Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειανατολικά της Σμύρνης («Έξοδος», Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών):
«Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπιστήκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες…
Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημύρρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακρυά. «Μη φοβάστε είναι μακρυά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ. σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν.
Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!» φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στην χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».
Η Άννα Καραμπέτσου περιγράφει την απεγνωσμένη προσπάθεια της οικογένειάς της να διαφύγει της καταστροφής:
«…Ήμασταν στην Πούντα. Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδελφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Τι να κάνει; Τό ‘βαλε σε μιαν ακρούλα. Ζήσε, κόρη μου, για τα άλλα σου παιδιά, της είπε η μάνα μας. Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντούρ, μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πέντε–έξι, εμένα που να μ’ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου…», λέει η μάνα μου, πέφτει κάτω και λιποθυμά. Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άτραψε το φως μου. «Τσικάρ Παρά» λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, του το έδωσα. Μ’ αυτό γλύτωσα…
Οι Γάλλοι έδειξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στην θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια, ξαναρίχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μην μπορέσουν ν’ ανέβουν…».
Ο Αντώνης Πισσάνος ο οποίος έζησε τις κακουχίες της αιχμαλωσίας, περιγράφει μέσα από το βιβλίο του «Αιχμάλωτοι του Κεμάλ»:
«…Σε λίγο φθάνομε εις την τουρκικήν συνοικίαν. Εκεί οι Τούρκοι πολίται επιπίπτουν επάνω μας και μας κτυπούν με ότι βρίσκουν μπροστά των. Γελούν απαίσια από ευχαρίστησιν και το γέλιο τους μας ξεσχίζει την καρδιά και μας τρομάζει. Mε τους Τούρκους συμπράττουν και οι Εβραίοι…
Καθισμένοι εις τα καφενεία, εχλεύαζον τους χριστιανούς, τους κτυπούσαν, τους παρέδιδον εις τους σφαγείς. Και όταν διήρχοντο τα τάγματα των αιχμαλώτων, έριχναν γυαλιά στους δρόμους δια να ξεσχίζονται τα γυμνά των πόδια, και να υποφέρουν περισσότερον τα θύματα της κεμαλικής θηριωδίας.
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη, οι Εβραίοι προσέφερον τας ελεεινάς υπηρεσίας των. Εις τα αστυνομικά τμήματα υπήρχαν προδόται Εβραίοι… Δεν υπήρξεν ευκαιρία που να μην την εξεμεταλλεύθηκαν εις βάρος των χριστιανών…
Εις την συνοικία Μπας-Οτουράκ, από όπου διερχόμεθα, οι Εβραίοι ειρωνεύονται με την γνωστήν προφορά των: «Ζήτω Βενιζελός… ζήτω Κωνσταντινός…» και ένας άλλος φωνάζει εις άπταιστον Ελληνική: «Εμπρός με το στέφανον της δόξης προς την Αγιά Σοφιά!». Εν τω μεταξύ οι υποκόπανοι των στρατιωτών ανεβοκατεβαίνουν στα πλευρά των αιχμαλώτων, ενώ οι πολίται Εβραίοι και Τούρκοι χειροκροτούν».
Πηγή
Και τωρα οπου να γυριζει το κεφαλι σου μεμετη θα δεις. Στο δρομο,στη δουλεια,στα εστιατορια,στην τηλεοραση,στις διαδηλωσεις,στις παραβιασεις Αιγαιου.... Μας ερχονται χειροτερες μερες απο της Σμυρνης!
ΑπάντησηΔιαγραφή