Μπορείτε να μας βρείτε σε ένα ιστολόγιο για την ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ...ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ 2 και ένα ιστολόγιο για την ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ...ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ 3.Με τιμή,
Πελασγός και συνεργάτες


ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ : Η "ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ" ΠΕΡΝΑΕΙ ΣΕ ΦΑΣΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. ΜΕΙΝΕΤΕ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΙ.. ΣΥΝΤΟΜΑ...


«Το Γένος ποτέ δεν υποτάχθηκε στο Σουλτάνο! Είχε πάντα το Βασιλιά του, το στρατό του, το κάστρο του. Βασιλιάς του ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, στρατός του οι Αρματωλοί και κλέφτες, κάστρα του η Μάνη και το Σούλι»

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Το παράπονο του μπάρμπα Θεόδωρου..!

Της Κατερίνας Βοτζάκη



Χρόνοι πολλοί έχουνε περάσει από τότες, κι” όμως στο χωριό, ακόμα μέχρι σήμερο, έχουμε την αθιβολή του…
Για τον μπάρμπα Θοδωρή θα σας μιλήσω, οικογενειάρχης άθρωπος από τον Άη Γιώργη, με τη γυναίκα του τη Μηλιά, Αιμιλία ήτανε βαφτισμένη, μα εκείνος Μηλιά τηνε φώναζε. Νοικοκύρης ήτονε, μεγάλη περιουσία, είχενε πολλά ζωντανά και μεγάλο σπίτι, με ανώγεια και κατώγια. Πρώτος στο χωριό και με πολλούς εργάτες στη δούλεψη του. Είχε και μια φάμπρικα, ένα μύλο που πηγαίνανε ούλοι στο χωριό τσ” ελιές τονε και τσ΄αλέθανε, για να βγάλουνε το λάδι τους και έπαιρνε και αυτός το μερτικό ντου, τα αλεστικά. Ούλα καλά του πηγαίνανε, μα δούλευε κι” αυτός από τη μια νύχτα ως την άλλη. Εγώ τα θυμούμαι ούλα “τουτα “να, έχω πολλές εικόνες στο μυαλό μου από τότες. Ο μύλος είναι, σύνορο με το σόχωρο μας, είχε μαι μεγάλη παραθύρα από τη μεριά μας και όταν είμασταν μικιά κοπελάκια, πηγαίναμε απόξω από την παραθύρα και ξανοίγαμε το μουλάρι, που το είχενε ζεμένο και γύριζε γύρου, γύρου τσι μυλόπετρες για να αλεστούνε οι ελιές..
Θυμούμαι καλά τον μπάρμπα Θοδωρή, που φορούσε μια μεγάλη βρακούλα και τον φοβόμουν λίγο και όταν τον έβλεπα κρυβόμουν.
Πολλές φορές  ρωτούσα τη μάνα μου, γιάντα φορεί αυτός τέθοιο πατελόνι, κι” εκείνη γελούσε και μου “λεγε, εκειά μέσα βάνει τα κοπέλια που δεν τρώνε το φαί ντονε και όσα δεν ακούνε…Ο μπάρμπα Θοδωρής το λοιπόν, μαζί με τη γυναίκα ντου, τη θειά Μηλιά, είχανε κάμει μια μεγάλη φαμελιά, δυό γιούς και έξη κόρες.
Ούλοι τους ήτονε πολίύ εργατικοί και τίμιοι αθρώποι. Μια μέρα, ξαφνικά ακούστηκε πως εχάθηκε  ο ένας τονε γιός, παλληκάρι δεκαοχτώ χρονώ. Πολλές ημέρες τονε γυρεύανε, με πολύ πόνο ψυχής και αγωνία. Τελικά τονε βρήκανε σ” ένα ποταμό, πνιγμένο. Κιανείς δεν έμαθε ποτές το λόγο. Πολλά ακουστήκανε  μα πράμα δεν ήτανε βέβαιο…
Μεγάλο πένθος και στενοχώρια έπεσε σε ούλο το χωριό, μα ο καημός τσι μάνας και του πατέρα ήτονε αβάσταχτος. Η ζωή όμως και με τα καλά και τα κακά τζη, συνεχίζεται…
Ο καιρός περνούσε και οι κοπελιές γενίκανε  γυναίκες τσι παντρειάς, καλές κοπελιές και περιζήτητες νυφάδες, ούλες καλοπαντρευτήκανε. Ο πατέρας τους
έδωσε και περιουσία και σπίτι τσι καθεμιάς, μετρητά λεφτά, καλά έπιπλα και πολλά προυκιά που είχανε φτιάξει με τα χεράκια τους.
Στην πλια μικρή, στην Ελένη, ήθελε να πάρει ακόμη μια ραπτομηχανή, αφού είχε πάρει σε ούλες, έπρεπε να πάρει και σ΄αυτή. Ο γαμπρός, όμως βιαζότανε να γίνει ο γάμος και αφήκανε τη μηχανή να την πάρουν αργότερα. Πέρασε ένας χρόνος και δεν  την είχανε πάρει ακόμα και ο γαμπρός άρχισε να κάνει μούτρα και δεν άφηνε την Ελένη να πάει να δει τσι γονέους τσι, που είχανε μείνει, μοναχοί στο σπίτι, μαζί με τον ένα γιο που τους είχε απομείνει, δεν είχε παντρευτεί ακόμη,
μιάς και έπρεπε να παντρέψει πρώτα τσι αδερφές του. Έτσι “δα μια μέρα εδώσανε παραγγελιά στο Ρέθεμνος, στου Σίνκερ, να πάνε μια ραπτομηχανή στο σπίτι τση κόρης τονε, τση Ελένης. Τα χρόνια επερνούσανε και οι γέροι γονέοι δεν έφτανε που είχανε τον καημό για το χαμό του κοπελιού τους πριν από χρόνια, εδά είχανε άλλο ένα, που δε θωρούνε τη μικρή τους κοπελιά και ο πονεμένος πατέρας όλο έλεγε: Ας είχα ιδώ την Ελένη μου  μια βολά και ας έκλεινα τα μάθια μου την ίδια ώρα…
Μια μέρα μετά από καιρό αφού είχε πάει η μηχανή στο σπίτι της Ελένης, την άφησε ο άντρας τση να “ρθει να δει τσι γονέους τση. Ένα απόγευμα με το λεοφωρείο τση
γραμμής, έφτασε στο χωριό, η Ελένη με τα δυό τση παιδιά, που για πρώτη φορά θα βλέπανε τον παππού και τη γιαγιά τους.
Μεγάλη χαρά επήρανε ούλοι μικιοί, μεγάλοι, και οι χωριανοί χαρήκαμε ούλοι.
Ούλο το βράδυ η μάνα με την κόρη λέγανε τα δικά τους και ο παππούς με τα εγγόνια, περάσανε καλά.
Την άλλη μέρα, εκειά κατά το μεσημέρι, ακούστηκε να χτυπά νεκρικά η καμπάνα του χωριού.
Ποιος να πόθανε άραγες, είπαμε..
Μα ποιος άλλος; Ο μπάρμπα Θοδωρής, ετσά όπως το είχε μελετήσει… Ας δω την Ελένη μου και ας ποθάνω….
Μετά από ένα χρόνο επόθανε και η θειά Μηλιά. Ο γιος άργησε να παντρευτεί, έφτασε τα πενήντα και έκαμε ένα μόνο κοπέλι, το Θοδωράκι..

Αληθινή ιστορία όπως μου την αφηγήθηκε η Δήμητρα Γλυνιαδάκη.

http://rethemnosnews.gr/2012/04/%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%80%CE%BF%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%81%CE%BC%CF%80%CE%B1-%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%AE/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου