Συχνά μέσα στη θεωρία μας, αναφερόμαστε στην ύπαρξη ενός Μυστικού Σχεδίου, που έχει δρομολογηθεί εδώ και πολλούς αιώνες κι αυτήν τη στιγμή ακόμα εξελίσσεται. Ο λόγος μας περί Σχεδίου δεν είναι αυθαίρετος ούτε προϊόν φαντασίας.
Επιβεβαιώνεται από τις Γραφές αλλά κι από τη γνωστή άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι πανίσχυρος κι αν αυτό συνδυαστεί με τη δεδομένη αγάπη Του προς εμάς.
Γιατί ο Πανίσχυρος Θεός ν’ ανεχθεί που σταύρωσαν ακόμα και τον Ίδιο τον Υιό Του; Αυτή η ανοχή είναι η απόδειξη ότι κάτι επιδιώκεται κι αφού επιδιώκεται από τον Ίδιο το Θεό είναι αδύνατο να μην επιτευχθεί.
Για ν’ αρχίσει ο αναγνώστης ν’ αντιλαμβάνεται τι ακριβώς είναι το επιδιωκόμενο, θα πρέπει να έχει στο μυαλό του δύο άκρως ευνόητες σχετικές διαφορές.
Η πρώτη έχει να κάνει με τη διαφορά μεταξύ Θεού κι ανθρώπου και η δεύτερη μεταξύ των ανθρώπων, που υπήρξαν στον πλανήτη. Ο Θεός σ’ αντίθεση προς τον άνθρωπο, είναι Άπειρος, Τέλειος, Αθάνατος και Παντογνώστης. Γνωρίζει απόλυτα τι έχει συμβεί, τι συμβαίνει και τι θα συμβεί.
Αντίθετα ο άνθρωπος είναι θνητός, πεπερασμένος και η γνώση του περιορισμένη.
Απ’ αυτήν την τεράστια διαφορά μεταξύ Θεού κι ανθρώπου γεννιέται η παρερμηνεία των λόγων Του, που είναι η αιτία όλων των δεινών, αλλά και η αιτία γέννησης της δεύτερης σχετικής διαφοράς.
Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, που γνωρίζει τα πάντα, είτε αφορούν το παρελθόν είτε το μέλλον, μιλά αληθινά στον άνθρωπο, αλλά αυτή η αλήθεια τον καταστρέφει. Μιλά ο Θεός για κρίση, για τιμωρία, γι’ ανάσταση, αλλά μιλά ως αθάνατος. Ο θνητός άνθρωπος παρανοεί και νομίζει ότι όλα αυτά τον αφορούν στο σύνολό τους. Πόσο μπορεί ν’ άλλαζε ο Χριστός τη ζωή ενός συνομήλικού Του από τη στιγμή που ούτε Τον είδε ούτε έμαθε τι ακριβώς λέει ; Άνθρωποι γεννήθηκαν και πέθαναν μετά το Χριστό, χωρίς να επηρεαστούν καθόλου απ’ Αυτόν. Αυτό που συμβαίνει όμως στο θνητό άνθρωπο δε συμβαίνει στον αθάνατο άνθρωπο, που είναι η ανθρωπότητα στο σύνολό της.
Βλέπουμε ότι ο Θεός κι ο άνθρωπος έχουν σχέση σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά την ανθρωπότητα ως σύνολο κι επομένως τα όσα λέει ο Θεός, είτε μέσω των προφητών είτε μέσω του Υιού Του, είναι απόλυτα αληθινά κι ακριβή. Για την ανθρωπότητα υπήρξε ζωή, θάνατος, κρίση κι ελπίδα ανάστασης. Όσον αφορά το θνητό άνθρωπο στο δεύτερο επίπεδο, αυτός είναι, που είναι λατρευτός στο Θεό ως υιός Του. Ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά έχει ιδιαίτερη σχέση με το Θεό-Πατέρα κι αυτό σημαίνει ότι, αν δε συγχρονιστεί με την ανθρωπότητα, που ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία, μπορεί να γνωρίσει τη Θέωση. Ο θνητός δηλαδή άνθρωπος, είτε γεννήθηκε προ Χριστού είτε μετά Χριστόν, δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη τη γενική Θέωση. Ο Θεός δίνει δύναμη ώστε να μπορεί ο άνθρωπος ν’ ακολουθεί την πορεία Θέωσης.
Η γενική Θέωση, αυτό που αναφέρουν οι Γραφές ως Βασιλεία των Ουρανών, αφορά τους ανθρώπους που θα γεννηθούν μετά από κάποιον συγκεκριμένο χρόνο κι είναι σταθμός για την ανθρωπότητα, γιατί θα εξαλειφθούν όλοι οι παράγοντες, που για τον οποιονδήποτε λόγο εμποδίζουν τους θνητούς ανθρώπους να θεωθούν. Ενώ ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα Θέωσης, η ανθρωπότητα στο σύνολό της θ’ αποκτήσει αυτό το δικαίωμα μετά απ’ ορισμένο χρόνο. Αυτή η διαφορά είναι η αιτία που, όπως αναφέραμε, γεννά τη δεύτερη σχετική διαφορά, που αφορά αποκλειστικά τους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος ξεκίνησε την πορεία του γυμνός, ζώντας μέσα σ’ ένα φυσικό κόσμο ανταγωνιστικό κι επικίνδυνο. Από εκείνον τον άνθρωπο που κατοικούσε στις σπηλιές μέχρι τον άνθρωπο του σήμερα, που κυκλοφορεί μ’ ελικόπτερο και μιλά μέσω του τηλεφώνου μ’ όποιο σημείο της Γης θέλει, υπάρχει μία όχι ευκαταφρόνητη διαφορά. Ο άνθρωπος σήμερα νομίζει ότι όλα αυτά είναι “φυσικά” εξαιτίας της ευφυΐας του. Θεωρεί ζήτημα χρόνου ν’ ανακαλυφθεί το αυτοκίνητο ή το τηλέφωνο ή οτιδήποτε άλλο. Αντιλαμβάνεται την ευφυΐα του, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει ότι, αν μία ευφυΐα τού σύγχρονου κόσμου γεννιόταν στην εποχή του λίθου, το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να εξασφαλίσει καλύτερο μέρος σε μία σπηλιά για να κοιμηθεί…
diodos.gr
Και μετά ξύπνισες; μάλλον όχι Αυστραλός
ΑπάντησηΔιαγραφή