Ο Άγιος Σώζων έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Λυκαονία και σαν εθνικός ονομαζόταν Ταράσιος. Όταν βαπτίσθηκε χριστιανός, ονομάσθηκε Σώζων. Βοσκός στο επάγγελμα, προσπαθούσε να μιμείται την ημερότητα των προβάτων, που θαύμαζε πολύ.
Πολλές φορές τον ενοχλούσαν και τον αδικούσαν οι άλλοι βοσκοί, αλλά αυτός πάντοτε στάθηκε πράος απέναντί τους. «Μου είναι ντροπή», έλεγε, «να γίνω κατώτερος από τα πρόβατα που βόσκουν». Μελετούσε με επιμέλεια την Αγία Γραφή, και όταν στην εξοχή συναντούσε ειδωλολάτρη, προσπαθούσε να τον κατηχήσει στο Χριστό.
Κάποτε ο Σώζων πήγε στην Πομπηϊούπολη της Κιλικίας, όπου υπήρχε ένα χρυσό ειδωλολατρικό άγαλμα. Μόλις το είδε, η ψυχή του πράου Σώζοντα παροργίστηκε. Τότε, με θάρρος πολύ έσπασε το δεξί χέρι του χρυσού αγάλματος, το πούλησε και τα έσοδα διαμοίρασε στους φτωχούς. Ο έπαρχος Μαξιμιανός αναστατώθηκε και φυλάκισε πολλούς ανεύθυνους.
Όταν το έμαθε αυτό ο Σώζων, παρουσιάστηκε στον έπαρχο και στις απειλές του με ήρεμο ύφος απάντησε ότι μέσα στο ναό το άγαλμα ήταν άχρηστο, ενώ έτσι ωφέλησε και κάποιους φτωχούς. Αμέσως τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τον έριξαν στη φωτιά, όπου ο πράος και ζηλωτής βοσκός απήλθε προς τον Κύριο.
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Δι’ όμφης ουρανίου πιστωθείς προς τα κρείττονα, τους της ευσέβειας αγώνας, απτοήτως διέδραμες· και ώφθης του Σωτήρος κοινωνός, αθλήσας Μάρτυς Σώζων άνδρικως· διά τούτο διασώζεις εκ πειρασμών, τους πίστει προσιόντας σοι. Δόξα Τω παρασχόντι σοι ίσχυν, δόξα Τω σε στεφανώσαντι, δόξα Τω ένεργουντι διά σού πάσιν ιάματα.
Έτερον Απολυτίκιον
Ήχος δ’.
Ο Μάρτυς σου Κύριε, εν τη αθλήσει αυτού, το στέφος εκομίσατο της αφθαρσίας, εκ σού του Θεού ημών· έχων γαρ την ισχύν σου, τους τυράννους καθείλεν έθραυσε και δαιμόνων τα ανίσχυρα θράση. Αυτού ταίς ικεσίαις Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον
Ήχος β’. Τους ασφαλείς.
Τον αληθή, και Θεοφόρον Μάρτυρα, και αθλητήν της ευσεβείας δόκιμον, συνελθόντες ανυμνήσωμεν, μεγαλοφώνως πάντες σήμερον, Σώζοντα τον Θείον μύστην της χάριτος, ιάσεων δοτήρα πλουσιώτατον· πρεσβεύει γαρ τω Θεώ, υπέρ πάντων ημών.
Κάθισμα
Ήχος δ’.
Ταχύ προκατάλαβε σωθείς διά πίστεως, Σώζων πολύαθλε, σωτήριος γέγονας, χειμαζομένων λιμήν, προνοία Χριστού του Θεού· βρύεις γαρ ιαμάτων, ποταμούς τοις ποθούσι, παύεις αρρωστημάτων, τον φλογμόν καθ᾿ εκάστην· διό την Θείαν μνήμην σου, πίστει γεραίρομεν.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου