Τα έχουμε ακούσει και διαβάσει πολλές φορές, τόσο από σχετικούς με το αντικείμενο όσο και από ασχέτους που απλώς γοητεύονται από τα χρυσοφόρα ταξίδια στα ..έγκατα της γης. Η Ελλαδίτσα μας διαθέτει Ορυκτό Πλούτο. Με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε βασικά και πολύτιμα μέταλλα (χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο, νικέλιο κλπ.) η Χώρα μας είναι από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιφέρειες της Ευρώπης και μπορεί με την αξιοποίηση των κοιτασμάτων αυτών να δημιουργήσει θέσεις εργασίας άμεσης απασχόλησης για την ανάπτυξη της χώρας.
Στην Ευρώπη, χρειαζόμαστε ετησίως περισσότερους από 3 δις τόνους Ορυκτές Πρώτες Ύλες από τις οποίες η ΕΕ εισάγει το 70% !. Παρά τη σημερινή οικονομική ύφεση, η ζήτηση για τα ορυκτά προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα 5-10 χρόνια, ακόμη και με αυξημένα επίπεδα της ανακύκλωσης. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η ελλάδα, θα μπορούσε να αποτελέσει μια “παραγωγική νησίδα” μέσα στην ΕΕ στον τομέα ορυκτού πλούτου.
Κι ακόμη στην Ελλάδα απαντώνται και ορυκτά από εκείνα (14 τον αριθμό) που θεωρούνται κρίσιμα και στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία: είναι το Αντιμόνιο (Sb), τα Πλατινοειδή μέταλλα (PGE), οι Σπάνιες γαίες (REE), τα Ga (Γάλλιο) – Ge (Γερμάνιο) – In (Ίνδιο) αλλά και ο Γραφίτης.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε και πολλά ακόμη για το σημαντικό και πολυποίκιλο αποθεματικό δυναμικό που παραδοσιακά διαθέτει η Ελλάδα. Σε μεταλλικά ορυκτά με ειδικό στρατηγικό ενδιαφέρον για τον τόπο μας (πχ. βωξίτης-αλουμίνιο, λατερίτης-νικέλιο κλπ), βιομηχανικά ορυκτά και μάρμαρα με παγκόσμιες περγαμηνές (πχ. περλίτης, χουντίτης, ατταπουλγίτης, λευκόλιθος-μαγνησία, άστριος, κλπ) και σημαντικές περιβαλλοντικές χρήσεις (διατομίτης, ζεόλιθος, μπεντονίτης, αμφιβολίτης, ελαφρόπετρα κλπ), αδρανή δομικά, πολλά υποσχόμενο γεωθερμικό δυναμικό, πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε χερσαίους ή και υποθαλάσσιους ορίζοντες κλπ.
Τα δισεκατομμύρια πλέον σφυρίζουν «επικίνδυνα» γύρω μας σχετικά με την ορυκτή μας παρακαταθήκη! Στα 28 δισ. ευρώ αποτιμάται από το ΙΓΜΕ το μεταλλευτικό απόθεμα σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους στο υπέδαφος της Ελλάδας. Στα 30 δις. εκτιμήθηκε η ίδια αξία σε πρόσφατο άρθρο του προέδρου του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) ενώ η εκτίμηση αυτή «ξεπέρασε» τα 40 δισ. ευρώ σε επίσης πρόσφατες δηλώσεις εκπροσώπων του ΥΠΕΚΑ στον τύπο αλλά και σε ημερίδα στο τμήμα Μηχ. ΟΠ της Κρήτης. Από αυτά τα 27,6 δισ. ευρω είναι εκείνα των μεταλλικών ορυκτών που προαναφέρθηκαν (εκ των οποίων τα 18 δισ. πιστώνονται στα χρυσοφόρα κοιτάσματα) και που εκτείνονται κυρίως σε διάφορες περιοχές της Κεντρικής-Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Σε 10 δισ. ευρώ υπολογίζεται η αξία των ορυκτών που αξιολογήθηκαν μέχρι τώρα από το ΥΠΕΚΑ, σε μια πραγματικά αξιόλογη προσπάθεια καταγραφής και αξιολόγησης του συνόλου των 100 δημόσιων μεταλλευτικών χώρων για τους οποίους υπάρχουν κοιτασματολογικά δεδομένα, μια προσπάθεια όμως που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και δεκαετίες. Επτά (7) από τους χώρους αυτούς, ανακοίνωσε, ότι επιδιώκει να εκμισθώσει το ΥΠΕΚΑ με άμεσους διεθνείς διαγωνισμούς.
Αν συμπεριληφθούν και τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και πετρελαίων τα παραπάνω νούμερα ωχριούν. Ξεκινούν από 1,5 ή και 2 τρις ευρω ποσό στο οποίο εκτιμώνται τα ορυκτά μας αποθέματα από ομάδα γεωλόγων καθηγητών για να φτάσουν πάνω από 200 ή και 300 τρις, όπως ισχυρίστηκε μετά βεβαιότητας (!!) έλληνας δημοσιογράφος (από το Σύδνεϋ) απαντώντας μάλιστα σε δημόσια διαβούλευση για την εθνική μεταλλευτική πολιτική, χωρίς φυσικά (!) να αποκαλύπτει τις πηγές του!
Δεν φτάνουν όμως μόνο τα κοιτάσματα και τα δις/τρις εκατομμύρια κάτω από τη γη μας ή τη θάλασσά μας, αγαπητοί φίλοι.
Καταρχήν, στις αποτιμήσεις που γίνονται σε χρηματική αξία πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί καθόσον η μεταλλευτική εκτιμητική είναι μια εξειδικευμένη επιστήμη. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι αξίες που φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα, στην περίπτωση που αποτελούν αποτέλεσμα υπολογισμού και όχι απλό αποκύημα της φαντασίας, δεν είναι παρά (απλή) εκτίμηση της περιεχόμενης στα κοιτάσματα συνολικής μεταλλικής αξίας με βάση τις τρέχουσες χρηματιστηριακές τιμές των μετάλλων. Δεν έχουν δηλ. υπολογισθεί σε αυτήν ούτε τα ενδεχόμενα σφάλματα στην αποτίμηση των αποθεμάτων, ούτε εκείνα που αφορούν την εκτίμηση των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων όταν επιλεγεί κι εφαρμοστεί συγκεκριμένη μέθοδος εκμετάλλευσης για συγκεκριμένο κοίτασμα, ούτε οι απώλειες επεξεργασίας του μεταλλεύματος (εμπλουτισμού, μεταλλουργίας κλπ.) με σκοπό την ανάκτηση συγκεκριμένου προϊόντος.
Για παράδειγμα, ο περίφημος χουντίτης/υδρομαγνησίτης στα Λεύκαρα Κοζάνης, ακατέργαστος έχει αξία 30-40 ευρώ ενώ κατεργασμένος με πολλές χρήσεις ως πληρωτική ή χρωστική ύλη, 300 ευρώ. Και από τα δύο όμως νούμερα πρέπει να αφαιρεθούν τα κόστη εξόρυξης και επεξεργασίας αντίστοιχα.
Επιπλέον, δεν έχουν συνυπολογιστεί τα «σκιώδη» κόστη που αφορούν την αποκατάσταση περιβάλλοντος και την φάση του κλεισίματος αλλά και τα αντισταθμιστικά οφέλη προς τις τοπικές κοινωνίες, κοινωνίες στα μάτια των οποίων η συγκεκριμένη δραστηριότητα έχει αφεθεί να απαξιωθεί επί δεκαετίες.
Κι ακόμη σε όλους τους παραπάνω υπολογισμούς γίνεται ένα λογικό άλμα, προεξοφλούμε δηλαδή ότι θα καθετοποιήσουμε την παραγωγή και θα έχουμε τελικά προϊόντα με την μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία. Αυτό μπορεί να είναι το δέον γενέσθαι δεν αποτελεί όμως το σύνηθες. Ο βωξίτης, για παράδειγμα, και οι πάνω από 2 εκατ. τον. που εξορύσσονται ετησίως, στην μεγαλύτερη βωξιτοπαραγωγό χώρα της ΕΕ, δεν οδηγούνται όλοι στην καθετοποιημένη παραγωγή αλουμινίου αλλά πάνω από 800 χιλ. εξάγονται αυτούσιοι χωρίς επεξεργασία. Το ίδιο συμβαίνει και στα περισσότερα βιομηχανικά ορυκτά και φυσικά στο λιγνίτη που ούτως ή άλλως οδηγείται στους ΘΗΣ της ΔΕΗ ΑΕ και δεν τιμολογείται.
Αρα, εν κατακλείδι, μιλάμε για υπερεκτιμήσεις (αν ληφθεί υπόψιν και το υπερδεκαετές ραλι των μετάλλων στα διεθνή χρηματιστήρια) που όμως διατηρούν την αξία τους, τηρουμένων των συνθηκών που προαναφέραμε.
Ευτυχώς, στην περίπτωση της γεωθερμίας, ελλείψει περιεχομένου μετάλλου, έχει αποφευχθεί η προσπάθεια αποτύπωσης της προσδοκώμενης αξίας του ενεργειακού ρευστού πριν την αξιοποίησή του. Τέλος, στα κοιτάσματα πετρελαίου-φυσικού αερίου τα προβλήματα εκτίμησης είναι ακόμη δυσκολότερα, ελλείψει ερευνητικών δεδομένων, διότι το ελληνικό υπέδαφος χαρακτηρίζεται ως ανεξερεύνητο (terra incognita!), στο οποίο έχουν γίνει συνολικά ελάχιστες γεωτρήσεις (180 περίπου αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο στην Αλβανία έχουμε πάνω από 2.500) ενώ οι σεισμικές έρευνες που κι αυτές μόνο για το Ιόνιο έχουν προκηρυχθεί, δεν επιτρέπουν ασφαλείς εκτιμήσεις.
1greek του Πέτρου Τζεφέρη, δρ. μηχανικού μεταλλείων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου