Δρ Ιωάννης Παρίσης
Η επίσκεψη του Προέδρου Πούτιν στην Αίγυπτο, στις 9 και 10 Φεβρουαρίου 2015, είχε τη σημασία της τόσο από πρακτικής πλευράς όσο και από πλευράς πολιτικών εντυπώσεων. Επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη του Ρώσου Προέδρου από το 2005, όταν ακόμη ήταν στην εξουσία ο Μουμπάρακ. Το πλέον σημαντικό αποτέλεσμα της επίσκεψης Πούτιν ήταν η υπογραφή ενός μνημονίου (MoU) για την παροχή ρωσικής βοήθειας για την κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα στη δυτική Αίγυπτο. Οι δύο πλευρές υπέγραψαν επίσης οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες που αποδεικνύουν την σημαντική αύξηση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ τους. Δεν θα πρέπει επίσης να περάσει απαρατήρητη η χρησιμοποίηση της Αιγύπτου ως «γέφυρας» επαναπροσέγγισης της Λιβύης εκ μέρους της Ρωσίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η Αίγυπτος καταλαμβάνει μια μοναδική θέση στον ισλαμικό κόσμο ως έδρα του Πανεπιστημίου Al-Azhar και ως πηγή των αναθεωρητικών και επαναστατικών ιδεολογιών και κινημάτων που πηγάζουν από ένα κοινωνικό περιβάλλον διεισδυτικής θρησκευτικότητας και μυστικισμού. Το Πανεπιστήμιο Al-Azhar ιδρύθηκε στο Κάιρο το 975 και είναι ένα από τα παλαιότερα εν λειτουργία πανεπιστήμια στον κόσμο. Αποτελεί το κύριο κέντρο αραβικής φιλολογίας και διδασκαλίας του σουνιτικού Ισλάμ στον κόσμο. Στην αποστολή του περιλαμβάνονται επίσης η προπαγάνδα για την ισλαμική θρησκεία και τον ισλαμικό πολιτισμό.
Επιπλέον, η ηγετική θέση που κατέχει η Αιγύπτος στον αραβικό κόσμο, οφείλεται στο γεωπολιτικό της βάρος λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης της, του μεγάλου πληθυσμού της και της στρατιωτικής ισχύος της. Η Αίγυπτος δεν είναι απλώς μία ακόμη, αλλά η μεγαλύτερη αραβική χώρα, η οποία έχει καταστεί το παραδοσιακό κέντρο του αραβικού κόσμου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, εφόσον εσωτερικές αλλαγές στην Αίγυπτο μεταφραστούν σε αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της, θα μπορούσε να επηρεάσει την περιφερειακή ισορροπία ισχύος για τις επόμενες δεκαετίες.
Ανταλλαγές επισκέψεων
Η Ρωσία ενδιαφέρεται σαφώς να επεκτείνει τις σχέσεις της με την Αίγυπτο όσο γίνεται περισσότερο, ιδιαίτερα στον στρατιωτικό τομέα, που είχαν παγώσει από το 1974. Στην τότε Σοβιετική Ένωση, η Αίγυπτος είχε παραχωρήσει λιμενικές διευκολύνσεις στην Αλεξάνδρεια και στην Μάρσα Ματρούχ, 240 χιλιόμετρα δυτικότερα, για τον ελλιμενισμό πλοίων του σοβιετικού στόλου της Μεσογείου. Επίσης, διευκολύνσεις ελλιμενισμού στους Σοβιετικούς, από τη Συρία βέβαια, είχε παραχωρήσει και το καθεστώς της Αλγερίας, επικεφαλής του οποίου ήταν τότε ο συνταγματάρχης Χουάρι Μπουμεντιέν (από το 1965 που κατέλαβε την εξουσία μέχρι τον θάνατό του το 1978). Ωστόσο, είναι μάλλον ελάχιστες οι πιθανότητες να φθάσει η ρωσο-αιγυπτιακή συνεργασία στα επίπεδα της εποχής της Σοβιετικής Ένωσης και πριν η Αίγυπτος στραφεί προς τη Δύση.
Σημειώνεται ότι, πριν από την επίσκεψη του Πούτιν στο Κάιρο, υπήρξαν αμοιβαίες επισκέψεις σε ανώτερο επίπεδο. Τον Νοέμβριου του 2013 επισκέφθηκαν την Αίγυπτο μαζί, οι Ρώσοι Υπουργοί Άμυνας και Εξωτερικών ενώ προ έτους, τον Φεβρουάριο του 2014, οι Αιγύπτιοι ομόλογοί τους Υπουργοί ανταπέδωσαν την επίσκεψη, μεταβαίνοντας στη Μόσχα (τότε την θέση του υπουργού Άμυνας κατείχε ο σημερινός Πρόεδρος Σίσι). Ο Σίσι επισκέφθηκε τη Μόσχα ξανά τον περασμένο Αύγουστο, τη φορά αυτή ως Πρόεδρος της Αιγύπτου.
Ένα ζήτημα που παραμένει αδιευκρίνιστο, μετά την πρόσφατη επίσκεψη Πούτιν στο Κάιρο, αφορά στο αν υπήρξε και σε ποια έκταση, συμφωνία για πώληση όπλων. Μετά την επίσκεψη των Αιγύπτιων υπουργών στη Μόσχα, τον Νοέμβριο 2013, υπήρξαν ανεπίσημες αναφορές, ιδιαίτερα από τη ρωσική πλευρά, ότι η Ρωσία θα εφοδίαζε την Αίγυπτο με οπλισμό αξίας 3-3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όπως είχε αναφερθεί, η συμφωνία περιλάμβανε μαχητικά αεροσκάφη MiG 29 στρατιωτικά ελικόπτερα Mi 35 , και προοδευμένης τεχνολογίας αντιαεροπορικά συστήματα μακρού βεληνεκούς. Η συμφωνία επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί από τη Σαουδική Αραβία, όμως μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει επίσημη ανακοίνωση για το αν η συμφωνία αυτή υλοποιήθηκε ή έστω αν «έκλεισε». Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης Πούτιν κυκλοφόρησαν και πάλι φήμες, ως επί το πλείστον και πάλι από την πλευρά των Ρώσων, ότι η συμφωνία επανήλθε στη συζήτηση, αλλά οι επίσημες ανακοινώσεις αμφοτέρων των πλευρών δεν ανέφεραν τίποτε επί του θέματος.
Οι συνεχείς ανταλλαγές επισκέψεων αντικατοπτρίζουν προφανώς σύγκλιση των ρωσικών και αιγυπτιακών συμφερόντων. Για την Αίγυπτο, οι στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία αποτελούν ένα μέσο διαφυγής από τις τριβές του καθεστώτος Σίσι με την αμερικανική κυβέρνηση. Στην αιγυπτιακή ηγεσία υπάρχουν κάποιοι που είναι ενοχλημένοι με την επέμβαση του Ομπάμα στα εσωτερικά θέματα της Αιγύπτου από την αρχή της «Αραβικής Άνοιξης», όταν η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών κάλεσε δημοσίως τον Μουμπάρακ να παραιτηθεί. Ακόμη, η αιγυπτιακή ηγεσία προέβη σε σκληρή κριτική της αμερικανικής κυβέρνησης για τις επιφυλάξεις που εξέφρασε σχετικά με την εκδίωξη του καθεστώτος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και του πρώην Προέδρου Μόρσι, από το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, στα μέσα του 2013.
Οι υποστηρικτές του Σίσι έχουν την αίσθηση ότι η αμερικανική κυβέρνηση προτιμούσε το καθεστώς της Μουσουλμανικής Αδελφότητας αφενός διότι είχε εκλεγεί με ελεύθερες δημοκρατικές εκλογές, αφετέρου διότι οι Αμερικανοί δεν «μπόρεσαν να αντιληφθούν» ότι η πλειονότητα των Αιγυπτίων υποστήριξε την εκδίωξη του Μόρσι και της κυβέρνησής του εξαιτίας των αποτυχημένων πολιτικών τους. Πάνω απ’ όλα, ενόχληση των Αιγυπτίων προήλθε από την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης, στα μέσα του 2013, να αναστείλει μέρος της στρατιωτικής βοήθειας προς την Αίγυπτο καθώς και την παράδοση αεροσκαφών F-16 και ελικοπτέρων Apache, και να ακυρώσει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις που είχαν σχεδιασθεί. Ο Πρόεδρος Σίσι είχε ανακοινώσει τότε ότι δεν ξεχνούσε τις ενέργειες αυτές της αμερικανικής κυβέρνησης.
Τον Ιούνιο του 2014, περίπου ένα έτος από την εκλογή του Σίσι στην προεδρία, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ John Kerry επισκέφθηκε το Κάιρο σε μια προσπάθεια βελτίωσης των διμερών σχέσεων. Κατά την διάρκεια της επίσκεψής του ο Αμερικανός υπουργός ανακοίνωσε ότι η Αίγυπτος έκανε «μια ιστορική εκλογή προέδρου», αποδεχόμενος έτσι επίσημα την εκδίωξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και την εκλογή του Σίσι. Τόσο πριν όσο και μετά την επίσκεψη Kerry, η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωση την απελευθέρωση όλης της στρατιωτικής βοήθειας προς την Αίγυπτο και την παράδοση των αεροσκαφών και των ελικοπτέρων. Παρά ταύτα παρέμεινε κάποια ένταση στις αμερικανο-αιγυπτιακές σχέσεις. Οι Αμερικανοί συνέχισαν να επικρίνουν το αιγυπτιακό καθέτως για φυλακίσεις δημοσιογράφων, καταπίεση της πολιτικής έκφρασης και για άλλες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επιπλέον, η αμερικανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τις δηλώσεις του καθεστώτος του Καϊρου ότι, η Μουσουλμανική Αδελφότητα συνδέεται με τρομοκρατικές ενέργειες και κάλεσε τον Σίσι να ξεκινήσει διάλογο με την οργάνωση αυτή. Ωστόσο, η αιγυπτιακή ηγεσία θεωρεί ότι η υποστήριξη της κυβέρνησης Ομπάμα είναι στην καλύτερη περίπτωση περιορισμένη, ιδιαίτερα επειδή δεν αντιλαμβάνεται τα εσωτερικά ζητήματα της Αιγύπτου ή του περιορισμούς που υπάρχουν στην καταπολέμηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των τζιχαδιστικών οργανώσεων.
Σε αντίθεση, η Ρωσία από την αρχή υποστήριξε ανεπιφύλακτα το καθεστώς Σίσι, δείχνοντας κατανόηση για τα μέτρα εσωτερικής ασφάλειας και κάνοντας βήματα για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Ως εκ τούτου, και προκειμένου να δείξει στην αμερικανική κυβέρνηση ότι η κυβέρνηση Σίσι δεν βασίζεται αποκλειστικά σ’ αυτήν, το αιγυπτιακό καθεστώς προχώρησε στην διεύρυνση των σχέσεών του με τη Ρωσία.
Όπλα έναντι Πολιτικής Ισχύος
Το ενδιαφέρον της Μόσχας να επεκτείνει τη συνεργασία με την Αίγυπτο, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης οπλισμού που δεν υπήρχε μέχρι τώρα, δεν είναι μόνο οικονομικής φύσης. Η Ρωσία επιδιώκει να παίξει ενεργό ρόλο με σκοπό την επανεμφάνισή της ως σημαντικού περιφερειακού δρώντος στη Μέση Ανατολή. Αυτό είναι κάτι που χρειάζεται η Ρωσία επιπλέον λόγω της προβληματικής θέσης της στο διεθνές περιβάλλον, ειδικά εξαιτίας της ουκρανικής κρίσης.
Οι προσπάθειες της Ρωσίας να διευρύνει την παρουσία της στη Μέση Ανατολή αποσκοπούν τόσο στην εδραιώσει του περιφερειακού της στους όσο και να χρησιμεύσει ως μοχλός στην σύγκρουσή της με τη Δύση. Με άλλα λόγια η ρωσική προσπάθεια για το άνοιγμα ενός ακόμη μετώπου στη Μέση Ανατολή, κατά ένα μέρος αποσκοπεί στην εκμετάλλευση των όσων έχει επιτύχει για την εκτόνωση της πίεσης που προέρχεται από τη Δύση σχετικά με την Ανατολική Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, έχει σχεδιασθεί μια ανανεωμένη κατάσταση στη Μέση Ανατολή προκειμένου να αντισταθμισθεί η προβληματική θέση της στην περιοχή ως συνέπεια διαφόρων εξελίξεων, όπως:
• Η συνεχής εξασθένιση της Συρίας, του πλέον ένθερμου συμμάχου της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή,
• Η αμφίσημη συμπεριφορά του Ιράν, το οποίο πλέον βρίσκεται σε άμεσες συζητήσεις με τη Δύση, κυρίως για την προσπάθεια επίλυσης της κρίσης που υφίσταται σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα, ενώ παράλληλα διεξάγει συζητήσεις με τη Ρωσία, και τέλος
• Η απώλεια των ισχυρών σημείων της στον Αραβικό κόσμο μετά την Αραβική Άνοιξη.
Ωστόσο η ανανέωση του διαλόγου με την Αίγυπτο και η αναβάθμιση των διμερών σχέσεων αποτελούν για τη Ρωσία, σημαντικές επιτυχίες στρατηγικής φύσης
Στο πλαίσιο της επανεγκατάστασής της στη Μέση Ανατολή, μετά από μια μακρά περίοδο ψυχρότητας, η Ρωσία θα πρέπει να διαχειριστεί τη βελτίωση των σχέσεών της με τα περισσότερα σουνιτικά κράτη της περιοχής, όπως τη Σαουδική Αραβία και τις άλλες πέντε μοναρχίες του Κόλπου, την Ιορδανία, τον Λίβανο καθώς και κάποιες βορειο-αφρικανικές, πέραν των στενών σχέσεων που έχει με την Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Θα θυμίσουμε απλώς την ένταση που υπήρξε με τη Σαουδική Αραβία, – έστω σε επίπεδο επισήμων δηλώσεων – όταν η τελευταία έφτασε στο σημείο να απειλήσει ακόμη τη διεξαγωγή των χειμερινών ολυμπιακών αγώνων στο Σόσι, με διενέργεια τρομοκρατικών επιθέσεων.
Τον Δεκέμβριο του 2014, μετά από μήνες έντασης στις ρωσο-τουρκικές σχέσεις, ο Πρόεδρος Πούτιν επισκέφθηκε την Άγκυρα, ενώ ο τον Ιανουάριο του 2015 ο Ρώσος Υπουργός Άμυνας Sergei Shoygu επισκέφθηκε το Ιράν. Επί του παρόντος η Ρωσία ενδιαφέρεται να οργανώσει μία διεθνή διάσκεψη στη Μόσχα για τα εμπόλεμα μέρη στη Συρία. Ως μέρος της πρόσφατης επίσκεψής του στη Μέση Ανατολή, ο Πούτιν ήθελε να συμπεριλάβει το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή. Όμως κάτι τέτοιο αναβλήθηκε για μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Μαρτίου στο Ισραήλ.
Στο μεταξύ, η Ρωσία θα πρέπει να ελιχθεί διαμέσου των ανταγωνισμών ισχύος στη Μέση Ανατολή μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών, λαμβάνοντας υπόψη τη μάχη που δίνεται εναντίον του ISIS από τον συνασπισμό του οποίου ηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες. Σημειώνεται ότι σχετικά με τον συνασπισμό αυτόν η Ρωσία δεν έχει ακόμα πάρει σαφή θέση, παρά την άμεση απειλή που συνιστά το αποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος και το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Ωστόσο, αναπτύσσοντας σχέσεις με την Αίγυπτο – έναν κεντρικό παίκτη στην Μέση Ανατολή – μπορεί η Ρωσία να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα καθώς προσπαθεί να προωθήσει τους στόχους της στην περιοχή αυτή αλλά και σε παγκόσμιο πλαίσιο.
Η περαιτέρω επέκταση των ρωσο-αιγυπτιακών σχέσεων θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από την Αίγυπτο. Είναι περισσότερο πιθανό η Αίγυπτος να προτιμήσει να διατηρήσει την στρατηγική συμμαχία που έχει αναπτύξει με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ουσιαστικά από τη δεκαετία του 1980. Από τότε, στηρίζει την άμυνά της σε αμερικανικό οπλισμό και στην ανάπτυξη σχέσεων με τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Σίγουρα δεν θα ήθελε να ανατραπούν οι σχέσεις αυτές ή να τεθεί σε κίνδυνο η ποικίλη βοήθεια που λαμβάνει από τις Ηνωμένες Πολιτείες – όχι μόνο η στρατιωτική. Από την άλλη η Ρωσία, παρά τις τελευταίες διπλωματικές επιτυχίες της στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, απέχει πολύ από το να αποκτήσει ένα status ανάλογο εκείνου της Δύσης, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο πλαίσιο.
Ως εκ τούτου, η Αίγυπτος, τουλάχιστον προς το παρόν, δίνει βάρος στην διεύρυνση των οικονομικών, εμπορικών, και τεχνολογικών δεσμών με τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου και του τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Αυτό δείχνει ότι και αν ακόμα η Αίγυπτος αποφασίσει να προμηθευτεί ρωσικό οπλισμό, θα προτιμήσει να εστιάσει το ενδιαφέρον της σε μικρά όπλα, κάτι το οποίο δεν θα δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις της με τους Αμερικανούς, ούτε οι τελευταίοι θα είχαν λόγο να περιορίσουν τις στρατιωτικές σχέσεις τους με την Αίγυπτο.
Προσέγγιση της Λιβύης
Ένα ακόμη σημείο που διαπιστώθηκε κατά την επίσκεψη του Πούτιν στην Αίγυπτο ήταν το γεγονός ότι το Κάιρο προβαίνει σε μεσολαβητικές προσπάθειες για τον εφοδιασμό του στρατού της Λιβύης με ρωσικό οπλισμό για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Πρόκειται για μια κίνηση που μπορεί να οδηγήσει στη λύση του προβλήματος των απαγορεύσεων που υφίστανται εκ μέρους του ΟΗΕ εις βάρος της Λιβύης.
Κατά τη διάρκεια της εν λόγω επίσκεψης του Ρώσου Προέδρου, έφθασε στο Κάιρο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Λιβύης Υποστράτηγος Abdulrazek Al Nadoori, σε μια επίσκεψη που δεν είχε ανακοινωθεί. Ο τελευταίος συναντήθηκε με τους Ρώσους επισήμους προκειμένου να υπογράψουν συμφωνίες προμήθειας ρωσικών όπλων για τον στρατό της Λιβύης. Ο εκπρόσωπος τύπου του λιβυκού Γενικού Επιτελείου επεσήμανε τη σημασία των ρωσικών όπλων για τον στρατό της Λιβύης ο οποίος καταβάλλει προσπάθειες για να αντιμετωπίσει τους τρομοκράτες και τις ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες που σήμερα ελέγχουν μεγάλα τμήματα του εδάφους της χώρας. Υπενθύμισε μάλιστα την ύπαρξη από τον Φεβρουάριο του 2011, συμβολαίων με τη Ρωσία για εξοπλισμούς, αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία αν υλοποιηθούν θα οδηγήσουν σύντομα σε νίκη του στρατού της Λιβύης. Σημείωσε επίσης ότι από την αρχή ο εξοπλισμός του λιβυκού στρατού, προερχόταν από την Ανατολή – δηλαδή από τη Ρωσία – και ότι για τον λόγο αυτό, υπάρχει σχετική επιχειρησιακή και τεχνική εξειδίκευση ώστε να γίνει άμεση χρησιμοποίηση τέτοιου εξοπλισμού.
Υπενθυμίζεται ότι κατά την επίσκεψή του Πούτιν στη Λιβύη στα μέσα Απριλίου 2008, ο Ρώσος Πρόεδρος προέβη σε ένα εντυπωσιακό άνοιγμα προς την ηγεσία της χώρας αυτής, διαγράφοντας χρέη της τάξης των 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία η Λιβύη όφειλε από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, από συμβόλαια με ρωσικές εταιρίες. Φυσικά η κίνηση αυτή δεν έγινε για λόγους αβροφροσύνης – τέτοιοι δεν υπάρχουν στη διεθνή πολιτική – αλλά με στόχο την έναρξη νέων συμφωνιών και συνεργασιών. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα το γεγονός ότι η διαγραφή των παλαιών χρεών θα υλοποιούνταν μόλις καταβάλλονταν στις τράπεζες οι προκαταβολές για τα νέα συμβόλαια που θα υπογράφονταν με ρωσικές εταιρίες.
Όπως είχε τότε δημοσιευτεί σε ρωσικές εφημερίδες, η κρατική εταιρία Russian Railways (RZhD) θα κατασκεύαζε στη Λιβύη, σιδηροδρομική γραμμή για τη σύνδεση των πόλεων Σύρτης και Βεγγάζης, κόστους 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Παράλληλα, είχε γίνει γνωστό ότι η Λιβύη θα προμηθευόταν στρατιωτικό υλικό από τη Ρωσία αξίας περίπου ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, από τα οποία τα 500 εκατομμύρια αφορούσαν συμβόλαια που θα υπογράφονταν εντός του Μαΐου 2008. Επρόκειτο για προμήθεια ελαφρών όπλων, εκσυγχρονισμό αρμάτων μάχης Τ-72, και βελτίωση επάκτιων αμυντικών συστημάτων. Τότε, σύμφωνα με πηγές του ρωσικού υπουργείου άμυνας, βρίσκονταν επίσης σε εξέλιξη συζητήσεις για το ενδεχόμενο να αγοράσει η Λιβύη μαχητικά αεροσκάφη Su-35.
Επιπροσθέτως, ο Γενικός Διευθυντής της Gazprom Αλεξέϊ Μίλερ, ο οποίος συνόδευε τον Πούτιν, δήλωσε ότι επέστρεψε από τη Λιβύη με δύο συμφωνίες-πλαίσια, με την Libyan National Oil and Gas Corporation (LNOC) και την Libyan African Investment Fund. Η πρώτη αφορούσε στην πρόθεση ίδρυση κοινοπραξιών με την LNOC για την από κοινού εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου της Λιβύης καθώς και προγραμμάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η δεύτερη αναφερόταν στην ανάπτυξη προγραμμάτων της Gazprom με τρίτες χώρες της Αφρικής που διαθέτουν ενεργειακούς πόρους, όπως η Νιγηρία, ο Νίγηρας, η Μαυριτανία, το Τσαντ, το Σουδάν και η Αλγερία. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τον λόγο της αντίδρασης της Ρωσίας στην επέμβαση των Δυτικών για την ανατροπή του Καντάφι.
Σημειώνεται ότι η Λιβύη υφίσταται και στον στρατιωτικό τομέα τα αποτελέσματα της Απόφασης 1973 (της 17ης Μαρτίου 2011) του ΟΗΕ, με την οποία τέθηκαν περιορισμοί στον εξοπλισμό και εφοδιασμό του λιβυκού στρατού. Καθώς και των άλλων κυρώσεων που επιβλήθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. Ο Λίβυος εκπρόσωπος τύπου δήλωσε ότι καταβάλλονται προσπάθειες για την άρση των απαγορεύσεων κάτι που θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην δυνατότητα του στρατού για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Από την πλευρά τους, αιγυπτιακές διπλωματικές πηγές, δήλωναν σχετικά με τις πρόσφατες ρωσο-αιγυπτιακές συνομιλίες ότι, υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των δύο πλευρών σε ότι αφορά στην κρίση στη Λιβύη και την επέμβαση που απαιτείται για την επίλυση της κατάστασης, με υποστήριξη της εκλεγμένης κυβέρνησης του Abdullah al-Thinni και του εθνικού στρατού της Λιβύης. Ήδη, στις 16 Φεβρουαρίου, η αιγυπτιακή αεροπορία προσέβαλε στόχους του «Ισλαμικού Κράτους» στην πόλη Derna επί της μεσογειακής ακτής, ως αντίποινα για την εκτέλεση των 21 Αιγυπτίων Κοπτών στην ακτή της Τρίπολης. Παράλληλα, το Κάιρο έχει ξεκινήσει μια ευρεία προσπάθεια σε διεθνές επίπεδο προκειμένου να αρθούν οι απαγορεύσεις που ισχύουν για τη Λιβύη και την ύπαρξη «μιας διεθνούς απάντησης ώστε να δοθεί ένα τέλος την λιβυκή κρίση».
Λίβυοι αρμόδιοι δηλώνουν ότι «το πρόβλημα πλέον δεν είναι ποιος θα εφοδιάσει με όπλα τον λιβυκό στρατό, αφού ο καθένας γνωρίζει ότι οι Ρώσοι είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να το κάνουν», και μάλιστα σε σύντομο χρόνο. Εκείνο που προβληματίζει είναι να δοθεί μια λύση στις απαγορεύσει που έχουν τεθεί από τον ΟΗΕ.
(Δημοσιεύθηκε στην ΑΜΥΝΑ & ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ, τ. Μαρτίου 2015 και στην Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων http://www.acastran.org).
Πηγή
Πηγή2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου