Φιλοσοφία εστί μεγίστη μουσική κατά τον Πλατωνικό «Φαίδωνα»[1] και το τελευταίο μάθημα πριν την φιλοσοφία στην Πλατωνική «Πολιτεία» είναι η μουσική. Οπότε, όπως η διαλεκτική είναι ο θριγκός[2] της φιλοσοφίας, έτσι και η φιλοσοφία είναι ο θριγκός της μουσικής. Εξάλλου στους τρεις (3), των επιμέρους ψυχών, αναβαθμούς, ο μουσικός είναι αμέσως μετά τον φιλόσοφο[3]. Ας μη ξεχνούμε, επίσης, ότι η μουσική πηγάζει από τις Μούσες και οι δύο (2) πρεσβύτερες, Καλλιόπη και Ουρανία, είναι η μούσες της φιλοσοφίας[4].
Τα όργανα της μουσικής χωρίζονται στα κρουστά, στα πνευστά και στα έγχορδα. Από αυτές τις 3 κατηγορίες θα αναφερθούμε στις 2 τελευταίες και συγκεκριμένα στον αυλό (πνευστό) και στην κιθάρα (έγχορδο).
Τρία δὲ ταῦτα ἐπαιδεύοντο ἐν Ἀθήνησι, γράμματα, κιθαρίζειν, παλαίειν, διὰ τὸ ἐπικοσμεῖν, ὡς ἐν ἀρχῇ προείρηται, τὴν τριμέρειαν τῆς ψυχῆς [5] · διὰ μὲν τῶν γραμμάτων τὸν λόγον, διὰ δὲ τῆς κιθάρας τὸν θυμὸν τιθασεύοντες, διὰ δὲ τοῦ παλαίειν ῥωννύντες τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἀμάλθακτον αὐτὴν ποιοῦντες. ἐπάγει δὲ ὅτι “αὐλεῖν δέ γε οὐκ ἤθελες”[6]. διὰ πολλὰς δὲ αἰτίας οὐκ ἐπετήδευον τὸν αὐλόν· πρῶτον μὲν ὅτι ἐκστατικὸς οὗτος καὶ μᾶλλον ἐνθουσιαστικὸς καὶ οὐ παιδευτικός. ἐν μὲν γὰρ τῷ κιθαρίζειν δυνατὸν καὶ λόγῳ χρῆσθαι, ἐν δὲ τῷ αὐλεῖν οὐδαμῶς· οὐ μόνον δὲ αὐτὸς οὐ δύναται λόγῳ χρῆσθαι ἢ ᾄδειν, ἀλλ᾽ οὐδὲ ἄλλου ᾄδοντος ἀκούειν, θορυβώδης γὰρ οὗτος· διὸ “κιθαρῳδία” μὲν εἴρηται, “αὐλῳδία” δὲ οὔ. καὶ ἡ Ἀθηνᾶ δὲ διὰ τοῦτο τὸν αὐλὸν ἀπέρριψεν ὡς ἐμπόδιον ὄντα τῷ λόγῳ (ἔφορος δὲ σοφίας ἡ θεός)· ὡς δέ φασιν οἱ ποιηταί, διότι τὸ πρόσωπον ἀπρεπὲς ἑώρα. ἢ καὶ τοῦτο νοητέον οὕτως, ὅτι πρόσωπον τῆς ἀπηχήσεως ὁ λόγος, ὁ δὲ αὐλὸς τῷ λόγῳ πολέμιος. καὶ ὁ ποιητὴς δὲ τοῖς Ἕλλησιν ἀποδίδωσι πανταχοῦ τὸ κιθαρίζειν, οὐδαμοῦ δὲ αὐτοὺς εἰσήγαγεν αὐλοῦντας· ἀλλὰ τοῖς Τρωσὶ βαρβάροις οὖσιν ἀπένειμε τὸν αὐλόν, περὶ ὧν καὶ τὸ “Τρῶες μὲν κλαγγῇ ἐνοπῇ τ᾽ ἴσαν, ὄρνιθες ὥς”, εἴρηκε. καλῶς δὲ τούτοις τὸν αὐλὸν ἀποδέδωκεν, ὡς Φρυξίν· ἐν Φρυγίᾳ γὰρ λέγεται εὑρεθῆναι ὁ αὐλὸς περὶ τὰ μυστήρια καὶ τοὺς ἐνθουσιασμούς. ἔνθα καὶ ὁ Μαρσύας ἦν, ὃς ἀγωνισάμενος περὶ μουσικῆς πρὸς Ἀπόλλωνα ἡττήθη χρώμενος αὐλῷ, ἐκείνου δὲ κιθάραν ἔχοντος. καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Ἀλκιβιάδης περὶ τῶν Θηβαίων ἔφη· “αὐλείτωσαν Θηβαίων παῖδες, διαλέγεσθαι γὰρ οὐκ ἴσασιν”.
(Βλ., Ολυμπιόδωρος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος Αλκιβιάδην» 65.20-67.6)
Ειδικότερα ο Πρόκλος[7] μας αναφέρει για την αυλητική:
Τὸν δὲ <αὐλὸν> κατιδεῖν ἄξιον δι᾽ ἣν αἰτίαν ὁ Ἀλκιβιάδης οὐ προσήκατο· καίτοι καὶ ἡ αὐλητικὴ μουσική τίς ἐστιν. ἤδη μὲν οὖν τινὲς εἰρήκασιν ὅτι καλλωπιστὴς ὢν οὗτος ἐκ παιδὸς οὐ προσῆλθε τῇ αὐλητικῇ τὴν ἐν τῷ προσώπῳ καὶ τῷ ἄλλῳ παντὶ σώματι φεύγων ἀσχημοσύνην ἐκ τῆς τῶν αὐλῶν ἐμπνεύσεως· ἄσχημον γὰρ τὸ χρώμενον φαίνεται τοῖς τοιούτοις ὀργάνοις. ἔστι δὲ ἡ ἀπόδοσις αὕτη καὶ ἄλλως προπετὴς τοῦ Ἀλκιβιάδου καταψηφιζομένη τὴν περὶ τοὺς καλλωπισμοὺς πτοίαν καὶ τὸ κοινὸν οὐχ ὁρῶσα τῆς ὅλης εὐγενείας φυλαττομένης τὸν αὐλόν. κάλλιον δὲ λέγειν ὅτι καὶ ὀρθαὶ πολιτεῖαι τὴν αὐλητικὴν ἀπεστράφησαν· οὐκοῦν οὐδὲ ὁ Πλάτων αὐτὴν παραδέχεται. τὸ δὲ αἴτιον ἡ ποικιλία τοῦδε τοῦ ὀργάνου, τοῦ αὐλοῦ λέγω, ὃ καὶ τὴν τέχνην τὴν χρωμένην αὐτῷ ἀπέφηνε φευκτήν· καὶ γὰρ <τὰ παναρμόνια> καὶ ἡ πολυχορδία <μιμήματα τῶν αὐλῶν ἐστίν>· ἕκαστον γὰρ τρύπημα τῶν αὐλῶν τρεῖς φθόγγους, ὥς φασι, τοὐλάχιστον ἀφίησιν, εἰ δὲ καὶ τὰ παρατρυπήματα ἀνοιχθείη, πλείους. δεῖ δὲ οὐ πᾶσαν παρα δέχεσθαι τὴν μουσικὴν εἰς τὴν παιδείαν, ἀλλ᾽ ὅσον ἐστὶν αὐτῆς ἁπλοῦν. ἔτι τοίνυν τῶν μουσικῶν τούτων ὀργάνων τὰ μέν ἐστι καταστηματικά, τὰ δὲ κινητικά, τὰ μὲν στάσει προσήκοντα, τὰ δὲ κινήσει. τὰ μὲν οὖν καταστηματικὰ πρὸς παιδείαν ἐστὶν ἀνυσιμώτατα, τὸ ἦθος ἡμῶν εἰς τάξιν ἄγοντα καὶ τὸ θορυβῶδες καταστέλλοντα τῆς νεότητος καὶ τὸ κεκινημένον εἰς ἡσυχιότητα καὶ εἰς σωφροσύνην περιάγοντα, τὰ δὲ κινητικὰ πρὸς ἐνθουσίαν οἰκειότατα. διὸ δὴ καὶ ἐν τοῖς μυστηρίοις καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς χρήσιμος ὁ αὐλός. χρῶνται γὰρ αὐτοῦ τῷ κινητικῷ πρὸς τὴν τῆς διανοίας ἔγερσιν ἐπὶ τὸ θεῖον· δεῖ γὰρ τὸ μὲν ἄλογον κοιμίζειν, τὸν δὲ λόγον ἀνακινεῖν. διὸ παιδεύοντες μὲν τοῖς κατα στηματικοῖς χρῶνται, τελοῦντες δὲ τοῖς κινητικοῖς· τὸ μὲν γὰρ παιδευόμενον τὸ ἄλογόν ἐστι, τὸ δὲ τελούμενον καὶ ἐνθουσιάζον ὁ λόγος.
Δηλαδή:
Αξίζει όμως να δούμε για ποια αιτία ο Αλκιβιάδης δεν ήθελε να μάθει τον αυλό, μολονότι και η αυλητική είναι είδος μουσικής. Μέχρι τώρα έχουν πει κάποιοι ότι, επειδή από μικρό παιδί ήταν φιλάρεσκος, δεν πήγε να μάθει την αυλητική για ν’ αποφύγει την ασχήμια που φέρνει στο πρόσωπο, αλλά και γενικά σε όλο το σώμα, το φύσημα του αυλού˙ είναι γεγονός, όποιος χρησιμοποιεί τέτοια όργανα φαίνεται άσχημος. Η παραπάνω εξήγηση είναι ούτως ή άλλως επιπόλαιη, αφού καταλογίζει στον Αλκιβιάδη υπέρμετρο ενδιαφέρον για την εμφάνισή του και παραβλέπει την κοινή συνήθεια όλων των ευγενών που διατηρούν τον αυλό. Είναι ωραιότερο να πούμε ότι και τα σωστά πολιτεύματα αποστράφηκαν την αυλητική, την οποία βέβαια ούτε ο Πλάτων την δέχεται. Αιτία είναι η ποικιλομορφία του οργάνου τούτου, του αυλού εννοώ, που εμφανίζει προς αποφυγήν και την τέχνη η οποία το χρησιμοποιεί˙ διότι “τα πολυαρμονικά[8]” και η πολυχορδία “είναι μιμήματα των αυλών”, αφού κάθε τρύπα των αυλών βγάζει, όπως λένε, τρεις τουλάχιστον ήχους, κι αν μάλιστα ανοιχτούν και οι πλαϊνές τρύπες, περισσότερους. Δεν πρέπει όμως να δεχόμαστε το σύνολο της μουσικής στην παιδεία, αλλά το μέρος της μόνο που είναι απλό. Επιπλέον, από τα μουσικά όργανα άλλα είναι καταστηματικά (καταπραϋντικά) και άλλα κινητικά, με τα πρώτα να ταιριάζουν στην στάση και τα δεύτερα στην κίνηση. Τα καταστηματικά είναι πολύ αποτελεσματικά στην παιδεία, καθώς οδηγούν το ήθος μας στην τάξη, καταστέλλουν το θορυβώδες της νεότητάς μας και καθοδηγούν στην περιαγωγή προς ησυχία και σωφροσύνη, ενώ τα κινητικά είναι οικειότατα για ενθουσιασμό. Δια τούτο λοιπόν και στα Μυστήρια και στις Τελετές είναι χρήσιμος ο αυλός, διότι αξιοποιούν την κινητική δύναμή του για την έγερση της διάνοιας προς το Θείο˙ πραγματικά, πρέπει το δε άλογο κοιμίζειν και τον δε λόγο(λογικό μέρος) ανακινείν. Δια αυτό και στην εκπαίδευση χρησιμοποιούν καταστηματικά (καταπραϋντικά) όργανα και στις τελετές κινητικά, αφού αυτό που εκπαιδεύεται είναι το άλογο, ενώ αυτό που είναι στις τελετές και στον ενθουσιασμό[9] είναι το λογικό.
Ως βλέπουμε, για την εκπαίδευση της ψυχής, στην Αθήνα είχαν τη γραμματική, την εκμάθηση κιθάρας και την πάλη(γυμναστική). Η γραμματική εκπαιδεύει το λογικό μέρος τη ψυχής, η κιθάρα το θυμοειδές και η πάλη το επιθυμητικό. Ο αυλός όντας ενθουσιαστικός ξεπερνάει, τρόπο τινά, το θέμα της παιδεύσεως και κινεί το λογικό μέρος, δηλαδή εφόσον είναι ήδη σε ένα κάποιο ανώτερο επίπεδο το λογικό μέρος, δραστηριοποιείται από τον αυλό, εξού και δεν χρειάζεται ο λόγος ως φωνή, ενεργοποιεί τρόπο τινά την διάνοιά του και λειτουργεί στα Μυστήρια. Ας μη ξεχνάμε ότι τη μαντική μανία την απέδωσε στον Απόλλωνα, ενώ την τελεστική στον Διόνυσο[10], και για αυτό οι ακόλουθοι του Διονύσου, Σάτυροι, Σιληνοί και Πάνες, χρησιμοποιούν τον αυλό!
Συγγραφέας: Γουλέτας Παναγιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου