Αθηνάς Κακούρη
Πότε λοιπόν, και πώς πραγματικά, δημιουργήθηκε το κράτος όπου ζούμε τώρα;
Το νεώτερο ελληνικό κράτος κήρυξε την πολιτική του ύπαρξη και ανεξαρτησία στα 1822, ένα χρόνο μετά την έναρξη μιας Επανάστασης που κράτησε συνολικά οκτώμισι χρόνια. Τότε πια αναγκάστηκαν και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη να το αναγνωρίσουν.
Επανάσταση σημαίνει πως πολλοί άνθρωποι σηκώνουν μαζί τα όπλα εναντίον κάποιου και ζητούν κάτι. Στην περίπτωση του 1821 οι προπάπποι των προπάππων σου σήκωσαν μαζί τα όπλα εναντίον των Τούρκων και ζήτησαν την ελευθερία να ξαναδημιουργήσουν το κράτος που είχαν κάποτε.
Εκείνο το κράτος τους ήταν το Ανατολικό Ρωμαϊκό, η Ρωμανία, μια Αυτοκρατορία την οποία σχετικά πρόσφατα Ευρωπαίοι μελετητές ονομάτισαν Βυζάντιο. Το Βυζάντιο αποτελούσε το ανατολικό μισό της τεράστιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος το έκαμε χριστιανικό, ακολούθως δε έγινε και ελληνόφωνο. Μια Αυτοκρατορία Ελληνική; Θα σε ενδιέφερε ίσως κάποια στιγμή να εξετάσεις τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ειδικοί επιστήμονες και να κρίνεις μόνος σου.
Για πολλούς αιώνες το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος πολεμούσε εναντίον κάθε λογής αλλόδοξων κυρίως λαών που το έζωναν απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Είχε ήδη αδυνατίσει πολύ όταν στα 1204 μια Σταυροφορία, με αρχηγό τον Βενετό δόγη Δάνδολο, λοξοδρόμησε και –ξεχνώντας τους Αγίους Τόπους– ρίχτηκε στην Κωνσταντινούπολη, την κατέλαβε και τη λεηλάτησε. Ήταν μια πολύ πλούσια πόλη και τα λάφυρα ήταν πολλά. Οι Δυτικοί άρπαξαν ό,τι μπορούσαν, πάνω στη βιασύνη τους κατέστρεψαν πολλά έργα τέχνης, ενώ μερικά τα έστειλαν να στολίσουν τη Βενετία.
Το διασημότερο απ’ αυτά είναι ένα σύμπλεγμα τεσσάρων αλόγων. Είναι χάλκινα επιχρυσωμένα και θεωρούνται έργα του Λυσίππου, ο Νέρων τα είχε εγκαταστήσει στην Αψίδα του Θριάμβου στη Ρώμη κι από εκεί ο Μέγας Κωνσταντίνος τα είχε μεταφέρει στην καινούργια του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Τα άλογα αυτά, που φυλάσσονται πια στο Μουσείο της Βενετίας, στόλισαν για πολλούς αιώνες τον Άγιο Μάρκο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Έκαμαν όμως και ένα ταξίδι στο Παρίσι, όπου τα έστειλε ο Ναπολέων όταν κατέλαβε τη Βενετία, και απ’ όπου επεστράφησαν μετά την πτώση του, στα 1815.
Οι Βυζαντινοί δεν ξέχασαν ποτέ το 1204 και τη δυτική αρπακτικότητα. Μετά από πενήντα περίπου χρόνια μπόρεσαν να ανακτήσουν την πρωτεύουσά τους και η ανεξάρτητη ύπαρξή τους συνεχίστηκε υπό τη δυναστεία των Παλαιολόγων, για περίπου διακόσια χρόνια ακόμη, φθίνοντας όμως διαρκώς, μέχρι που δεν τους είχε μείνει πια παρά η Βασιλεύουσα, η Πόλη δηλαδή…
Ο εχθρός που τελικά κατέλυσε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν οι Τούρκοι, ένας νομαδικός λαός που είχε κατεβεί από τα ασιατικά υψίπεδα γύρω στον 11ο αιώνα, είχε σταδιακά απλωθεί σε πολλές περιοχές της Μικρασίας, είχε εγκατασταθεί και στη Θράκη και τέλος πολιόρκησε στενά την Κωνσταντινούπολη και την κατέλαβε στα 1453.
Στα χίλια περίπου χρόνια που είχε κρατήσει το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος (το Βυζάντιο) πολλοί και διαφορετικοί λαοί είχαν ζήσει μέσα σ’ αυτό έχοντας επί κεφαλής έναν Αυτοκράτορα, που η καταγωγή του δεν ήταν αποκλειστικά ελληνική, μία γλώσσα της διοικήσεως, την ελληνική, και μία θρησκεία, την Ορθόδοξη. Απ’ όλους τους διάφορους λαούς που είχαν κάποτε αποτελέσει το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, ένας –οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής (μπορούμε να τους λέμε εδώ Έλληνες, Ρωμηούς ή Γραικούς, όλα είναι καλά για τις ανάγκες αυτής εδώ της αφήγησης)–, αυτοί, οι Έλληνες, Ρωμηοί ή Γραικοί λοιπόν, θεώρησαν το πάρσιμο της Πόλης δική τους απώλεια και δεν έπαψαν να θρηνούν το κράτος που έχασαν και να μνημονεύουν την Πόλη και τους παλαιούς τους Αυτοκράτορες, με τραγούδια, παραμύθια, απεικονίσεις σε ξυλόγλυπτα, σε κεντήματα, σε υφαντά.
Ο Σουλεϊμάν ο Α΄, ο Μεγαλοπρεπής
Οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν κι αυτοί έναν αρχηγό του κράτους, τον Σουλτάνο, είχαν και τη δική τους γλώσσα, ένα μείγμα από τουρκικά, αραβικά και περσικά, στην οποίαν γράφηκαν πολλά ωραία πράγματα. Είχαν επίσης μία θρησκεία, την πίστη στον προφήτη Μωάμεθ, το Ισλάμ.
Με την επικράτησή τους, η γλώσσα της διοίκησης έγινε μία, ο Σουλτάνος ο αφέντης όλων και ο μουσουλμανισμός η θρησκεία του κράτους.
Θεωρητικά ο Σουλτάνος θα μπορούσε να εξαφανίσει κάθε κατάλοιπο του Βυζαντίου, αφομοιώνοντας με καταναγκασμό τους λαούς. Εδώ όμως συναντούσε το μεγάλο εμπόδιο της θρησκείας του, που του απαγόρευε να εξισλαμίσει διά της βίας – αλλά επίσης του απαγόρευε και να φορολογεί βαριά τους μουσουλμάνους.
Επομένως αν όλοι οι κατακτημένοι αλλαξοπιστούσαν, τότε ο Σουλτάνος δεν θα είχε ποιον να φορολογήσει. Κι αν πάλι έκοβε όλα τα κεφάλια όλων των κατακτημένων που δεν είχαν αλλαξοπιστήσει, πάλι δεν θα είχε ποιον να φορολογήσει.
Αυτό μάλιστα ακριβώς υπέδειξε στον Σελήμ Β΄ (16ος αι.) ο Μεγάλος Βεζίρης του, ο Μεχμέτ Σοκόλλης, όταν εκείνος ο Σουλτάνος θέλησε κάποια στιγμή να κάμει όλους τους υπηκόους του μωαμεθανούς.
«Ό,τι διατάξεις, αφέντη», του είπε ο Σοκόλλης, «μόνο να μου πεις μετά από πού θα βρω να γεμίσω τα ταμεία».
Υπήρχε κι ένας πρόσθετος λόγος: οι Σουλτάνοι, που γύρευαν αντιστάθμισμα για να μην είναι υποχείριοι ούτε των Ουλεμάδων, δηλαδή των θρησκευτικών ηγετών, ούτε του στρατού τους, έβλεπαν χρησιμότατη την ύπαρξη των ραγιάδων, της δεξαμενής δηλαδή απ’ όπου αντλούσαν τους γενίτσαρους, μια τρίτη ισχυρή τάξη εξαρτημένη απ’ ευθείας από τον θρόνο τους.
Γι’ αυτούς λοιπόν –και για μερικούς άλλους λόγους– οι Οθωμανοί έδωσαν σε όσους κατακτημένους πίστευαν στη Βίβλο (δηλαδή στους Χριστιανούς και στους Εβραίους) το δικαίωμα να κρατήσουν τη θρησκεία τους, εξαγοράζοντας την άδεια να κρατήσουν και το κεφάλι τους με την πληρωμή ενός φόρου, του κεφαλικού.
Στην αρχή η τουρκική διοίκηση ήταν δίκαιη και αποτελεσματική – πιο δίκαιη μάλιστα και πιο
Οι Οθωμανοί είχαν αρχικά ένα αγριότατο σύστημα επιλογής του Σουλτάνου: αυτός που γινόταν Σουλτάνος έσφαζε αμέσως όλα του τα πολυάριθμα αδέρφια, είτε ετεροθαλή ήταν είτε από την ίδια μητέρα. Επίσης, την πρώτη αυτή περίοδο οι Οθωμανοί είχαν την τύχη να διοικηθούν διαδοχικά από δέκα λαμπρά άτομα, Σουλτάνους που ο ένας μετά τον άλλον είχαν όλοι τους ξεχωριστές ικανότητες.
Κατόπιν το σύστημα της διαδοχής έγινε πιο ήπιο κι ανθρωπινό: ο Σουλτάνος δεν έσφαζε τ’ αδέρφια του, τα περιόριζε σε μικρά παλάτια, όπου ζούσαν για να γλεντούν με τα χαρέμια τους, αλλά χωρίς φίλους και χωρίς καθήκοντα. Έτσι όταν ο Σουλτάνος πέθαινε, αυτός που τον διαδεχόταν ήταν ένα πρόσωπο όχι μόνον γερασμένο αλλά και αποκομμένο από την πραγματικότητα γύρω του.
Τότε (τον 17ο αι.) άρχισαν οι ευνούχοι των χαρεμιών να παίρνουν δύναμη στα χέρια τους. Καθώς περνούσαν οι αιώνες η οθωμανική διοίκηση χαλάρωνε, στρεβλωνόταν, γινόταν ολοένα πιο σπάταλη και αναποτελεσματική, δίπλα στους παλαιούς φόρους έμπαιναν νέοι και ολοένα περισσότερα δοσίματα, ενώ ολόκληρο το σύστημα διαφθειρόταν και παρέλυε.
Μάνα μ’, σου λέω δεν μπορώ…
Στο τέλος, οι χριστιανοί αγρότες, όσο κι αν δούλευαν, άλλο δεν κατάφερναν παρά να φτωχαίνουν, μέχρι που αρκετοί απαυδούσαν Μάνα μ’, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, όπως λέει και το τραγούδι. Έτσι λοιπόν, έβγαιναν στο κλαρί. Κλαρί λένε, σε ορισμένες περιοχές μας, τα δέντρα. Αυτοί που έβγαιναν στο κλαρί, κατέφευγαν στα κλαριά, στα δάση, δηλαδή πάνω στα βουνά, και εκεί ζούσαν με κλεψιές.
Τέτοιες ομάδες δεν θα μπορούσαν να σταθούν στη Μικρασία, γιατί οι τουρκικοί πληθυσμοί εκεί ήταν συμπαγείς. Μπορούσαν όμως να ζήσουν, και μάλιστα ευδοκιμούσαν, πάνω στα δύσβατα όρη της Βαλκανικής χερσονήσου όπου ο ντόπιος πληθυσμός τούς ήταν φιλικός.
Για να συμμαζεύει κάπως αυτούς τους κλέφτες που παρεμπόδιζαν το εμπόριο, τις επικοινωνίες με την Πόλη και –το χειρότερο απ’ όλα– την κανονική εισροή των φόρων, η τουρκική διοίκηση δημιουργούσε ομάδες ανδρών, στους οποίους έδινε την άδεια να φέρουν όπλα και τους ανέθετε να αστυνομεύουν την ύπαιθρο. Ήταν κι αυτοί Ρωμηοί και ονομάζονταν αρματολοί, από τα άρματα που αυτοί είχαν το δικαίωμα να φέρουν, ενώ σ’ όλους τους άλλους απαγορευόταν.
Οι αρματολοί δεν ανήκαν στον τακτικό τουρκικό στρατό, όπου μόνον μωαμεθανοί επιτρεπόταν να υπηρετήσουν. Τους χρειαζόταν η Διοίκηση μόνο και μόνο για να κρατούν την τάξη στα βουνά, πράγμα που μπορούσαν να κάμουν καλύτερα ντόπιοι, επειδή είχαν ολόγυρά τους συγγενολόι, φίλους, κουμπάρους – ένα μεγάλο δίχτυ γνωριμιών για να το δραστηριοποιούν και να τους στηρίζει.
Πολύ συχνά κλέφτες, που είχαν αποδειχθεί γενναίοι και καλοί γνώστες του τόπου τους, δελεάζονταν για να γίνουν αρματολοί, κι αντίστροφα, αρματολοί ξεσηκώνονταν και γίνονταν κλέφτες.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που είχε κάμει και κλέφτης και αρματολός όπως ακριβώς και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν, μεταχειρίζεται τους δυο όρους αδιακρίτως, και λέει πως οι κλέφτες είχαν τάξεις Α, Β, Γ και Δ ανάλογα με την αξιότητά τους:
Οι κλέφτες και αρματολοί, μας λέει στη Διήγηση συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, ήταν χωρισμένοι σε τρεις τάξεις, ανάλογα με το πόσο άξιοι ήταν, και υπήρχε και μια τέταρτη τάξη που περιλάμβανε τους ψυχογιούς. Το αξίωμά τους το κέρδιζαν με την ανδρεία τους ή με τη φρόνησή τους. Όταν ήταν αρματολοί, έπαιρναν μισθό. Όταν ήταν κλέφτες, είχαν μερίδιο στα λάφυρα. Όταν έσφαλλαν, τους έκοβαν τα μαλλιά ή τους ξαρμάτωναν. Τις γυναίκες τις σέβονταν, όποιος βίαζε γυναίκα διωχνόταν. Η διασκέδασή τους ήταν χοροί, ηρωικά τραγούδια, ταμπουράδες, συναγωνισμός στο πήδημα και στις αμάδες. Τα τραγούδια τα συνέθεταν οι χωριάτες, οι τυφλοί με τις λύρες, και υμνούσαν στρατιωτικά κατορθώματα. Τα άρματά τους ήταν πιστόλες, ζωστά σπαθιά, ζάβες στα ποδάρια και τσαπράζια στο στήθος. Το καπετανάτο το έπαιρνε ο γιος, όχι ο πρωτότοκος αλλά ο πιο άξιος. Τα μοναστήρια τούς βοηθούσαν. Οι γεωργοί και οι βοσκοί τούς έδιναν πληροφορίες, ζωοτροφές και πολεμοφόδια.
Όταν στον πόλεμο λαβωνόταν κανένας βαριά και δεν μπορούσαν να τον πάρουν, τον φιλούσαν κι έπειτα του έκοβαν το κεφάλι. Το είχαν για ατιμία να πάρουν οι Τούρκοι το κεφάλι του.
Γιατί δεν αλλαξοπίστησαν όμως;
Γιατί παρέμεναν Ρωμηοί; Το να είσαι Ρωμηός σήμαινε πως είσαι υποδεέστερος, ένα πράγμα δεύτερο, κάτι περίπου σαν τους μαύρους που πουλιούνταν δούλοι στην Αμερική. Όσο σπουδαίος κι αν γινόσουν, η κατηγορία στην οποίαν ανήκες ήταν πάντα αυτή: η κατώτερη, του άπιστου. Ως τέτοιοι έζησαν επί αιώνες οι Ρωμηοί μέσα στην αχανή Αυτοκρατορία των Οθωμανών.
Το παρόν αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «1821, η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε. Πότε και πώς δημιουργήθηκε το κράτος όπου ζούμε σήμερα» της Αθηνάς Κακούρη.
Ο καθένας τους εν τούτοις θα μπορούσε να μεταπηδήσει εύκολα και να απολαύσει τα πολλά πλεονεκτήματα του Οθωμανού: αρκούσε να αλλάξει την πίστη του.
Μερικοί το έκαναν πράγματι. Πάρα πολλοί όμως δεν το έκαναν. Γιατί δεν τούρκεψε ολόκληρη η Μικρασία; Γιατί ούτε τα Ιόνια Νησιά δεν φράγκεψαν; Γιατί άραγε; Γιατί, αντιθέτως, έχουμε στα μεγάλα αστικά κέντρα όλους αυτούς τους νεομάρτυρες, άτομα δηλαδή που ξαφνικά, ακόμη κι από κάποιο τυχαίο γεγονός, καλούνται να τουρκέψουν και προτιμούν να παραδοθούν στα βασανιστήρια αλλά να πεθάνουν χριστιανοί ορθόδοξοι;
http://www.filistor.net/2013/04/224
http://www.enromiosini.gr/
Πότε λοιπόν, και πώς πραγματικά, δημιουργήθηκε το κράτος όπου ζούμε τώρα;
Το νεώτερο ελληνικό κράτος κήρυξε την πολιτική του ύπαρξη και ανεξαρτησία στα 1822, ένα χρόνο μετά την έναρξη μιας Επανάστασης που κράτησε συνολικά οκτώμισι χρόνια. Τότε πια αναγκάστηκαν και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη να το αναγνωρίσουν.
Επανάσταση σημαίνει πως πολλοί άνθρωποι σηκώνουν μαζί τα όπλα εναντίον κάποιου και ζητούν κάτι. Στην περίπτωση του 1821 οι προπάπποι των προπάππων σου σήκωσαν μαζί τα όπλα εναντίον των Τούρκων και ζήτησαν την ελευθερία να ξαναδημιουργήσουν το κράτος που είχαν κάποτε.
Εκείνο το κράτος τους ήταν το Ανατολικό Ρωμαϊκό, η Ρωμανία, μια Αυτοκρατορία την οποία σχετικά πρόσφατα Ευρωπαίοι μελετητές ονομάτισαν Βυζάντιο. Το Βυζάντιο αποτελούσε το ανατολικό μισό της τεράστιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος το έκαμε χριστιανικό, ακολούθως δε έγινε και ελληνόφωνο. Μια Αυτοκρατορία Ελληνική; Θα σε ενδιέφερε ίσως κάποια στιγμή να εξετάσεις τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ειδικοί επιστήμονες και να κρίνεις μόνος σου.
Για πολλούς αιώνες το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος πολεμούσε εναντίον κάθε λογής αλλόδοξων κυρίως λαών που το έζωναν απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Είχε ήδη αδυνατίσει πολύ όταν στα 1204 μια Σταυροφορία, με αρχηγό τον Βενετό δόγη Δάνδολο, λοξοδρόμησε και –ξεχνώντας τους Αγίους Τόπους– ρίχτηκε στην Κωνσταντινούπολη, την κατέλαβε και τη λεηλάτησε. Ήταν μια πολύ πλούσια πόλη και τα λάφυρα ήταν πολλά. Οι Δυτικοί άρπαξαν ό,τι μπορούσαν, πάνω στη βιασύνη τους κατέστρεψαν πολλά έργα τέχνης, ενώ μερικά τα έστειλαν να στολίσουν τη Βενετία.
Το διασημότερο απ’ αυτά είναι ένα σύμπλεγμα τεσσάρων αλόγων. Είναι χάλκινα επιχρυσωμένα και θεωρούνται έργα του Λυσίππου, ο Νέρων τα είχε εγκαταστήσει στην Αψίδα του Θριάμβου στη Ρώμη κι από εκεί ο Μέγας Κωνσταντίνος τα είχε μεταφέρει στην καινούργια του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Τα άλογα αυτά, που φυλάσσονται πια στο Μουσείο της Βενετίας, στόλισαν για πολλούς αιώνες τον Άγιο Μάρκο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Έκαμαν όμως και ένα ταξίδι στο Παρίσι, όπου τα έστειλε ο Ναπολέων όταν κατέλαβε τη Βενετία, και απ’ όπου επεστράφησαν μετά την πτώση του, στα 1815.
Οι Βυζαντινοί δεν ξέχασαν ποτέ το 1204 και τη δυτική αρπακτικότητα. Μετά από πενήντα περίπου χρόνια μπόρεσαν να ανακτήσουν την πρωτεύουσά τους και η ανεξάρτητη ύπαρξή τους συνεχίστηκε υπό τη δυναστεία των Παλαιολόγων, για περίπου διακόσια χρόνια ακόμη, φθίνοντας όμως διαρκώς, μέχρι που δεν τους είχε μείνει πια παρά η Βασιλεύουσα, η Πόλη δηλαδή…
Ο εχθρός που τελικά κατέλυσε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν οι Τούρκοι, ένας νομαδικός λαός που είχε κατεβεί από τα ασιατικά υψίπεδα γύρω στον 11ο αιώνα, είχε σταδιακά απλωθεί σε πολλές περιοχές της Μικρασίας, είχε εγκατασταθεί και στη Θράκη και τέλος πολιόρκησε στενά την Κωνσταντινούπολη και την κατέλαβε στα 1453.
Στα χίλια περίπου χρόνια που είχε κρατήσει το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος (το Βυζάντιο) πολλοί και διαφορετικοί λαοί είχαν ζήσει μέσα σ’ αυτό έχοντας επί κεφαλής έναν Αυτοκράτορα, που η καταγωγή του δεν ήταν αποκλειστικά ελληνική, μία γλώσσα της διοικήσεως, την ελληνική, και μία θρησκεία, την Ορθόδοξη. Απ’ όλους τους διάφορους λαούς που είχαν κάποτε αποτελέσει το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, ένας –οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής (μπορούμε να τους λέμε εδώ Έλληνες, Ρωμηούς ή Γραικούς, όλα είναι καλά για τις ανάγκες αυτής εδώ της αφήγησης)–, αυτοί, οι Έλληνες, Ρωμηοί ή Γραικοί λοιπόν, θεώρησαν το πάρσιμο της Πόλης δική τους απώλεια και δεν έπαψαν να θρηνούν το κράτος που έχασαν και να μνημονεύουν την Πόλη και τους παλαιούς τους Αυτοκράτορες, με τραγούδια, παραμύθια, απεικονίσεις σε ξυλόγλυπτα, σε κεντήματα, σε υφαντά.
Ο Σουλεϊμάν ο Α΄, ο Μεγαλοπρεπής
Οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν κι αυτοί έναν αρχηγό του κράτους, τον Σουλτάνο, είχαν και τη δική τους γλώσσα, ένα μείγμα από τουρκικά, αραβικά και περσικά, στην οποίαν γράφηκαν πολλά ωραία πράγματα. Είχαν επίσης μία θρησκεία, την πίστη στον προφήτη Μωάμεθ, το Ισλάμ.
Με την επικράτησή τους, η γλώσσα της διοίκησης έγινε μία, ο Σουλτάνος ο αφέντης όλων και ο μουσουλμανισμός η θρησκεία του κράτους.
Θεωρητικά ο Σουλτάνος θα μπορούσε να εξαφανίσει κάθε κατάλοιπο του Βυζαντίου, αφομοιώνοντας με καταναγκασμό τους λαούς. Εδώ όμως συναντούσε το μεγάλο εμπόδιο της θρησκείας του, που του απαγόρευε να εξισλαμίσει διά της βίας – αλλά επίσης του απαγόρευε και να φορολογεί βαριά τους μουσουλμάνους.
Επομένως αν όλοι οι κατακτημένοι αλλαξοπιστούσαν, τότε ο Σουλτάνος δεν θα είχε ποιον να φορολογήσει. Κι αν πάλι έκοβε όλα τα κεφάλια όλων των κατακτημένων που δεν είχαν αλλαξοπιστήσει, πάλι δεν θα είχε ποιον να φορολογήσει.
Αυτό μάλιστα ακριβώς υπέδειξε στον Σελήμ Β΄ (16ος αι.) ο Μεγάλος Βεζίρης του, ο Μεχμέτ Σοκόλλης, όταν εκείνος ο Σουλτάνος θέλησε κάποια στιγμή να κάμει όλους τους υπηκόους του μωαμεθανούς.
«Ό,τι διατάξεις, αφέντη», του είπε ο Σοκόλλης, «μόνο να μου πεις μετά από πού θα βρω να γεμίσω τα ταμεία».
Υπήρχε κι ένας πρόσθετος λόγος: οι Σουλτάνοι, που γύρευαν αντιστάθμισμα για να μην είναι υποχείριοι ούτε των Ουλεμάδων, δηλαδή των θρησκευτικών ηγετών, ούτε του στρατού τους, έβλεπαν χρησιμότατη την ύπαρξη των ραγιάδων, της δεξαμενής δηλαδή απ’ όπου αντλούσαν τους γενίτσαρους, μια τρίτη ισχυρή τάξη εξαρτημένη απ’ ευθείας από τον θρόνο τους.
Γι’ αυτούς λοιπόν –και για μερικούς άλλους λόγους– οι Οθωμανοί έδωσαν σε όσους κατακτημένους πίστευαν στη Βίβλο (δηλαδή στους Χριστιανούς και στους Εβραίους) το δικαίωμα να κρατήσουν τη θρησκεία τους, εξαγοράζοντας την άδεια να κρατήσουν και το κεφάλι τους με την πληρωμή ενός φόρου, του κεφαλικού.
Στην αρχή η τουρκική διοίκηση ήταν δίκαιη και αποτελεσματική – πιο δίκαιη μάλιστα και πιο
Οι Οθωμανοί είχαν αρχικά ένα αγριότατο σύστημα επιλογής του Σουλτάνου: αυτός που γινόταν Σουλτάνος έσφαζε αμέσως όλα του τα πολυάριθμα αδέρφια, είτε ετεροθαλή ήταν είτε από την ίδια μητέρα. Επίσης, την πρώτη αυτή περίοδο οι Οθωμανοί είχαν την τύχη να διοικηθούν διαδοχικά από δέκα λαμπρά άτομα, Σουλτάνους που ο ένας μετά τον άλλον είχαν όλοι τους ξεχωριστές ικανότητες.
Κατόπιν το σύστημα της διαδοχής έγινε πιο ήπιο κι ανθρωπινό: ο Σουλτάνος δεν έσφαζε τ’ αδέρφια του, τα περιόριζε σε μικρά παλάτια, όπου ζούσαν για να γλεντούν με τα χαρέμια τους, αλλά χωρίς φίλους και χωρίς καθήκοντα. Έτσι όταν ο Σουλτάνος πέθαινε, αυτός που τον διαδεχόταν ήταν ένα πρόσωπο όχι μόνον γερασμένο αλλά και αποκομμένο από την πραγματικότητα γύρω του.
Τότε (τον 17ο αι.) άρχισαν οι ευνούχοι των χαρεμιών να παίρνουν δύναμη στα χέρια τους. Καθώς περνούσαν οι αιώνες η οθωμανική διοίκηση χαλάρωνε, στρεβλωνόταν, γινόταν ολοένα πιο σπάταλη και αναποτελεσματική, δίπλα στους παλαιούς φόρους έμπαιναν νέοι και ολοένα περισσότερα δοσίματα, ενώ ολόκληρο το σύστημα διαφθειρόταν και παρέλυε.
Μάνα μ’, σου λέω δεν μπορώ…
Στο τέλος, οι χριστιανοί αγρότες, όσο κι αν δούλευαν, άλλο δεν κατάφερναν παρά να φτωχαίνουν, μέχρι που αρκετοί απαυδούσαν Μάνα μ’, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, όπως λέει και το τραγούδι. Έτσι λοιπόν, έβγαιναν στο κλαρί. Κλαρί λένε, σε ορισμένες περιοχές μας, τα δέντρα. Αυτοί που έβγαιναν στο κλαρί, κατέφευγαν στα κλαριά, στα δάση, δηλαδή πάνω στα βουνά, και εκεί ζούσαν με κλεψιές.
Τέτοιες ομάδες δεν θα μπορούσαν να σταθούν στη Μικρασία, γιατί οι τουρκικοί πληθυσμοί εκεί ήταν συμπαγείς. Μπορούσαν όμως να ζήσουν, και μάλιστα ευδοκιμούσαν, πάνω στα δύσβατα όρη της Βαλκανικής χερσονήσου όπου ο ντόπιος πληθυσμός τούς ήταν φιλικός.
Για να συμμαζεύει κάπως αυτούς τους κλέφτες που παρεμπόδιζαν το εμπόριο, τις επικοινωνίες με την Πόλη και –το χειρότερο απ’ όλα– την κανονική εισροή των φόρων, η τουρκική διοίκηση δημιουργούσε ομάδες ανδρών, στους οποίους έδινε την άδεια να φέρουν όπλα και τους ανέθετε να αστυνομεύουν την ύπαιθρο. Ήταν κι αυτοί Ρωμηοί και ονομάζονταν αρματολοί, από τα άρματα που αυτοί είχαν το δικαίωμα να φέρουν, ενώ σ’ όλους τους άλλους απαγορευόταν.
Οι αρματολοί δεν ανήκαν στον τακτικό τουρκικό στρατό, όπου μόνον μωαμεθανοί επιτρεπόταν να υπηρετήσουν. Τους χρειαζόταν η Διοίκηση μόνο και μόνο για να κρατούν την τάξη στα βουνά, πράγμα που μπορούσαν να κάμουν καλύτερα ντόπιοι, επειδή είχαν ολόγυρά τους συγγενολόι, φίλους, κουμπάρους – ένα μεγάλο δίχτυ γνωριμιών για να το δραστηριοποιούν και να τους στηρίζει.
Πολύ συχνά κλέφτες, που είχαν αποδειχθεί γενναίοι και καλοί γνώστες του τόπου τους, δελεάζονταν για να γίνουν αρματολοί, κι αντίστροφα, αρματολοί ξεσηκώνονταν και γίνονταν κλέφτες.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που είχε κάμει και κλέφτης και αρματολός όπως ακριβώς και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν, μεταχειρίζεται τους δυο όρους αδιακρίτως, και λέει πως οι κλέφτες είχαν τάξεις Α, Β, Γ και Δ ανάλογα με την αξιότητά τους:
Οι κλέφτες και αρματολοί, μας λέει στη Διήγηση συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, ήταν χωρισμένοι σε τρεις τάξεις, ανάλογα με το πόσο άξιοι ήταν, και υπήρχε και μια τέταρτη τάξη που περιλάμβανε τους ψυχογιούς. Το αξίωμά τους το κέρδιζαν με την ανδρεία τους ή με τη φρόνησή τους. Όταν ήταν αρματολοί, έπαιρναν μισθό. Όταν ήταν κλέφτες, είχαν μερίδιο στα λάφυρα. Όταν έσφαλλαν, τους έκοβαν τα μαλλιά ή τους ξαρμάτωναν. Τις γυναίκες τις σέβονταν, όποιος βίαζε γυναίκα διωχνόταν. Η διασκέδασή τους ήταν χοροί, ηρωικά τραγούδια, ταμπουράδες, συναγωνισμός στο πήδημα και στις αμάδες. Τα τραγούδια τα συνέθεταν οι χωριάτες, οι τυφλοί με τις λύρες, και υμνούσαν στρατιωτικά κατορθώματα. Τα άρματά τους ήταν πιστόλες, ζωστά σπαθιά, ζάβες στα ποδάρια και τσαπράζια στο στήθος. Το καπετανάτο το έπαιρνε ο γιος, όχι ο πρωτότοκος αλλά ο πιο άξιος. Τα μοναστήρια τούς βοηθούσαν. Οι γεωργοί και οι βοσκοί τούς έδιναν πληροφορίες, ζωοτροφές και πολεμοφόδια.
Όταν στον πόλεμο λαβωνόταν κανένας βαριά και δεν μπορούσαν να τον πάρουν, τον φιλούσαν κι έπειτα του έκοβαν το κεφάλι. Το είχαν για ατιμία να πάρουν οι Τούρκοι το κεφάλι του.
Γιατί δεν αλλαξοπίστησαν όμως;
Γιατί παρέμεναν Ρωμηοί; Το να είσαι Ρωμηός σήμαινε πως είσαι υποδεέστερος, ένα πράγμα δεύτερο, κάτι περίπου σαν τους μαύρους που πουλιούνταν δούλοι στην Αμερική. Όσο σπουδαίος κι αν γινόσουν, η κατηγορία στην οποίαν ανήκες ήταν πάντα αυτή: η κατώτερη, του άπιστου. Ως τέτοιοι έζησαν επί αιώνες οι Ρωμηοί μέσα στην αχανή Αυτοκρατορία των Οθωμανών.
Το παρόν αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «1821, η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε. Πότε και πώς δημιουργήθηκε το κράτος όπου ζούμε σήμερα» της Αθηνάς Κακούρη.
Ο καθένας τους εν τούτοις θα μπορούσε να μεταπηδήσει εύκολα και να απολαύσει τα πολλά πλεονεκτήματα του Οθωμανού: αρκούσε να αλλάξει την πίστη του.
Μερικοί το έκαναν πράγματι. Πάρα πολλοί όμως δεν το έκαναν. Γιατί δεν τούρκεψε ολόκληρη η Μικρασία; Γιατί ούτε τα Ιόνια Νησιά δεν φράγκεψαν; Γιατί άραγε; Γιατί, αντιθέτως, έχουμε στα μεγάλα αστικά κέντρα όλους αυτούς τους νεομάρτυρες, άτομα δηλαδή που ξαφνικά, ακόμη κι από κάποιο τυχαίο γεγονός, καλούνται να τουρκέψουν και προτιμούν να παραδοθούν στα βασανιστήρια αλλά να πεθάνουν χριστιανοί ορθόδοξοι;
http://www.filistor.net/2013/04/224
http://www.enromiosini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου