Όταν στις 27 Απριλίου του 1941 τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής μπήκαν στην σκλαβωμένη ανοχύρωτη Αθήνα, μια δύναμη κατακτητών ανέβηκε στον ιερό βράχο του Παρθενώνα. Αποστολή της ήταν να κατεβάσει την Ελληνική σημαία και στην θέση της να υψώσει την μισητή Γερμανική σημαία.
Το σύμβολο της Ελληνικής ελευθερίας φύλαγε, – τιμητικός παραστάτης – ένας Έλληνας φαντάρος. Ο Πόντιος στην καταγωγή Κωνσταντίνος Κουκίδης.
Η τότε Ελληνική στρατιωτική διοίκηση είτε τον είχε ξεχάσει, μέσα στην γενική διάλυση που ακολούθησε την κατάρρευση του μετώπου, είτε τον είχε αφήσει σκόπιμα χωρίς διαταγές, έρμαιο των σκληρών ωρών που κύλαγαν, αντιμέτωπο με την μοίρα του και τον Θεό, με μόνο κριτή και ανώτερό του, την δική του συνείδηση “τοις κείνων ρήμασιν πειθόμενον”.
Ο απλός αυτός φαντάρος, όταν στις 8:45 το πρωί έφθασαν μπροστά του οι κατακτητές της χώρας μας και με το δάκτυλο στην σκανδάλη των πολυβόλων τους, τον διέταξαν να κατεβάσει το Εθνικό μας σύμβολο, δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Δεν πρόδωσε την τρικυμία της ψυχής του. Ψυχρός, άτεγκτος και αποφασισμένος.. απλά αρνήθηκε! Οι ώρες της περισυλλογής, που μόνος του είχε περάσει δίπλα στην σημαία, τον είχαν οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση.
“ΟΧΙ”! Αυτό μονάχα πρόφερε και τίποτε άλλο. Μια απλή λέξη, με πόση όμως τεράστια σημασία και αξία. Η Ελληνική μεγαλοσύνη σε όλη την απλή μεγαλοπρέπειά της κλεισμένη μέσα σε δύο συλλαβές! Ξέρουν απ’ αυτά οι Έλληνες….
Οι Γερμανοί το περίμεναν… Είχαν λοιπόν προσχεδιάσει τις κινήσεις τους.
Μια ξερή διαταγή του επικεφαλής τους έκανε έναν στρατιώτη να κινηθεί. Ενώ οι συνάδελφοί του κρατούσαν ακίνητο τον Έλληνα, μπροστά στις κάννες των πολυβόλων και των περιστρόφων τους. Ο Ναζί έκανε αυτός κανονική υποστολή του συμβόλου της Ελληνικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας, την δίπλωσε προσεκτικά με σεβασμό και, σαν εκδήλωση φιλίας κι εκτίμησης (έτσι είχε αποφασίσει η προπαγάνδα τους), την παρέδωσε στον Έλληνα….
Ατάραχα με μια βαθιά αποφασιστικότητα χαραγμένη στο πρόσωπό του την πήρε το παλληκάρι. Δεν είχε που να την παραδώσει, ούτε σκόπευε να το κάνει. Τυλίχτηκε λοιπόν μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των Γερμανών, που μαρμαρωμένοι από το αναπάντεχο, δεν πρόλαβαν ν’ αντιδράσουν, προχώρησε, ως την άκρη του βράχου.. Από εκεί, έχοντας την Ελληνική σημαία σάβανο ιερό, πάνω στο κορμί και βάλσαμο στην πληγωμένη του καρδιά, πήδησε στο κενό και κομματιάστηκε στα σκληρά ριζόβραχα του Ιερού Βράχου.
“Ου καταισχυνώ
όπλα τα ιερά,
ουδ’ εγκαταλείψω
τον Παραστάτη
ότω αν στοιχήσω”.
Τραγούδησαν εκείνη την στιγμή, μαζί με την ψυχή του Κωνσταντίνου Κουκίδη και εκατομμύρια αιωνίων Ελληνικών ψυχών.
Ήταν οι ψυχές εκείνων που από την βαθιά αρχαιότητα, αυτόβουλα κι ευσυνείδητα, είχαν κατά καιρούς θυσιαστεί για την Ελληνική Ελευθερία.
Ήταν οι ψυχές που άψογα συνταγμένες περήλαυναν στον Αττικό αιθέρα, μπροστά από τα δακρυσμένα για τη νέα θυσία μάτια των Καρυάτιδων.
Άλλα μάτια δεν υπήρχαν να τον δουν και η θυσία του νέου ήρωα, θ’ αργούσε πολύ να μαθευτεί στους σκλαβωμένους Έλληνες.
Σημαιοφόρο στην παρέλασή τους οι ψυχές αυτές, είχαν την ψυχή του Κωνσταντίνου Κουκίδη. Του Έλληνα στρατιώτη από τον Πόντο, που με τον τρόπο του θανάτου του, έγινε κήρυκας και σημαιοφόρος της Ελληνικής Αντίστασης.
Η θυσία του όμως είχε ένα άμεσο αποτέλεσμα.
Με διαταγή της Γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης, αποφασίστηκε αμέσως, όπως τόσο στον βράχο της Ακρόπολης, όσο και στο Δημαρχείο της Αθήνας, ν’ ανεμίζει ελεύθερα η γαλανόλευκη, έστω και δίπλα στο μισητό σύμβολο της κατάκτησης. Και σε λίγο το μέτρο αυτό επεκτάθηκε σε όλα τα Ελληνικά δημόσια κτήρια!
Αυτό ίσχυσε σ’ όλη την διάρκεια της κατοχής και μόνον στην Ελλάδα!
Χάρη λοιπόν στη θυσία του Κωνσταντίνου Κουκίδη, η Ελληνική σημαία παρέμεινε στην Ακρόπολη, αιώνιος φρουρός της, για να θυμίζει στην εχθρική σημαία της κατοχής, πως εκείνη ήταν προσωρινή και πως αν τα χώματα είχαν σκλαβωθεί, οι ψυχές, οι άνθρωποι κι η ιστορία ήταν ελεύθερα και ήταν Ελληνικά.
Σ’ αυτόν τον αιώνιο φρουρό του Παρθενώνα, τον περιφρονημένο σήμερα ήρωα, που τ’ όνομά του ούτε καν αναφέρθηκε στις 18 Οκτώμβρη του 1944, όταν η Ελληνική σημαία υψώθηκε και πάλι μόνη, τελείως ελεύθερη στην Ακρόπολη, στον Έλληνα αυτόν φαντάρο, που ούτε καν μνημονεύεται στην γιορτή της απελευθέρωσης της Αθήνας κάθε 18 του Οκτώβρη, σ’ αυτό το παλληκάρι που όχι μόνον άγαλμά του δεν υπάρχει πουθενά, αλλά ούτε ένας Ελληνικός δρόμος που να φέρει το όνομά του, ο τόσο πρόωρα (21 ετών) χαμένος ποιητής Βασίλης Κουρής, έχει αφιερώσει το παρακάτω ποίημα:
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΦΡΟΥΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
Στων μακάρων όπου περιδιαβαίνεις, τα νησιά,
είθε του απόλλωνα να σ’ ευφραίν’ η λύρα,
ανδρείε στρατιώτη.
Ωραίο να πεθαίνεις για την πατρίδα.
και σάβανό σου τη σημαία
στο κορμί σου τυλιγμένη νάχεις,
- ωραίο είναι.
Τρόπαια ένδοξα στη μνήμη σου δε στήθηκαν,
ουδέ αγάλματά σου.
Μα των Καρυάτιδων το δάκρυ
το μνήμα σου εις αεί θ’ αδαμαντοστολίζει
και ασπασμό στο μέτωπό σου θ’ αποθέτουν
για την ημέρα εκείνη,
που του βαρβάρου το ατσάλι
της Παλλάδος καταπάτησε την πόλη,
και συ,
την γαλανόλευκη σφραγίζοντας με το φιλί σου,
στους ώμους ετύλιξες
κι από τον βράχο το άλμα έκανες προς την αθανασία,
τοις κείνων ρήμασιν πειθόμενος.
Δημήτρης Λαζογιώργος – Ελληνικός
ΕΛΛΑΣ
Σχόλιο Πελασγού : ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ!ΖΗΤΩ Η ΗΡΩΙΚΗ ΕΛΛΑΣ!
ΔΕΝ ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΥΤΟΥ ΗΡΩΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΠΡΗΞΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΑΠΑΤΕΩΝΑ ΓΛΕΖΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΣΗΜΑΔΙ ΠΑΡΑΚΜΗΣ, ΓΙΑ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ. ΚΑΙ ΜΥΑΛΟ ΔΕΝ ΒΑΖΟΥΝ. ΑΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΗΡΩΑΣ Κ. ΚΟΥΚΙΔΗΣ!
ΑπάντησηΔιαγραφή