Οι υπό εξέγερση Έλληνες διέθεταν ασθενέστατες δυνάμεις, και παρά την οθωμανική στρατιωτική παρακμή δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τις δυνάμεις του σουλτάνου.
Τον πυρήνα των δυνάμεων της ξηράς αποτελούσαν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Τα όπλα των πολεμιστών της επανάστασης ήταν ποικίλα, με συνηθέστερο αυτό με τον πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα), το οποίο είχε κοντή κάννη. Η τακτική του στρατού διέφερε από αυτή των ευρωπαϊκών στρατευμάτων.
Όταν πλησίαζε ο εχθρός, οι κλέφτες σκόρπιζαν και καθένας αναζητούσε κρυψώνα ή θάμνο ή βράχο ή τόπο κατάλληλο για ενέδρα, απ’ όπου πυροβολούσε κατά των Τούρκων.
Όπου έμεναν πολλοί, κατασκεύαζαν οχυρώματα σε σχήμα μισοφέγγαρου, τα ταμπούρια, καλύπτονταν πίσω τους και εκτόξευαν αιφνιδιαστικά πυρά κατά του εχθρού.
Κατά του πανίσχυρου εχθρικού στόλου, οι Έλληνες διέθεταν τα εμπορικά πλοία, τους πάρωνες, της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, τα οποία ήταν εξοπλισμένα με τηλεβόλα.
Οι Έλληνες ναυτικοί, όμως, αφενός υπερείχαν ασύγκριτα έναντι των Τούρκων, αφετέρου αξιοποιούσαν τα πυρπολικά, τα οποία στα χέρια τους ήταν επικίνδυνα όπλα, αφού προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές και τρομοκρατούσαν τον εχθρικό στόλο.
Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο
Η Πύλη, η οποία υποπτευόταν κάποια επαναστατική κίνηση στην Πελοπόννησο, έστειλε το Νοέμβριο του 1820 σαν διοικητή της τον πρώην Μέγα Βεζίρη, Μεχμέτ Χουρσίτ, άνδρα μεγαλοπρεπή και επιβλητικό. Αυτός, τον Ιανουάριο του 1821, επειδή θεώρησε αβάσιμες τις διαδόσεις εξεστράτευσε στην Ήπειρο εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Άφησε στην Τρίπολη, έδρα του διοικητού της Πελοποννήσου, το πολυπληθές χαρέμι και τους θησαυρούς του, αφού ενίσχυσε την φρουρά της με 1.000 στρατιώτες. Έτσι, απογυμνώθηκε η περιοχή από τις αξιόμαχες τουρκικές δυνάμεις.
Οι Τούρκοι ταράχθηκαν περισσότερο, όταν έμαθαν την άφιξη, τον Ιανουάριο, του περιβόητου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Μάνη, ο οποίος ήταν από πολύ καιρό φυγάς και καταδιωκόταν, μέχρι θανάτου, από τους Τούρκους.
Η κήρυξη του κινήματος στις παραδουνάβιες χώρες, η ζωηρότατη κίνηση των φιλικών σε όλη την Ελλάδα, η επάνοδος του Κολοκοτρώνη και άλλων εξόριστων, ανάγκασαν τους Τούρκους να λάβουν προληπτικά μέτρα.
Έτσι, κάλεσαν στην Τρίπολη, με πρόσχημα την ετήσια συνέλευση, τους προκρίτους (κοτζαμπάσηδες) και τους αρχιερείς. Σκοπός τους ήταν να τους κρατήσουν ομήρους, αλλά πολλοί από αυτούς αρνήθηκαν να μεταβούν. Όσοι πήγαν κρατήθηκαν όμηροι και θανατώθηκαν στα μπουντρούμια, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση.
Δόθηκε, τότε, εντολή να επισπευσθούν οι διαδικασίες για την εκδήλωση του κινήματος. Μετά από κάποιες επιθέσεις και μικροσυμπλοκές ξέσπασε η, μέχρι εκείνη τη στιγμή, συγκρατημένη ορμή και την 21η Μαρτίου 1821 ο χριστιανικός πληθυσμός εξεγέρθηκε ένοπλα και σαν ένας άνθρωπος επέπεσε με πάθος, συγκρατημένο για αιώνες, κατά των Τούρκων. Μέσα στο δεκαήμερο 15 - 25 Μαρτίου, η Επανάσταση ξέσπασε σε διαφορετικά σημεία της Πελοποννήσου. Το σύνθημα ήταν: «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, μήτε στον κόσμο όλον».
Την 25η Μαρτίου, οι πρόκριτοι της Αχαΐας παρακολούθησαν στην Μονή της Αγίας Λαύρας τη Θεία Λειτουργία, κατά την οποία ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε και ύψωσε σαν Σημαία της Επανάστασης το περίφημο Λάβαρο, το οποίο παρίστανε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Στη συνέχεια ξεχύθηκαν στην επαρχία Καλαβρύτων, για να διαδώσουν το σύνθημα της εξέγερσης.
Παράλληλα, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί με τους Μανιάτες, κατέβηκαν στη δυτική πλευρά του Ταϋγέτου και, την 23η Μαρτίου, μπήκαν θριαμβευτικά στην Καλαμάτα.
Ο Μπέης της Μάνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, τέθηκε επικεφαλής της «Μεσσηνιακής Γερουσίας», της οποίας πρώτη πράξη ήταν η αποστολή στους ξένους πρόξενους χριστιανικών κρατών της παρακάτω εγκυκλίου:
«Ημείς το έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το Οθωμανικός γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα διακιώματά μας.
Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας, και όχι μόνον, δεν θέλουν μας εναντιωθεί, αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και ότι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου κράτους τούτου».
Την ίδια ημέρα (22 Μαρτίου), εξεγέρθηκε και η Πάτρα. Οι χωρικοί των περιχώρων έσπευσαν στην πόλη μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον προεστό του Αιγίου Λόντο, τον προεστό των Καλαβρύτων Ασημάκη Ζαΐμη κ.α., οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής του κινήματος.
Την 25η Μαρτίου 1821 (κατά Πανελλήνια συμφωνία), ο Παλαιών Πατρών έστησε στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου την Σημαία της Επανάστασης, η οποία ήταν ερυθρά με μαύρο σταυρό στη μέση. Οι επαναστάτες άρχισαν να πολιορκούν χωριστά τα φρούρια.
Η προσοχή των οπλαρχηγών και, κυρίως, του Κολοκοτρώνη στρεφόταν προς την Τριπολιτσά, η οποία αποτελούσε το κεντρικό φρούριο και το ορμητήριο των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Τότε, άρχισε γενική μετακίνησή των Τούρκων και όσοι κατοικούσαν στην ύπαιθρο και στις ανοχύρωτες πόλεις κατέφυγαν στα φρούρια.
Πανικός κατέλαβε τους Τούρκους με τη διάδοση ότι ευρωπαϊκός στρατός ερχόταν σε βοήθεια των ραγιάδων. Οι πυροβολισμοί των Ελλήνων και οι φωνές «Μοσκοβιά» και «Φραγκιά» τους έτρεπαν σε φυγή. Μακριές φάλαγγες Τούρκων εκινούντο προς την Τρίπολη, οι οποίες προσεβάλλοντο και αποδεκατίζοντο από τους Έλληνες.
Σε λίγο χρόνο, τα κύματα της ελληνικής Επανάστασης, που εκχύλισαν από την Πελοπόννησο, κατέκλυσαν την Στερεά Ελλάδα και τα νησιά και εξαπλώθηκαν μέχρι τη Μακεδονία, αλλά ο ελληνικός αγώνας επρόκειτο να περάσει μεγάλες δοκιμασίες, αφού είχε ν’ αντιμετωπίσει μία ισχυρή αυτοκρατορία.
Οι Έλληνες δεν είχαν ούτε χρήματα ούτε πολεμοφόδια ούτε στρατό εκπαιδευμένο, από δε τους Πελοποννήσιους μόνον οι Μανιάτες ήσαν ασκημένοι στην χρήση των όπλων.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες, το όνομα του έμπειρου οπλαρχηγού Κολοκοτρώνη προσέλκυσε πλήθος εθελοντών, αλλά ο πρώτος αυτός ελληνικός στρατός παρουσίαζε περίεργη εικόνα. Οι περισσότεροι ήσαν άοπλοι, μερικοί έφεραν μόνο μαχαίρια, άλλοι σφενδόνες και άλλοι ραβδιά αλωνίσματος.
Ο στρατός αυτός δεν είχε βαπτισθεί στη φωτιά της μάχης και με μεγάλη δυσκολία τον συγκρατούσαν οι αρχηγοί του, όταν εμφανιζόταν ο εχθρός. Ο Κολοκοτρώνης μάζεψε πολεμιστές και, αφού τους εγκατέστησε σε στρατόπεδο, άρχισε την οργάνωση και την εκγύμναση, αλλά και αυτοί εγκατέλειψαν τον αρχηγό τους, μόλις εμφανίσθηκε τουρκικός στρατός. Παρ’ όλα αυτά ο Κολοκοτρώνης δεν απογοητεύτηκε και συνέχισε την προσπάθεια.
Πίστευε ότι η Επανάσταση δεν ήταν ασφαλής, αφού έμενε τουρκικός στρατός στην καρδιά της Πελοποννήσου και γι’ αυτό έπρεπε, με κάθε θυσία, να καταληφθεί το κέντρο της, η Τρίπολη.
Επειδή οι Έλληνες δεν ήταν σε θέση να κυριεύσουν την πόλη με επίθεση, ο Κολοκοτρώνης σκέφθηκε να πολιορκήσει την πόλη, ώστε, αφού την απέκοπταν από τις εξωτερικές συγκοινωνίες και την περιέσφιγγαν συνεχώς, να εξαναγκασθεί σε παράδοση το φρούριο.
Για την εκτέλεση του σχεδίου, ελληνικά σώματα κατέλαβαν τις οδούς προς την πόλη από Δυσμάς, Βορρά και Μεσημβρία, ενώ ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε στην κορυφή του Μαινάλου, κοντά στο Βαλτέτσι, ώστε να επιβλέπει αφ’ ενός το οροπέδιο της Τρίπολης, αφ’ ετέρου τις κοιλάδες της Μάνης και της Μεσσηνίας.
Έτσι, η θέση των πολιορκημένων έγινε προς στιγμήν δυσχερής, αλλά την ορμή των επαναστατών παρέλυσε η σημαντική ενίσχυση που έφθασε στην φρουρά της Τρίπολης. Ο Χουρσίτ πασάς, που βρισκόταν στην Ήπειρο, επειδή ανησυχούσε για το χαρέμι και τους θησαυρούς του, απέσπασε 3.500 Αλβανούς από τα Ιωάννινα και τους έστειλε στην Τρίπολη, υπό την αρχηγία του εμπειροπόλεμου και ικανού Μουσταφάμπεη.
Αυτός, αφού πέρασε στην Πάτρα, έλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και της Ακροκορίνθου και την 30ή Απριλίου μπήκε στην Τρίπολη. Θέλοντας να επωφεληθεί από τον τρόμο που προκάλεσε η εμφάνισή του, επιτέθηκε στο ελληνικό στρατόπεδο του Βαλτετσίου.
Οι 1.000 περίπου Μανιάτες που κατείχαν το χωριό, υπό τους Μαυρομιχαλαίους Ηλία και Κυριακούλη, κράτησαν τις θέσεις τους και, αφού ενισχύθηκαν την νύκτα με σώμα υπό τον Πλαπούτα, γαμπρό του Κολοκοτρώνη, επιτέθηκαν την επομένη και έτρεψαν σε φυγή τους Αλβανούς.
Αυτοί φεύγοντας εγκατέλειψαν αποσκευές, δύο τηλεβόλα και έχασαν 600 άνδρες, ενώ οι Έλληνες είχαν απώλειες 150 άνδρες (12-13 Μαΐου). Η νίκη στο Βαλτέτσι έκρινε την τύχη της Τρίπολης, διότι, αφού απέτυχε και η επίθεση του Μουσταφάμπεη κατά του ελληνικού στρατοπέδου στους Βερβένους, έσφιγγε η πολιορκία.
Η τύχη της Τρίπολης θα κρινόταν, αφού προηγουμένως έπεφταν στα χέρια των Ελλήνων άλλες θέσεις των Τούρκων. Στις 25 Ιουνίου, παραδόθηκε η Μονεμβασιά και μετά από λίγες ημέρες το Ναβαρίνο.
Κατά τις συνθήκες παράδοσης, έπρεπε οι παραδιδόμενοι να μεταφερθούν με τις περιουσίες τους σε ασφαλές μέρος. Κατά την άλωση, όμως, της Μονεμβασιάς άρπαξαν όλα τα πράγματα των πολιορκημένων, στο δε Νεόκαστρο έσφαξαν και όλους τους άνδρες.
Η δουλεία αιώνων, η σκλήρυνση της καρδιάς των Ελλήνων από τις σφαγές τεσσάρων αιώνων και από την σκληρή και απάνθρωπη τυραννία των Τούρκων, δεν δικαιολογούν αυτή την συμπεριφορά, η οποία έμοιαζε με αυτή των άγριων Τούρκων.
Οι τελευταίες ημέρες της Τρίπολης πλησίαζαν. Μέσα στον στενό και πετρώδη χώρο, όπου είχαν μαζευτεί πάνω από 30.000 ψυχές, η πείνα, η δίψα και οι ασθένειες τους θέριζαν, μαζί με όσους Έλληνες είχαν συλλάβει και φυλακίσει οι Τούρκοι.
Οι Τούρκοι είχαν κλείσει μέσα στην υγρή φυλακή και 38 αρχιερείς και πρόκριτους, από τους οποίους πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες και άλλοι αποκεφαλίστηκαν.
Οι Τούρκοι, αφού απογοητεύτηκαν από την αποτυχία λύσης της πολιορκίας, άρχισαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες, όμως, ναυάγησαν. Ομάδα Ελλήνων στρατιωτών υπό τον Δουνιά, σκαρφάλωσε στα τείχη και άνοιξε την «πόρτα τ’ Αναπλιού».
Χιλιάδες Έλληνες όρμησαν στην πόλη και επιδόθηκαν σε μία ανηλεή σφαγή των Τούρκων, που, παρά τις προσπάθειες του Κολοκοτρώνη, δεν σταμάτησε παρά μετά τρεις ημέρες, αφήνοντας 10.000 νεκρούς (23 Σεπτεμβρίου 1821).
Με την άλωση της Τρίπολης παγιώθηκε η επανάσταση, αφού το εσωτερικό της Πελοποννήσου ήταν τελείως ελεύθερο. Οι οπλαρχηγοί με τα πλούσια λάφυρα όπλισαν τους άνδρες τους και οι χωρικοί άφησαν τα μαχαίρια και τις σφεντόνες. Η πτώση της πόλης έγινε σε συνδυασμό με την κατάληψη του φρουρίου της Μονεμβασιάς και του Ναβαρίνου.
Οι μάχες αυτές είχαν μεγάλη σημασία για την πορεία του αγώνα, διότι οι νίκες αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων και δημιούργησαν αυτοπεποίθηση ,με αποτέλεσμα πλέον να αντιμετωπίζονται με θάρρος οι Τούρκοι.
Αξιόλογη, επίσης, επιτυχία ήταν και η κατάληψη του ισχυρού κέντρου των Αλβανών στην Πελοπόννησο, του Λάλα (κωμόπολη της Ηλείας).
Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί Γ. Σισίνης, Δ. Πλαπούτας κ.ά., νίκησαν, αφού ενισχύθηκαν από 500 περίπου Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινούς με πυροβολικό υπό τους αρχηγούς Α. Μεταξά, κ.ά. Το γεγονός της συμμετοχής των Επτανήσιων στον αγώνα, παρά τα σκληρά μέτρα των Άγγλων, απεδείκνυε ότι η Επανάσταση ήταν πανελλήνια υπόθεση.
Η Επανάσταση στα νησιά
Οι αγώνες των Ελλήνων στην ξηρά δεν ήταν δυνατόν να ευδοκιμήσουν χωρίς την σύμπραξη του ναυτικού, το οποίο θα εμπόδιζε την θαλάσσια μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων από την Ασία. Από την αρχή της Επανάστασης, οι Πελοποννήσιοι απευθύνθηκαν στους νησιώτες με πρέσβεις και επιστολές, με τις οποίες περιέγραφαν τους θριάμβους τους και προσπαθούσαν να τους πείσουν να έλθουν σε βοήθεια του αγώνα.
Πρωτοστάτησαν τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά, στα οποία η τουρκική εξουσία ήταν ελαφρά επικυριαρχία. Αυτά ετήσια κατέβαλλαν φόρο και έστελναν μικρό αριθμό ναυτών στην υπηρεσία του τουρκικού ναυτικού, ενώ ήταν αυτόνομα και αυτοδιοίκητα. Δεν είχαν Τούρκο διοικητή, ούτε Τούρκους κατοίκους, αλλά κυβερνούσε η τάξη των πλουσίων ναυτικών, οι «νοικοκυραίοι».
Τα νησιά αυτά χρησιμοποίησαν κατά τους ναπολεόντειους πολέμους τον εμπορικό τους στόλο, λόγω του αγγλικού και του ναπολεόντειου αποκλεισμού, και αποκόμισαν σημαντικά κέρδη, ώστε μπόρεσαν να προαγάγουν το εμπόριο και την ναυτιλία.
Εκτός από αυτά τα νησιά, αξιόλογο ναυτικό είχαν το Γαλαξίδι (Κορινθιακός Κόλπος), η Κάσος, η Μύκονος, καθώς και άλλα νησιά του Αιγαίου. Υπολογίζεται ότι η Ελλάδα διέθετε συνολικά 500 πλοία, 130.000 τόννων με 15.000 ναύτες και 5.000 κανόνια.
Το μεγαλύτερο από τα τρία νησιά, η Ύδρα, εξεγέρθηκε πρώτο (30 Μαρτίου). Παρά το ότι οι πλούσιοι νοικοκυραίοι ήταν διστακτικοί, ο τολμηρός πλοίαρχος Οικονόμου εξέγειρε τον λαό και παρακίνησε τους ναύτες να οπλίσουν τα πλοία. Έτσι, οι πρόκριτοι και οι νοικοκυραίοι του νησιού αναγκάσθηκαν να ενδώσουν, ν’ αναγνωρίσουν την Επανάσταση και να προσφέρουν 130.000 ισπανικά δίστηλα από το ταμείο τους.
Ακολούθησαν οι Σπέτσες (2 Απριλίου). Οι Σπετσιώτες, με πρώτη την χήρα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, που με δικά της έξοδα εξόπλισε μικρό στόλο και αφού τέθηκε η ίδια επικεφαλής στόλου 53 πλοίων, απέκλεισε τον Κόλπο του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς. Αυτό ικανοποίησε τους Πελοποννήσιους, οι οποίοι έγραψαν τότε με ανακούφιση προς τους Σπετσιώτες: «Δόξα εις υμάς, αδελφοί, ότι ηγέρθητε πρώτοι. Πρώτοι κατά την προσβολήν του εχθρού, πρώτοι εν τη ιστορία, πρώτοι εν τη αθανασία»!
Τις Σπέτσες ακολούθησαν τα Ψαρά. Όταν την 12η Απριλίου φάνηκε εμπρός στο νησί σπετσιώτικο πλοίο, το οποίο έφερε την είδηση της Επανάστασης, ο λαός έσκισε την τουρκική σημαία και στον χαιρετισμό του Πάσχα «Χριστός Ανέστη!», οι Ψαριανοί απαντούσαν «Και η Ελλάς Ανέστη». Όλα αυτά παρόλο που ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι, αφού το νησί τους βρισκόταν πλησιέστερα στην ασιατική ακτή, την οποία απέκλεισαν για να παρεμποδίσουν την αποστολή τουρκικών ενισχύσεων.
Οι περισσότερες Κυκλάδες μιμήθηκαν το παράδειγμα των τριών νησιών. Την Κυριακή του Θωμά επαναστάτησε η Σάμος, ενώ ετοιμάζοντο να εξεγερθούν η Ρόδος και η Κύπρος, παρά το ότι είχαν πολλούς Τούρκους κατοίκους.
Η μεγαλόνησος Κρήτη, δεν άργησε να εξεγερθεί, αν και διέθετε ελάχιστα πλοία και οι πολυάριθμοι ντόπιοι Τούρκοι (130.000), εδιακρίνοντο για την αγριότητά τους. Η επανάσταση στα Σφακιά (Ιούνιο 1821) καταπνίγηκε και η πόλη καταστράφηκε.
Οι νησιώτες καθόρισαν «καταδρομικό σύστημα» και ρύθμισαν τη διανομή της λείας, μέρος της οποίας αποφάσισαν να κατατίθεται σε κοινό ταμείο. Τα πλοία των ουδετέρων έπρεπε να τύχουν σεβασμού, «οσάκις δεν ήσαν ναυλωμένα υπό της τουρκικής κυβερνήσεως και δεν μετέφεραν πολεμοφόδια και στρατεύματα».
Ενώ σιγά-σιγά δημιουργείτο ο στρατός της ξηράς, η Επανάσταση απέκτησε αξιόλογο όπλο στην θάλασσα, με την μετατροπή των εμπορικών πλοίων των νησιών σε πολεμικά. Ενώ οι οπλαρχηγοί της ξηράς αναχαίτιζαν, κυρίως με τη νίκη των Βασιλικών, την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων προς την Πελοπόννησο, ο στόλος εμπόδιζε την μεταφορά δυνάμεων από την Ασία στην Ευρώπη.
Από τα μέσα Μαΐου 1821, ο τουρκικός στόλος, αποτελούμενος από 3 κορβέτες, 3 φρεγάτες και πολλά μικρότερα, βγήκε στο Αιγαίο. Τότε, οι τολμηροί ναυτικοί των Ψαρών κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν τον στόλο των αδελφών νησιών, από 50 μεγάλα και 15 μικρά πλοία και, την 18η Μαΐου, ο ενωμένος στόλος έπλευσε προς Βορρά, προς συνάντηση του τουρκικού.
Την 19η Μαΐου, οι Έλληνες διέκριναν στην βορειοδυτική άκρη της Λέσβου μία φρεγάτα των 48 τηλεβόλων, προφυλακίδα του τουρκικού στόλου. Μερικά από τα ελληνικά πλοία την πλησίασαν, αλλά δεν επέτυχαν τίποτε με τα αδύνατα τηλεβόλα τους και η φρεγάτα κατέφυγε στο λιμάνι της Ερεσού. Ο πλοίαρχός της, επειδή φοβόταν νυκτερινή επίθεση, ανέβασε στο πλοίο αρκετούς στρατιώτες από την ξηρά.
Οι Έλληνες πλοίαρχοι, τότε, σκέφθηκαν να την πυρπολήσουν και ο πρακτικός διδάσκαλος της ναυτικής τέχνης, Ιωάννης ο Πάργιος ή Πατατούκος, μετέβαλε πρόχειρα δύο πλοιάρια σε πυρπολικά.
Η πρώτη απόπειρα απέτυχε, επειδή οι Τούρκοι αγρυπνούσαν και το πυρπολικό κάηκε χωρίς λόγο.
Μετά από δύο ημέρες, ο τολμηρός Ψαριανός πηδαλιούχος Παπανικολής, εξασκημένος από τις συγκρούσεις με τους αλγερινούς πειρατές, κατόρθωσε, κάτω από σφοδρά πυρά, να προσκολλήσει το πυρπολικό στην πλώρη της φρεγάτας, η οποία ανατινάχθηκε στον αέρα, σκοτώνοντας τους περισσότερους άνδρες της.
Ο τουρκικός στόλος στη συνέχεια κατέφυγε στον Ελλήσποντο, όπου ζήτησε την ασφάλειά του κάτω από την προστασία των τηλεβόλων του. Το πάθημα, όμως, του τουρκικού στόλου το πλήρωσαν οι αθώοι.
Οι κάτοικοι της Λέσβου σφαγιάσθηκαν χωρίς έλεος, η πόλη της Κυδωνίας καταστράφηκε, οι κάτοικοι των Μοσχονησίων της Μικράς Ασίας εκπατρίστηκαν. Πολλοί Έλληνες, από αυτούς που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, κατέβηκαν στα παράλια και πέρασαν στην Ελλάδα.
Ο ελληνικός στόλος, που έσπευσε για βοήθεια, απέπλευσε μεταφέροντας χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι σκορπίστηκαν σε διάφορα νησιά, όπου έζησαν άθλια ζωή.
Τα πυρπολικά έγιναν πλέον τρομερό όπλο στα χέρια των Ελλήνων. Οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις, υπό τους ναυάρχους Ιάκωβο Τομπάζη και Γεώργιο Σαχτούρη, κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, ο δε διάπλους των τουρκικών πλοίων ήταν δύσκολος.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr σε συνεργασία με το περιοδικό "ΠΟΛΕΜΟΣ & ΙΣΤΟΡΙΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου