Του Χρήστου Μηνάγια
Ενώ συνεχίζεται η αστάθεια στη Μέση Ανατολή με τις συγκρούσεις σουνιτών-σιιτών και την αντιπαράθεση του ήπιου με το ριζοσπαστικό Ισλάμ, η φιλελεύθερη μεσαία τάξη της Τουρκίας, που ξεπερνά το 50 % της κοινωνίας, υποστηρίζει την έννοια της «μουσουλμανικής δημοκρατίας» και θα αντιδράσει δυναμικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια νομιμοποίησης κάθε συντηρητικής πολιτικής που θα περιορίζει τις ελευθερίες και θα παρεμβαίνει στον τρόπο ζωής των πολιτών.
Επομένως η Τουρκία βρίσκεται ενώπιον δύο επιλογών: είτε θα ιδρυθεί μια φιλελεύθερη και πλουραλιστική δημοκρατία, είτε θα επικρατήσει ο ισλαμιστικός αυταρχισμός και η χώρα θα βρίσκεται σε μια διαρκή αστάθεια.
Η οικονομική πρόοδος είχε ως αποτέλεσμα την αστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με τη διαρκή και συστηματική συσσώρευση των Τούρκων πολιτών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Φυσικά, το γεγονός αυτό συνετέλεσε αφενός στην αποδοχή της αστικής κουλτούρας και του αστικού τρόπου σκέψης, αφετέρου στην απαίτηση του κόσμου για περισσότερη δημοκρατία. Όμως, οι τελευταίες εξελίξεις κατέδειξαν ότι η οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο δεν ενίσχυσε τη δημοκρατία στη χώρα, αντιθέτως οι επιτυχίες στην οικονομία ενίσχυσαν περισσότερο την αυταρχικότητα του Ερντογάν.
Συνακόλουθα δε, τόσο η επιχείρηση που έγινε κατά της οργάνωσης Εrgenekon, όσο και οι δίκες που ακολούθησαν δεν περιορίσθηκαν σε καθεαυτού νομικά πλαίσια και δεν συνδράμουν στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Συνεπώς, αυτό εκλήφθηκε από μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας ως μια σύγκρουση πολιτικών σκοπιμοτήτων του Ταγίπ Ερντογάν και του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν από τη μια πλευρά και των αντιπάλων τους κεμαλιστών στρατιωτικών, πολιτικών, δημοσιογράφων και μη κυβερνητικών οργανώσεων από την άλλη.
Όταν ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία απέφυγε την οριστική ρήξη με τους κεμαλιστές στρατηγούς και επεδίωξε τη βήμα προς βήμα συνδιαλλαγή μαζί τους, κερδίζοντας χρόνο και ενδυναμώνοντας παράλληλα την επιρροή και τη διείσδυσή του κόμματός του στους υπόλοιπους κρατικούς φορείς. Στο εγχείρημα αυτό, σημαντική ήταν η συμβολή της «ασύμμετρης συμμαχίας» Ερντογάν-κίνημα Γκιουλέν, η οποία μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2011 τείνει να μετατραπεί σε μια «ασύμμετρη σύγκρουση».
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, ο Τούρκος πρωθυπουργός αφού απέκτησε τα προσδοκώμενα οφέλη άρχισε να επανακαθορίζει τις ισορροπίες εξουσίας της «Νέας Τουρκίας» και δεν προτίθεται να ικανοποιήσει το αίτημα του Γκιουλέν ώστε, οι 150 από τους βουλευτές του ΑΚΡ να ανήκουν στην cemaat (σ.σ. θρησκευτική κοινότητα) του εν λόγω ιμάμη. Υπόψη ότι σύμφωνα με αναφορά της ΜΙΤ, στο επιτελείο της cemaat του Γκιουλέν υπάρχουν 4 πολιτικοί, 5 στρατιωτικοί, 173 αστυνομικοί και 23 στελέχη της ΜΙΤ. Αναφορικά δε, με τα περιουσιακά της στοιχεία, αυτά ανέρχονται σε 150 δισεκατομμύρια δολάρια και υποστηρίζεται από 65 μεγάλους ομίλους που διαθέτουν συνολικά 700 εταιρείες.
Επίσης, μια άλλη αιτία της σύγκρουσης αυτής εστιάζεται στη σχέση θρησκείας-κράτους και συγκεκριμένα στον έλεγχο της κοινωνίας από τον κρατικό μηχανισμό μέσω της θρησκείας. Συνεπώς, αποκαλύπτονται τα στοιχεία ενός νέου «πολιτιστικού πολέμου» και πολιτικών παρεμβάσεων, όπου οι αντιλήψεις περί τουρκισμού (Türklük), Ισλάμ (Islamiyet), εξευρωπαϊσμού (Batıcılıκ), εθνικισμού και σχέσης θρησκείας-κράτους πιθανόν να τεθούν υπό επαναξιολόγηση. Φυσικά αυτό δεν είναι καινοφανές για τα τουρκικά δεδομένα, καθότι για 2,5 αιώνες περίπου οι Τούρκοι βρίσκονται σε μια διαρκή αναζήτηση της πολιτιστικής ταυτότητάς τους, μέσω διαφόρων θεωριών, τάσεων και ιδεολογιών με κυριότερη αυτή του τουρκο-ισλαμισμού που ξεκίνησε το 1980 και αφορά στην ανάδειξη του τουρκισμού μέσω του Ισλάμ.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με έκθεση των τουρκικών υπηρεσιών ασφαλείας, για τους επόμενους μήνες σχεδιάζονται αναταραχές στη χώρα, παρόμοιες με αυτές στο πάρκο Gezi της πλατείας Ταξίμ, προκειμένου να υπάρξει αστάθεια και χάος. Όπως γίνεται κατανοητό, μετά την εμφάνιση του φαινομένου Gezi, διότι περί φαινομένου πρόκειται, το κυριότερο πρόβλημα του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ δεν είναι πλέον η διεύρυνση του δημοκρατικού επιπέδου της χώρας, αλλά η εξασφάλιση της παραμονής του στην εξουσία.
Πηγή1
Πηγή2
Ενώ συνεχίζεται η αστάθεια στη Μέση Ανατολή με τις συγκρούσεις σουνιτών-σιιτών και την αντιπαράθεση του ήπιου με το ριζοσπαστικό Ισλάμ, η φιλελεύθερη μεσαία τάξη της Τουρκίας, που ξεπερνά το 50 % της κοινωνίας, υποστηρίζει την έννοια της «μουσουλμανικής δημοκρατίας» και θα αντιδράσει δυναμικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια νομιμοποίησης κάθε συντηρητικής πολιτικής που θα περιορίζει τις ελευθερίες και θα παρεμβαίνει στον τρόπο ζωής των πολιτών.
Επομένως η Τουρκία βρίσκεται ενώπιον δύο επιλογών: είτε θα ιδρυθεί μια φιλελεύθερη και πλουραλιστική δημοκρατία, είτε θα επικρατήσει ο ισλαμιστικός αυταρχισμός και η χώρα θα βρίσκεται σε μια διαρκή αστάθεια.
Η οικονομική πρόοδος είχε ως αποτέλεσμα την αστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με τη διαρκή και συστηματική συσσώρευση των Τούρκων πολιτών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Φυσικά, το γεγονός αυτό συνετέλεσε αφενός στην αποδοχή της αστικής κουλτούρας και του αστικού τρόπου σκέψης, αφετέρου στην απαίτηση του κόσμου για περισσότερη δημοκρατία. Όμως, οι τελευταίες εξελίξεις κατέδειξαν ότι η οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο δεν ενίσχυσε τη δημοκρατία στη χώρα, αντιθέτως οι επιτυχίες στην οικονομία ενίσχυσαν περισσότερο την αυταρχικότητα του Ερντογάν.
Συνακόλουθα δε, τόσο η επιχείρηση που έγινε κατά της οργάνωσης Εrgenekon, όσο και οι δίκες που ακολούθησαν δεν περιορίσθηκαν σε καθεαυτού νομικά πλαίσια και δεν συνδράμουν στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Συνεπώς, αυτό εκλήφθηκε από μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας ως μια σύγκρουση πολιτικών σκοπιμοτήτων του Ταγίπ Ερντογάν και του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν από τη μια πλευρά και των αντιπάλων τους κεμαλιστών στρατιωτικών, πολιτικών, δημοσιογράφων και μη κυβερνητικών οργανώσεων από την άλλη.
Όταν ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία απέφυγε την οριστική ρήξη με τους κεμαλιστές στρατηγούς και επεδίωξε τη βήμα προς βήμα συνδιαλλαγή μαζί τους, κερδίζοντας χρόνο και ενδυναμώνοντας παράλληλα την επιρροή και τη διείσδυσή του κόμματός του στους υπόλοιπους κρατικούς φορείς. Στο εγχείρημα αυτό, σημαντική ήταν η συμβολή της «ασύμμετρης συμμαχίας» Ερντογάν-κίνημα Γκιουλέν, η οποία μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2011 τείνει να μετατραπεί σε μια «ασύμμετρη σύγκρουση».
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, ο Τούρκος πρωθυπουργός αφού απέκτησε τα προσδοκώμενα οφέλη άρχισε να επανακαθορίζει τις ισορροπίες εξουσίας της «Νέας Τουρκίας» και δεν προτίθεται να ικανοποιήσει το αίτημα του Γκιουλέν ώστε, οι 150 από τους βουλευτές του ΑΚΡ να ανήκουν στην cemaat (σ.σ. θρησκευτική κοινότητα) του εν λόγω ιμάμη. Υπόψη ότι σύμφωνα με αναφορά της ΜΙΤ, στο επιτελείο της cemaat του Γκιουλέν υπάρχουν 4 πολιτικοί, 5 στρατιωτικοί, 173 αστυνομικοί και 23 στελέχη της ΜΙΤ. Αναφορικά δε, με τα περιουσιακά της στοιχεία, αυτά ανέρχονται σε 150 δισεκατομμύρια δολάρια και υποστηρίζεται από 65 μεγάλους ομίλους που διαθέτουν συνολικά 700 εταιρείες.
Επίσης, μια άλλη αιτία της σύγκρουσης αυτής εστιάζεται στη σχέση θρησκείας-κράτους και συγκεκριμένα στον έλεγχο της κοινωνίας από τον κρατικό μηχανισμό μέσω της θρησκείας. Συνεπώς, αποκαλύπτονται τα στοιχεία ενός νέου «πολιτιστικού πολέμου» και πολιτικών παρεμβάσεων, όπου οι αντιλήψεις περί τουρκισμού (Türklük), Ισλάμ (Islamiyet), εξευρωπαϊσμού (Batıcılıκ), εθνικισμού και σχέσης θρησκείας-κράτους πιθανόν να τεθούν υπό επαναξιολόγηση. Φυσικά αυτό δεν είναι καινοφανές για τα τουρκικά δεδομένα, καθότι για 2,5 αιώνες περίπου οι Τούρκοι βρίσκονται σε μια διαρκή αναζήτηση της πολιτιστικής ταυτότητάς τους, μέσω διαφόρων θεωριών, τάσεων και ιδεολογιών με κυριότερη αυτή του τουρκο-ισλαμισμού που ξεκίνησε το 1980 και αφορά στην ανάδειξη του τουρκισμού μέσω του Ισλάμ.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με έκθεση των τουρκικών υπηρεσιών ασφαλείας, για τους επόμενους μήνες σχεδιάζονται αναταραχές στη χώρα, παρόμοιες με αυτές στο πάρκο Gezi της πλατείας Ταξίμ, προκειμένου να υπάρξει αστάθεια και χάος. Όπως γίνεται κατανοητό, μετά την εμφάνιση του φαινομένου Gezi, διότι περί φαινομένου πρόκειται, το κυριότερο πρόβλημα του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ δεν είναι πλέον η διεύρυνση του δημοκρατικού επιπέδου της χώρας, αλλά η εξασφάλιση της παραμονής του στην εξουσία.
Πηγή1
Πηγή2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου