Στον τεράστιο χώρο όπου εκτεινόταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ζούσαν διάφοροι λαοί και φύλα: Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Αιγύπτιοι, Σύριοι, Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Ιλλυριοί, Γαλάτες κ.ά.. Έτσι, η ιστορία των πρώτων αιώνων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν είναι η ιστορία μόνο ενός έθνους, αλλά ενός υπερεθνικού κράτους με αποστολή εξόχως οικουμενική. Ενωτικό τους χαρακτηριστικό φυσικά ήταν η χριστιανική πίστη καί η ελληνική γλώσσα, η οποία καθιερώθηκε από τόν 6ο αιώνα, ως η επίσημη γλώσσα του κράτους.
Ενώ όμως οι διάφοροι λαοί αποτελούσαν ένα παροδικό καί επιπόλαιο στοιχείο, τό οποίο όταν αποκτούσε εθνική συνείδηση, αποχωρίζονταν βαθμιαία από το βυζαντινό κράτος καί δημιουργούσε τό δικό του ανεξάρτητο κράτος, όπως ήταν η Βουλγαρία, η Σερβία, η Αρμενία κ.ά, τό ελληνικό στοιχείο αποκτούσε επίγνωση του εαυτού του καί της καταγωγής του καί ταυτίζονταν ολοένα και περισσότερο με το κράτος, που σιγά-σιγά έγινε αμιγώς ελληνικό, όχι μόνο στη γλώσσα και τον πολιτισμό αλλά και στη συνείδηση. Άλλωστε, είναι γεγονός αναγνωρισμένο ότι σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς λαούς είχε αποτυπωθεί η σφραγίδα του ελληνισμού: εκκλησιαστική τους γλώσσα ήταν η ελληνική, όπως ελληνική επίσης ήταν η γλώσσα του εμπορίου και των διεθνών συναλλαγών. Μεγάλα κέντρα του ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Έφεσος, η Θεσσαλονίκη, που ενίσχυαν και μετέδιδαν συνεχώς τη λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Τους συνεκτικούς δεσμούς του κράτους που σφυρηλατούσε η ελληνική πνευματική ακτινοβολία ενίσχυσε κι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας: η Ορθοδοξία, όπως αυτή καθιερώθηκε μετά τό σχίσμα της Ανατολικής μέ τή Δυτική Εκκλησία.
Στό Βυζάντιο, τό οποίο πολλοί ιστορικοί, μεταξύ των οποίων καί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ονόμασαν «Ελληνική Αυτοκρατορία», η παιδεία βασιζόταν στόν Ομηρο, στόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη, ενώ υπήρχε περιφρόνηση γιά οτιδήποτε λατινικό, δεδομένου ότι τούς Φράγκους τούς αποκαλούσαν βαρβάρους. Ολοι φυσικά γνωρίζουμε ότι από τό όνομα Ρωμαίος προήλθε καί ο όρος «Ρωμηός», τόν οποίον χρησιμοποιούσαν οι προγόνοι μας καθόλη τή διάρκεια της τουρκοκρατίας, καθόλη τή διάρκεια του αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία μας καί ακόμα μέχρι τίς αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως στήν Μικρά Ασία. Η ελληνική συνείδηση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων παγιώθηκε κυρίως μετά τήν άλωση του 1204, όταν βρέθηκαν σέ ιδιαιτέρως δυσχερή θέση περικυκλωμένοι από εχθρικά διακείμενα αλλόφυλους, έχοντας χάσει εδάφη καί τήν ιερή γιά αυτούς «Θεοφύλακτη Πόλη».
Αγώνας κατά των Περσών και Ηράκλειος
Ο αγώνας των Βυζαντινών κατά των Περσών στη δεκαετία του 620 παίρνει εντελώς νέα τροπή, αφού τις ήττες του παρελθόντος διαδέχονται τώρα επικές επιτυχίες. Το κράτος ανορθώνεται και καταφέρνει συντριπτικό πλήγμα στον εχθρό, που ως τώρα ήταν υπέρτερος. Δεν είναι μικρή και η συμβολή της πανίσχυρης βυζαντινής Εκκλησίας στην επιτυχία αυτή. Για τον αγώνα εναντίον των απίστων έθεσε όλους τους θησαυρούς της στη διάθεση του πτωχευμένου κράτους. Ο πόλεμος άρχισε μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικής εξάρσεως, που ήταν άγνωστη σε προηγούμενες εποχές. Ήταν ο πρώτος χαρακτηριστικά μεσαιωνικός πόλεμος, πρόδρομος των κατοπινών σταυροφοριών. Ο αυτοκράτορας ανέλαβε προσωπικά την αρχηγία του στρατεύματος και ανέθεσε στον πατριάρχη Σέργιο και στον πατρίκιο Βώνο να διοικούν το κράτος στη θέση του ανήλικου γιου του όσο χρόνο θα απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη. Ακολούθησε δηλαδή και στο σημείο αυτό, όπως και σε άλλα θέματα, το παράδειγμα του αυτοκράτορα Μαυρικίου, που ηγήθηκε προσωπικά στην εκστρατεία εναντίον των Αβάρων. Η ενέργεια αυτή ήταν εντελώς ασυνήθιστη, και ο Ηράκλειος, όπως άλλοτε ο Μαυρίκιος, συνάντησε σοβαρή αντίδραση από την πλευρά των συμβούλων του, γιατί κανένας αυτοκράτορας από την εποχή του Θεοδοσίου Α' δεν είχε αναλάβει προσωπικά την ηγεσία του στρατού στις εκστρατείες.
Στην αρχή ο Ηράκλειος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το χαγάνο των Αβάρων (619), καταβάλλοντος ως τίμημα μεγάλα ποσά. Έτσι μπόρεσε να μεταφέρει στρατεύματα από την Ευρώπη στην Ανατολή. Τη Δευτέρα της Αναστάσεως, στις 5 Απριλίου 622, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη ύστερα από μια πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Διέβηκε στη Μικρά Ασία, όπου «επί τας των θεμάτων χώρας αφικόμενος, συνέλεγε τα στρατόπεδα και προσετίθει αυτοίς νέαν στρατείαν». Tό φθινόπωρο, ο αυτοκράτορας με επιδέξιους ελιγμούς πέτυχε να εισδύσει στην Αρμενία. Οι Πέρσες αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στις μικρασιατικές ορεινές διαβάσεις και να ακολουθήσουν τον βυζαντινό στρατό «κυνός δίκην σειραίς δεθέντος». Η σύγκρουση των δύο στρατειών, που έγινε στο αρμενικό έδαφος, τελείωσε με θριαμβευτική νίκη των Βυζαντινών. Ο πρώτος στόχος, δηλαδή η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους εχθρούς, είχε επιτευχθεί.
Στο μεταξύ οι Πέρσες πέρασαν στην αντεπίθεση και το 626 η Κωνσταντινούπολη δοκίμασε τον μεγαλύτερο κίνδυνο μιας διπλής επιθέσεως από τους Πέρσες και τους Αβάρους. Ο Ηράκλειος φοβόταν πάντοτε μια τέτοια επίθεση, και προσπαθούσε να την αποτρέψει με ταπεινωτικές παραχωρήσεις στο χαγάνο των Αβάρων. Επικεφαλής μιας μεγάλης στρατιάς ο Sahrbaraz πέρασε μέσα στη Μικρά Ασία, κυρίευσε τη Χαλκηδόνα και στρατοπέδευσε στον Βόσπορο. Στις 27 Ιουλίου 626, εμφανίσθηκε και ο χαγάνος των Αβάρων μπροστά στην Κωνσταντινούπολη με αναρίθμητα στίφη Αβάρων, Σλάβων, Βουλγάρων και Γεπιδών, και πολιόρκησε την πόλη από την ξηρά και τη θάλασσα. Ο πατριάρχης Σέργιος με κηρύγματα, ολονύχτιες ακολουθίες και κατανυκτικές λιτανείες μέ τήν εικόνα της Παναγίας του Ευαγγελιστή Λουκά, διατήρησε άγρυπνο τον θρησκευτικό ενθουσιασμό του πληθυσμού, και οι έμπειροι φρουροί αντέκρουσαν όλες τις επιθέσεις των εχθρών. Από τότε διασώζεται στή μνήμη της Ρωμιοσύνης ο Ακάθιστος Υμνος:
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια
Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια
Αναγράφω σοι η πόλις σου Θεοτόκε.
Αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον
Ινα κράζω σοι. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.»
αφιερωμένος στήν Θεοτόκο πού τη νύκτα της 7ης Αυγούστου του 626μΧ., έσωσε τήν "Βασιλεύουσα" από τίς ορδές των βαρβάρων, σηκώνοντας κύματα πού βούλιαξαν τά πλοία πού πολιορκούσαν τά τείχη της. Οι Άβαροι αναγκάσθηκαν να λύσουν την πολιορκία και να τραπούν σε άτακτη υποχώρηση. Η συντριβή τους είχε ως αποτέλεσμα να ναυαγήσουν και τα περσικά σχέδια. Ο Sahrbaraz εγκατέλειψε τη Χαλκηδόνα και υποχώρησε με τον στρατό του στη Συρία, ενώ ο δεύτερος στρατηγός των Περσών Sahin, δέχθηκε συντριπτική ήττα από τον αδελφό του αυτοκράτορα Θεόδωρο. Ο κίνδυνος είχε πλέον περάσει. Ο λαός πανηγυρίζοντας για τη σωτηρία, την οποία απέδωσε στην προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου, μαζεύτηκε στον ιερό Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και ακάθιστος έψαλλε αυτό τον ύμνο και «τα νικητήρια ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια».
Τον καιρό που η βυζαντινή πρωτεύουσα βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο ο Ηράκλειος είχε στρατοπεδεύσει στην απομακρυσμένη περιοχή της Λαζικής. Εδώ ήρθε σε επαφή με το κράτος των Χαζάρων, όπως είχε κάνει νωρίτερα και με τις φυλές του Καυκάσου. Από την εποχή αυτή χρονολογείται η συνεργασία Βυζαντινών και Χαζάρων, που με τον καιρό θα εξελιχθεί σε σπουδαίο στήριγμα της βυζαντινής ανατολικής πολιτικής. Τό Δεκέμβριο του 627, ο Ηράκλειος έφθασε μπροστά στη Νινευή. Στην άγρια μάχη που έγινε κρίθηκε οριστικά η έκβαση της τιτάνιας πάλης ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Πέρσες. Ο περσικός στρατός αφανίσθηκε κυριολεκτικά. Το Βυζάντιο κέρδισε τον πόλεμο. Η θριαμβευτική προέλαση των Βυζαντινών συνεχίσθηκε. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 628 έφθασαν στην Dastagerd, όπου ήταν το αγαπημένο ανάκτορο του Χοσρόη, ο οποίος έσπευσε να το εγκαταλείψει πανικόβλητος. Την άνοιξη του 628 συνέβησαν μέσα στην περσική αυτοκρατορία σημαντικά γεγονότα, τα οποία έκαναν περιττή τη συνέχιση του αγώνα. Ο Χοσρόης ανατράπηκε και δολοφονήθηκε, και τον θρόνο κατέλαβε ο γιος του Καβάδης - Σιρόης, ο οποίος υπέγραψε αμέσως συνθήκη ειρήνης με τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα της μεγάλης νίκης των Βυζαντινών και της συντριβής του περσικού κράτους ήταν η ανάκτηση όλων των εδαφών, που ανήκαν άλλοτε στο βυζαντινό κράτος. Η Αρμενία, η Μεσοποταμία, η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος αποδόθηκαν στην αυτοκρατορία. Μερικούς μήνες αργότερα ο ετοιμοθάνατος Σιρόης ανέθεσε στον βυζαντινό αυτοκράτορα την κηδεμονία του γιου του. Ο Χοσρόης Β' είχε κάποτε αποκαλέσει τον αυτοκράτορα δούλο του τώρα αντιστράφηκαν οι όροι και ο Σιρόης ονόμασε τον γιο και διάδοχο του θρόνου του δούλο του βυζαντινού ηγεμόνα .
Μετά από απουσία έξη χρόνων ο Ηράκλειος, ο πρώτος σταυροφόρος, επέστρεψε στην πρωτεύουσά του. Ο γιος του Κωνσταντίνος, ο πατριάρχης Σέργιος, ο κλήρος, η σύγκλητος και ο λαός υποδέχθηκαν τον αυτοκράτορα στη μικρασιατική παραλία, στην Ιέρεια, ως τον ένδοξο νικητή των εχθρών του Χριστού με κλαδιά ελιάς και αναμμένες λαμπάδες, με νικητήριες επευφημίες και εκκλησιαστικούς ύμνους. Ενώ οι Πέρσες εκκένωναν τις ρωμαϊκές επαρχίες, ο Ηράκλειος αναχώρησε την άνοιξη του 630 για την Ιερουσαλήμ. Εδώ στις 21 Μαρτίου αναστήλωσε κάτω από τις ιαχές του πλήθους τον Τίμιο Σταυρό, που είχε ανακτήσει από τους Πέρσες. Η πανηγυρική αυτή πράξη συμβόλιζε τη νικηφόρα έκβαση του πρώτου μεγάλου θρησκευτικού πολέμου της χριστιανοσύνης.
Η εποχή του Ηρακλείου αποτελεί ορόσημο για την ανατολική αυτοκρατορία όχι μόνο στον πολιτικό αλλά και στον πολιτιστικό χώρο. Τελειώνει η ρωμαϊκή και εγκαινιάζεται η ελληνική ή γραικική εποχή στην κυριολεκτική της σημασία. Η έμφαση του ελληνικού στοιχείου και η μεγάλη επιρροή της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής δίνουν στην αυτοκρατορία μια νέα όψη. Ο Ηράκλειος καθιέρωσε την Ελληνική ως την επίσημη γλώσσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η γλώσσα του λαού και της Εκκλησίας έγινε τώρα και γλώσσα του κράτους. Η επικράτηση της Ελληνικής που είχε συγκρατηθεί με μέσα τεχνητά, εξαπλώθηκε με γρήγορο ρυθμό, με αποτέλεσμα η γνώση της Λατινικής να είναι στις αμέσως επόμενες γενεές φαινόμενο σπάνιο, ακόμη και στους κύκλους των λογίων Βυζαντινών.
Εγκυκλοπαίδεια Δομή
ΙΣΤΟΡΙΑ TOY ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - GEORG OSTROGORSKY
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Πολη και το Βυζάντιο, όχι μόνο δεν
υπήρξαν "ελληνικά",
αλλά βαθύτατα ανθελληνικά.
Σφαγές (γενοκτονίες) στον ελλαδικό χώρο,
απαγόρευση της εθνικής μας θρησκείας,
κλείσιμο φολοσοφικών σχολών,
απαγόρευση ολυμπιακών αγώνων, εορτών,
κατάργηση δημοκρατικού πολιτεύματος,
συστηματική καταστροφή μνημείων πολιτισμού.
Το ΜΟΝΟ ελληνικό είναι η ελληνική γλώσσα,
επειδή ήταν η επικρατέστερη (όπως η αγγλική σήμερα).
Ο Μ. Κωνσταντίνος ηταν λατίνος,
το όνομά του ήταν λατινικό (Κονστάντιο που σημαίνει σταθερός)
και ΔΕΝ ομιλούσε ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΑ!
Ο Ηράκλειος δε ήταν από την Καππαδοκία, περιοχή με πολυεθνική πληθυσμιακή σύνθεση.