολεμική δράση στο Αιγαίο, κινητοποιώντας ταυτοχρόνως σε εξεγέρσεις τους χριστιανικούς πληθυσμούς στις νότιες βαλκανικές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως στην Πελοπόννησο. Στη δύναμη αυτή, την οποία θα ακολουθούσε και μια δεύτερη μοίρα, οι Ρώσοι είχαν υποσχεθεί πως θα προσέθεταν και άλλα πλοία, που κατασκευάζονταν στη Ρωσία καθώς και σε λιμάνια της Ιταλίας, όπου διενεργούταν στρατολόγηση για την συγκρότηση πληρωμάτων. Επρόκειτο για εγχείρημα παράτολμο και με πολλές υποσχέσεις προς του Έλληνες που θα έμεναν ανικανοποίητες. Η Ρωσία δεν είχε ναυτική παράδοση και έως τότε στήριζε τη στρατιωτική της ισχύ σε χερσαίες δυνάμεις. Την 17η Φεβρουαρίου του 1770, ένα τμήμα του στόλου υπό τον Θ. Ορλώφ αγκυροβόλησε στο Οίτυλο της Μάνης, ξεκινώντας την εξέγερση στην Πελοπόννησο τις επόμενες ημέρες. Ιδιαίτερες διαπραγματεύσεις είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1769 με τους Μανιάτες, στους οποίους απευθύνθηκαν με επιστολές τους ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Πάνιν και ο Αλέξιος Ορλώφ (2), ενώ αρκετές υπήρξαν και οι αποστολές Μανιατών στη Βενετία και άλλες πόλεις της Ιταλικής χερσονήσου, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη οι επικεφαλής της επικείμενης επιχείρησης με σκοπό να την προετοιμάσουν. Οι Μωραΐτες επιδίωκαν να δεσμεύσουν τους Ρώσους με την αποστολή αρκετών χιλιάδων ενόπλων. Οι Ρώσοι, από την πλευρά τους, υπόσχονταν χωρίς φειδώ, φάνηκε ωστόσο από τον αριθμό πλοίων, ενόπλων και πολεμικών εφοδίων που έστειλαν στην Πελοπόννησο, ότι δεν ήταν η ξηρά το πεδίο που τους ενδιέφερε να δοκιμαστούν στρατιωτικά, αλλά η θάλασσα. Τελικά η εξέγερση κράτησε μόνο τρεις μήνες, για να κατασταλεί σχετικά εύκολα, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές μεταξύ του Ελληνικού πληθυσμού του τόπου. Επίσης, λόγω της παρουσίας των πολυάριθμων ενόπλων, στρατολογημένων για την καταστολή της –οι Τουρκαλβανοί-, δημιουργήθηκε και το κλίμα τρομοκρατίας σε βάρος του Ελληνισμού, το οποίο διατηρήθηκε επί πολλά έτη. Γ) Η Εθνεγερσία του 1821 Ι) Οι επιδιώξεις και η καταπόντιση του σχεδίου του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία Το πρώτο μέλημα του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας και ηγέτη του Επαναστατικού στρατού, Αλέξανδρου Υψηλάντη ήταν να λάβει επισήμως από τον Τσάρο δίχρονη άδεια. Η δικαιολογία –και δικαίως- ήταν από αστεία ως και ύποπτη: “λουτροθεραπεία στο εξωτερικό”. Στην πραγματικότητα βέβαια, ο Υψηλάντης μετέβηκε στη Βεσσαραβία όπου θα ξεκινούσε τη στρατιωτική προπαρασκευή της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αφού πρώτα πέρασε από την Οδησσό, πόλη με σημαντική Ελληνική εμπορική παροικία και πολυπληθή τοπική Εφορία της Φιλικής Εταιρείας. Εκεί έλαβε επιστολή του Αναγνωσταρά που τον πληροφορούσε πως ο Μωριάς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, μπορεί να αντιπαραθέσει περίπου 30.000 ένοπλους απέναντι σε μία δύναμη 12.800 μουσουλμάνων. Στην Οδησσό τον επισκέφτηκε στις 22 Αυγούστου, ερχόμενος από την πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, Αγία Πετρούπολη όπου έχει συναντηθεί με τον Καποδίστρια, ο γραμματέας του Ρωσικού προξενείου της Πάτρας και στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας Ι.Παπαρρηγόπουλος. Στη μεταξύ τους συζήτηση ο Υψηλάντης εξέφρασε τη σκέψη να κατέβει στο Μωριά και να ηγηθεί εκεί της Επαναστάσεως. Ο Παπαρρηγόπουλος όμως, υποστήριξε πως το Κίνημα έπρεπε να ξεκινήσει από τη Μολδοβλαχία, διότι κατά τη γνώμη του παρουσίαζε τρία πλεονεκτήματα: α) Οι Οθωμανοί έβρισκαν σε απόσταση αναπνοής από τις εξεγερμένες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Ρωσική στρατιά της Βεσσαραβίας. Δεν θα μετακινούσαν λοιπόν, τις δυνάμεις τους προς τον νότο, αφήνοντας ευοίωνες συνθήκες για να ξεσπάσει το κύριο μέρος της Εθνεγερσίας στην Πελοπόννησο. β) Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων πιστεύοντας, λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης Μολδοβλαχίας, ότι θα υπάρξει άμεση Ρώσικη εμπλοκή, θα συνέχιζε με μεγαλύτερο πείσμα τον πόλεμο του κατά της Πύλης. γ) Για τον ίδιο λόγο Μωραΐτες και Ρουμελιώτες θα εύρισκαν τη δύναμη να ξεσηκωθούν. Σε αυτή την εξέλιξη, στήριζε ξεκάθαρα ο ίδιος ο Υψηλάντης τις ελπίδες του, αλλά σε αυτήν ευελπιστούσαν και οι περισσότεροι Ρώσοι αξιωματούχοι της περιοχής, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τις κινήσεις του, έστω κι αν αυτές δεν ουδέποτε εξεδήλωσαν ανοιχτές (απ-)αιτήσεις για βοήθεια προς εκείνους (3). Για αυτό τον λόγο έστειλε στις 23 Φεβρουαρίου, μέσω των Ρώσων προξένων του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, μήνυμα στο Ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκανόφ καλώντας τον να «είναι άγρυπνος» και να διαμαρτυρηθεί σε περίπτωση που τα Οθωμανικά στρατεύματα θα επιχειρήσουν να παραβιάσουν τις Ρωσοτουρκικές συνθήκες και να εισβάλουν στις Ηγεμονίες. Αυτό όμως που δεν είχε υπολογίσει, ήταν οι πιέσεις της Ιεράς Συμμαχίας, για την αντίδραση της Αυστρίας και των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, σε περίπτωση που η Ρωσία βοηθούσε τους εξεγερμένους. Έτσι λοιπόν τα σχέδια αυτά έπεσαν απευθείας στο κενό. Ο Ρώσος τσάρος, όχι μόνο κράτησε ουδέτερη στάση αλλά προέβη και σε επίσημη αποκήρυξη του Υψηλάντη και της Επαναστάσεως, αφήνοντας τον τελευταίο εμβρόντητο. Ο βασικότερος λόγος ήταν οι πιέσεις των άλλων μεγάλων δυνάμεων. Αυστρία, Γαλλία και Βρετανία δεν θα επέτρεπαν στη Ρωσία να υποστηρίξει μία Επανάσταση που θα ήταν η απαρχή του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της ανάσχεσης της πολιτικής και οικονομικής διεισδύσεως τους σε αυτή. Ο «Γίγαντας με τα Πήλινα Πόδια» αποτελούσε τον κυματοθραύστη των επιδιώξεων του τσάρου κι η εμφάνιση μιας νέας αντίπαλης με προοπτικές ναυτικής ανάπτυξης, δύναμης, θα ήταν ανταγωνιστική προς τα σχέδιά τους. ΙΙ) Προς την δημιουργία του νεοελληνικού προτεκτοράτου Στις 4 Απριλίου 1826, κατά την διάρκεια του Αγώνα κι έχοντας ρεύσει ποταμοί Ελληνικού αίματος, ο τσάρος Νικόλαος Α’ (1796 – 1855) υπέγραψε με την Βρετανία το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Είναι το πρώτο κείμενο που αναφέρει τη λέξη Ελλάδα στη διεθνή διπλωματία και την θεωρούσε αυτοδιοικούμενη χώρα κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου. Είχε προηγηθεί η αλλαγή στην διπλωματία του βασιλέα της Αγγλίας και η σοβαρή διείσδυση των συμφερόντων των αγγλοεβραίων τραπεζιτών με τα εξοντωτικά δάνεια. Ακολουθεί η συνθήκη του Λονδίνου ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία τον Ιούλιο του 1827, η οποία επίσης αναγνώριζε αυτόνομη Ελλάδα κάτω από την επικυριαρχία και πάλι του σουλτάνου, στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και νοτιότερα. Η κυριότερη, όμως παράμετρος, της τελευταίας συνθήκης ήταν εκείνη που απαιτούσε την αποστολή τριεθνούς στόλου στην Πελοπόννησο, με εντολή την επιβολή των αποφάσεων της, δεδομένου πως ο σουλτάνος την απέρριψε, έχοντας αποστείλει τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα υπό τον Ιμπραήμ σε μια εκστρατεία που έφθασε κοντά στο να πνίξει την Επανάσταση. Εκτελεστές της συνθήκης ορίστηκαν οι ναύαρχοι Ερρίκος Δανιήλ Γκωτιέ, κόμης Δεριγνί για τη Γαλλία, Εδουάρδος Κόδριγκτον για την Μ.Βρετανία και Λογγίνος Χέυδεν για τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η εφαρμογή του στρατιωτικού σκέλους του σχεδίου, ήταν αυτό που τελικά οδήγησε στην ναυμαχία του Ναυαρίνου και την σύγκρουση μεταξύ των τριών Ευρωπαϊκών στόλων με τον Αιγυπτιακό, που οδήγησε στην συντριβή του τελευταίου. Το αποτέλεσμα όμως της ναυμαχίας, ήταν κι ενδεικτικό των προθέσεων της κάθε πλευράς. Η κυβέρνηση της Μ.Βρετανίας έδειχνε «κεραυνόπληκτη προ του ανεπιθύμητου τετελεσμένου», που διέπραξε ο Κόδριγκτον. Σε ομιλία του μάλιστα ο ίδιος ο Άγγλος βασιλιάς Γεώργιος ο Δ΄ (4) διακήρυξε ανοιχτά την αντίθεσή του στην Βουλή των Λόρδων: «Στο λιμάνι του Ναυαρίνου έλαβε χώρα μια σύγκρουση τελείως απροσδόκητη μεταξύ των πόλων των συμμάχων Δυνάμεων και του στόλου της Οθωμανικής Πύλης. […] Η Αυτού Μεγαλειότις δεν μπορεί να μη θρηνήσει, που αυτή η σύγκρουση έγινε με τη ναυτική δύναμη ενός προαιωνίου συμμάχου, του σουλτάνου. Εξακολουθεί όμως να τρέφει την ελπίδα πως το ατυχές αυτό γεγονός δε θα συνοδευθεί από άλλες εχθροπραξίες». Ο ναύαρχος Κόδρικτον, θεωρήθηκε υπαίτιος και έπεσε σε δυσμένεια. Αντιθέτως ο ναύαρχος του Ρωσικού στόλου, Χέυδεν, παρασημοφορήθηκε με κάθε επισημότητα και ο σουλτάνος, ανατρέχοντας στις διακηρύξεις του τσάρου περί «προστασίας των ορθοδόξων χριστιανών» της επικρατείας του, άνοιξε νέο πολεμικό μέτωπο μόνο με την Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο νέος αυτός Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, με τον στρατό του τσάρου στην Ανδριανούπολη και την Τραπεζούντα, να πνίγει τον σουλτάνο, τον ανάγκασε να στείλει απεσταλμένους στον στρατηγό Ντίμπιτς την 24η Σεπτεμβρίου του 1829 μαζί με πρεσβευτές της Γαλλίας και της Μ.Βρετανίας, οι οποίοι αξίωναν την αποχώρησή των Ρώσων. Ο στρατηγός, κατ’ εντολή του τσάρου, έθεσε αμέσως ζήτημα ανεξαρτησίας της Ελλάδας χωρίς αυτή να θεωρείται υποτελής στην Πύλη –παρότι οι δυτικοί επέμεναν να διαχωριστεί αυτή η περίπτωση με τις συνθήκες του εν εξελίξει Ρωσοτουρκικού Πολέμου-, για πρώτη φορά από την έναρξη της Εθνεγερσίας. Τελικά την 3η Ιανουαρίου 1830, στην Διάσκεψη του Λονδίνου διακηρύχθηκε η πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, πράξη η οποία συνιστούσε διεθνή αναγνώριση του νεοελληνικού κράτους. Η συνοριακή γραμμή όμως, του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 (Αμβρακικός-Παγασητικός) κρατούσε έξω από αυτό ένα μεγάλο τμήμα της έκτασης που είχε συμφωνηθεί στην Ανδριανούπολη. Επιπλέον, καθοριζόταν η πολιτειακή μορφή του νεοσύστατου κράτους και παρεχόταν στις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις το δικαίωμα εκλογής του ηγεμόνα χωρίς να ερωτηθεί ο Ελληνικός Λαός. Δόθηκε πλήρης αμνηστία και προβλεπόταν δικαίωμα μετανάστευσης από ή και προς «τόπον Οθωμανικόν». Δ) Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και οι επιπτώσεις του στα εσωτερικά των Ελλήνων H επόμενη Ρωσοτουρκική σύρραξη που επηρέασε δρώμενα στην Ελληνική χερσόνησο και το νεοελληνικό κράτος ήταν ο Κριμαϊκός Πόλεμος του 1853-56, στον οποίο αναμείχθηκαν και άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις: η Αγγλία, η Γαλλία και το Βασίλειο Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου, που πολέμησαν στο πλευρό της Τουρκίας. Άμεση αιτία του Πολέμου ήταν οι απαιτήσεις του τσάρου ως προς την προστασία των Ορθοδόξων χριστιανών που ζούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν και οι διαφορές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Γαλλίας με πρόφαση τα προνόμια Ορθοδόξων και καθολικών στους Αγίους Τόπους, που κατέχονταν από τους Τούρκους. Με την υποστήριξη της Αγγλίας, η Τουρκία τήρησε άτεγκτη στάση απέναντι στις Ρωσικές απαιτήσεις με αποτέλεσμα την έναρξη του Πολέμου. Τον Ιούλιο του 1853 η Ρωσία κατέλαβε τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Στις 23 Σεπτεμβρίου ο Βρετανικός στόλος έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Στις 4 Οκτωβρίου η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και τον ίδιο μήνα εξαπέλυσε επίθεση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Όταν ο Ρωσικός στόλος κατέστρεψε τον Τουρκικό στη Σινώπη, ο Βρετανικός και ο Γαλλικός, στις 3 Ιανουαρίου 1854, εισέπλευσαν στον Εύξεινο Πόντο για να προστατεύσουν τις μεταφορές των Οθωμανών. Στις 28 Μαρτίου 1854 η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Ανταποκρινόμενη σε σχετική απαίτηση της Αυστρίας, και για να αποτρέψει και τη δική της είσοδο στον πόλεμο, η Ρωσία εκκένωσε τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Τον Αύγουστο του 1854 τις κατέλαβε η Αυστρία. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι σύμμαχοι αποβίβασαν δυνάμεις στην Κριμαία και πολιόρκησαν τη Σεβαστούπολη. Οι Ρώσοι αντιστάθηκαν σθεναρά και η πολιορκία κράτησε έναν χρόνο. Την περίοδο αυτή δόθηκαν σκληρές μάχες, στην Άλμα στις 20 Σεπτεμβρίου, στην Μπαλακλάβα στις 25 Οκτωβρίου και στο Ίνκερμαν στις 5 Νοεμβρίου. Στις 26 Ιανουαρίου 1855 ο πρωθυπουργός του Βασιλείου Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου Καμίλο Καβούρ, για λόγους εξωτερικής αλλά και εσωτερικής πολιτικής, πείστηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο, στο πλευρό της Τουρκίας, και έστειλε στο μέτωπο δύναμη 10.000 ανδρών. Τελικά, η απειλή της Αυστρίας να βγει και αυτή στον πόλεμο ανάγκασε τους Ρώσους να δεχθούν την έναρξη διαδικασίας ειρήνευσης. H Συνθήκη του Παρισιού, που υπογράφτηκε στις 30 Μαρτίου 1856, εγγυόταν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υποχρέωνε τη Ρωσία να παραδώσει την περιοχή γύρω στις εκβολές του Δούναβη και μέρος της Βεσσαραβίας. H Ρωσία επίσης, παραιτήθηκε των απαιτήσεών της για προστασία των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνοντας πλέον νέα τροπή στο Ανατολικό ζήτημα. Η Μεγάλη Βρετανία φάνηκε να παραχωρεί τότε τα Επτάνησα στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα γι’ αυτή τη μετατόπιση του νεοελληνικού κράτους οριστικά στην δική της σφαίρα επιρροής, εξασφαλίζοντας την αποδοχή από την Ελλάδα του δόγματος περί ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που θεσπίστηκε με την Συνθήκη των Παρισίων. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτή την υπόσχεση, ήταν να απομακρυνθεί από την Ελλάδα και ο βασιλεύς Όθων , που είχε δυσαρεστήσει τους Αγγλογάλλους στην διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου με την ρωσόφιλη του στάση. Το αγγλικής εμπνεύσεως δόγμα περί της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στρεφόταν κυρίως κατά της ηττημένης Ρωσίας, αλλά εμμέσως αφορούσε και την Ελλάδα, που μέχρι τότε ενθάρρυνε τοπικές εξεγέρσεις Ελλήνων σε τουρκοκρατούμενες περιοχές, εν ονόματι της Μεγάλης Ιδέας. Στους πρώτους μήνες μάλιστα του Κριμαϊκού Πολέμου, σχεδόν σε όλες τις Οθωμανικές περιοχές που πλειοψηφούσε το Ελληνικό στοιχείο, υπήρξαν αιματηρές εξεγέρσεις με την κρυφή συνδρομή του Ελληνικού στρατού. Γεγονός που οδήγησε στην άμεση στρατιωτική επέμβαση των Αγγλογάλλων στην Ελλάδα, το 1854 και σήμαινε το τέλος της εμπνευσμένης από την Μεγάλη Ιδέα, Ελληνικής πολιτικής που είχαν ενστερνισθεί τόσο ο Όθων όσο και η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Στην Ελλάδα μετά το 1827, η ζοφερή πραγματικότητα της ξενοκρατίας εκφραζόταν απόλυτα από τις ονομασίες των αντιμαχόμενων κομμάτων: το «ρωσικό», το «γαλλικό», το «αγγλικό». Οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» έβλεπαν την Ελλάδα ως ένα πεδίο ανταγωνισμού επιρροών στο πλαίσιο ευρύτερων εδαφικών ανταγωνισμών, σε σχέση πάντα με το ευρύτερο Ανατολικό ζήτημα. Το 1856 ήταν και η χρονιά που η Μ.Βρετανία είχε για πρώτη φορά τη μεγάλη ευκαιρία να ηγεμονεύσει μόνη την Ελλάδα και τον ευρύτερο χώρο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Όλα τα χρόνια μέχρι τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η αγγλική επιρροή στην Ελλάδα υπολειπόταν κατά των δύο άλλων, κυρίως λόγω των προσωπικών επιλογών του Όθωνος που έκλινε άλλοτε προς το «γαλλικό» κόμμα (στο οποίο ηγούταν οι «ζητωπόλεμοι» του Κωλέττη ο οποίος φέρει την πατρότητα του όρου Μεγάλη Ιδέα), άλλοτε προς το «ρωσικό» (στο οποίο βρίσκονταν οι περισσότεροι αγωνιστές της Εθνεγερσίας), αλλά σπάνια στο «αγγλικό». Με νωπή την τριετή στρατιωτική κατοχή της Αθήνας και του Πειραιά και τον ναυτικό αποκλεισμό του 1850 (για να αποζημιωθεί ο εβραίος Πατσίφικο για την καύση αντικειμένων στο σπίτι του από όχλο και οι «πληγμένοι από πειρατεία» Βρετανοί εφοπλιστές των Ιονίων), η Βρετανική διπλωματία φάνηκε να υπόσχεται τα Επτάνησα για να προσδέσει την Ελλάδα στο άρμα της. Και έπραξε τελικά αυτή την παραχώρηση, με δεδομένη την αδυναμία της να εγκαθιδρύσει την εξουσία της στην Ιόνια Πολιτεία. Έπρεπε, πρώτον, να καταστεί ο Όθων μισητός, από λαοφιλής που ήταν στην διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου και δεύτερον, να μεταστραφούν τα αισθήματα των Ελλήνων σε αγγλόφιλα. Ο Όθων, τελικά, ανατράπηκε το 1862 από εσωτερικό κίνημα εναντίον του, το οποίο γιγαντώθηκε από τις εφημερίδες που υποστήριζαν το «αγγλικό» κόμμα. Αμέσως μετά, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Ράσελ έκανε σαφές στον Έλληνα επιτετραμμένο στο Λονδίνο, Χαρίλαο Τρικούπη, ότι η Βρετανία δεν θα είχε αντίρρηση να παραχωρήσει τα Επτάνησα στην Ελλάδα, εφ’ όσον αυτή θα εξασφάλιζε βασιλεία ικανή να τηρήσει διεθνείς δεσμεύσεις έναντι των γειτόνων της και έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Έλληνες έσπευσαν να ανταποκριθούν και, σε δημοψήφισμα το 1863, ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ του Άγγλου πρίγκιπα Αλφρέδου (δευτερότοκου υιού της βασίλισσας Βικτωρίας) ως …«νέου βασιλέως της Ελλάδος», εκδηλώνοντας τα «νέα αισθήματά» τους. Η εκλογή Αλφρέδου όμως, σκόνταψε στην προβλεπόμενη από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 ρήτρα απαγόρευσης εκλογής βασιλέως προερχόμενου από οποιαδήποτε από τις τρεις δυνάμεις. Επίλογος Οι τέσσερεις (Α, Β, Γ, Δ) παραπάνω περιπτώσεις που περιγράφηκαν κι αναλύθηκαν, δεν μπορούν παρά να αποτελέσουν το ιστορικό πλαίσιο επί του οποίου θα έπρεπε να απασχολήσει τον προβληματισμό για τα σημερινά δρώμενα. Αφενός, παρουσιάζεται η τάση εκ μέρους του ρωσικού κράτους, που μετετράπη σε γεωπολιτικό σχέδιο, το οποίο είναι ουσιαστικά η βάση επί της οποίας εκτυλίσσεται και η σημερινή επέκταση των συμφερόντων του κατά τον Ευρωπαϊκό νότο και την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Είναι η τάση αυτή, που οδήγησε στον Πρώτο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (Α) από όπου προέκυψε η πρώτη –σύγχρονη- αναγνώριση του Ελληνικού Έθνους και σφαιρικότερα το ίδιο το Ανατολικό ζήτημα. Σε αυτή όμως την περίπτωση, απουσιάζει πλήρως το ίδιο το Ελληνικό Έθνος, εγκαταλείποντας την βούληση και το συμφέρον του, στις επεκτατικές διαθέσεις του τσάρου και της αυλής του, έναντι του Τούρκου σουλτάνου. Έτσι οι εξελίξεις έφθασαν στο τραγικό αποτέλεσμα των Ορλωφικών (Β), οπότε και πάλι, οι Έλληνες παρότι συμμετέχουν ενεργά, καθίστανται έρμαιο στα χέρια των Ρώσων αξιωματούχων και των φιλοδοξιών της Αυτοκράτειρας. Η αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων, οδηγούν στην Εθνεγερσία του 1821 (Γ), οπότε και τα Έθνος εμπόλεμο κι οδηγούμενο από την φυσική αριστοκρατία του, δράττει τα ηνία της Μοίρας του μετά από αιώνες. Παρά δε, την αρχική απογοήτευση που έδωσε ο Ρώσος Αυτοκράτορας, ο Αγώνας είναι τελικά αυτός ο οποίος θα πιέσει πραγματικά την μεγάλη ανατολικοευρωπαϊκή δύναμη να κινηθεί προς το αμοιβαίο συμφέρον. Στην τελευταία περίπτωση –τα αποτελέσματα του Κριμαϊκού Πολέμου (Δ)-, παρουσιάζεται αφενός η εκταμίευση της «ανεξαρτησίας» μέσα από την «υποστήριξη» των δυτικών, οδηγώντας ανεπιστρεπτί στην ξενοκρατία. Κι αφετέρου, η σχεδόν ταυτόχρονη απώλεια της ευχέρειας στην υποστήριξη εκ μέρους του ισχυρού πόλου εκείνου (Ρωσία), που ενίσχυε τα Ελληνικά συμφέροντα στην διεθνή σκακιέρα, όχι μόνο προς χάριν αμοιβαίων απολαβών κέρδους, αλλά και εξαιτίας ενός ειλικρινέστερου παράγοντα: του ευσεβούς Πνεύματος που τον διακατείχε. A.Γ. *ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 1) Μια σχετική ιστορική αναδρομή θεωρείται χρήσιμη, ιδιαίτερα κατά τις προηγηθείσες του Ναυαρίνου συναντήσεις του Κάνιγκ, ο οποίος είναι και ο πρωτεργάτης της στροφής στο ενδιαφέρον των Άγγλων. Ο Κάνιγκ εδώ, σε διάλογό του με Οθωμανό αξιωματούχο, εξέφρασε την περιγραφή αυτού που μετέπειτα οι Έλληνες θα γνώριζαν σαν την πολιτική της «μικράς κι εντίμου Ελλάδος»: «Εμείς είμαστε εμποροκράτειρα χώρα και έχουμε συμφέροντα στην Άσπρη θάλασσα, στην οποία δεν υπάρχει ασφάλεια. Θέλουμε λοιπόν να δημιουργήσουμε ένα κράτος από τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. Να, η Πελοπόννησος και λίγο από την Ρούμελη με κανένα δυο νησιά». Και ο Μεχμέντ Σαϊντ του απήντησε : « Ποιόν πας να κοροϊδέψεις; Ρωμιοί υπάρχουν σε κάθε γωνιά του Κράτος μας». Ο Άγγλος διπλωμάτης του ανταπάντησε: «Αυτοί δεν είναι γνήσιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων!». -Ομοίως τον ίδιο περίπου ισχυρισμό έχουν και οι Κ.Μαρξ – Φρ.Ένγκελς στο «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα» να διαβάζουμε την εξής άποψη του Ένγκελς (1853): “Οι Έλληνες της Τουρκίας είναι ως επί το πλείστο σλαβικής καταγωγής, όμως υιοθέτησαν την σύγχρονη ελληνική γλώσσα… πολύ λίγο καθαρό ελληνικό αίμα υπάρχει ακόμα και στην Ελλάδα” (Ένγκελς σελ. 98). […]. 2) Από το 1765, ο αξιωματικός του Ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπαζώλης και οι άνθρωποί του, μεταξύ των οποίων ιερείς προφήτευαν τον ερχομό του «ξανθού γένους», ταξίδεψαν στην Ήπειρο, τη Ρούμελη και την Πελοπόννησο, όπου συναντήθηκαν με σημαντικούς τοπικούς παράγοντες και διένειμαν στους μυημένους άμφια, ιερά σκεύη και εικόνες της Αικατερίνης, η οποία εμφανιζόταν ως προστάτιδα των ορθόδοξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός του Παπαζώλη, στην Πελοπόννησο ταξίδεψαν και άλλοι αξιωματικοί της Ρωσίας, όπως ο Εμμανουήλ Σάρρος. Σύμφωνα με προφητείες ευρύτατα διαδεδομένες από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι «Μόσχοβοι» όπως τους έλεγαν, ήταν το περίφημο «ξανθό γένος», το «θεϊκά σταλμένο», να συντρίψει την Οθωμανική κατάκτηση και να ανασυστήσει Ελληνικό Χριστιανικό βασίλειο στα πρότυπα του Βυζαντίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου