Μέσα από άρθρο του στη Washington Post, ο 90ετής πρώην υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρι Κίσινγκερ, σημειώνει τέσσερα βήματα μέσα από τα οποία -κατά την άποψή του- η Ουκρανία… μπορεί να βγει από το αδιέξοδο.
«Kανείς δεν μπορεί να διαχωρίσει την Ουκρανία από τη Ρωσία, αλλά ούτε και να επιτρέψει να τη μετατρέψει το Κρεμλίνο σε «δορυφόρο» της», λέει για το θέμα της κρίσης στην Κριμαία και στην ευρύτερη περιοχή, υποστηρίζοντας ότι όλοι -ο Βλαντιμίρ Πούτιν, οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως οι Ουκρανοί ηγέτες- έχουν μερίδιο ευθύνης για τα γεγονότα στη χώρα.
O Κίσινγκερ, επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1973 έως το 1977, σημειώνει, ακόμη, πως «στη δημόσια συζήτηση για την Ουκρανία, το όλο θέμα είναι η αντιπαράθεση. Αλλά ξέρουμε τι κάνουμε; Στη ζωή μου, έχω δει τέσσερις πολέμους να ξεκινούν με μεγάλο ενθουσιασμό και στήριξη του κόσμου, για τους οποίους δεν ξέραμε πώς θα καταλήξουν και στους τρεις από αυτούς αποσυρθήκαμε μονομερώς. Η δοκιμασία για την πολιτική είναι πώς τελειώνει κάτι τέτοιο και όχι πώς ξεκινά».
«Πολύ συχνά το ζήτημα της Ουκρανίας παρουσιάζεται σαν αναμέτρηση: είτε η χώρα θα ενταχθεί στην Ανατολή, είτε στη Δύση. Αλλά αν η Ουκρανία επιβιώσει και ευδοκιμήσει, δεν πρέπει να είναι προπύργιο της μίας πλευράς απέναντι στην άλλη. Πρέπει να λειτουργήσει σαν γέφυρα ανάμεσά τους», τονίζει, προσθέτοντας πως «η Ρωσία πρέπει να αποδεχθεί ότι προσπαθώντας να αναγκάσει την Ουκρανία να γίνει “δορυφόρος” της αλλάζοντας με αυτό τον τρόπο ξανά τα σύνορά της, θα καταδικάσει τη Μόσχα στην επανάληψη της ιστορίας μπαίνοντας σε έναν κύκλο αμοιβαίων πιέσεων με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ».
«Η Δύση πρέπει να καταλάβει ότι για τη Ρωσία η Ουκρανία δεν μπορεί να είναι ποτέ απλά μία ξένη χώρα. Η ρωσική ιστορία ξεκίνησε με αυτό που ονομαζόταν Κράτος των Ρως. Η ρωσική θρησκεία εξαπλώθηκε από εκεί. Η Ουκρανία έχει υπάρξει μέρος της Ρωσίας για αιώνες και η ιστορία τους είναι συνυφασμένη. Κάποιες από τις πιο σημαντικές μάχες για τη ρωσική ελευθερία έγιναν σε ουκρανικό έδαφος. Ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας, ο ρωσικός τρόπος επίδειξης δύναμης στη Μεσόγειο, έχει βάση στη Σεβαστούπολη, στην Κριμαία. Ακόμη και γνωστοί αντιφρονούντες, όπως ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και ο Γιόζεφ Μπρόντσκι επέμειναν ότι η Ουκρανία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ρωσικής ιστορίας και ουσιαστικά, της ίδιας της Ρωσίας», γράφει.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναγνωρίσει ότι η γραφειοκρατική αναβλητικότητά της και η υποταγή της στη στρατηγική στη διαπραγμάτευση της σχέσης της Ουκρανίας με την Ευρώπη, συνέβαλε στο να μετατραπεί η διαπραγμάτευση σε κρίση. Η εξωτερική πολιτική είναι η τέχνη του να υιοθετείς προτεραιότητες», υπογραμμίζει, σημειώνοντας παράλληλα πως «οι Ουκρανοί ζουν σε μία χώρα με περίπλοκη ιστορία και πολύγλωσση σύνθεση. Το δυτικό κομμάτι της προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ενωση το 1939, όταν ο Στάλιν και ο Χίτλερ χώρισαν τα εδάφη. Η Κριμαία, όπου το 60% του πληθυσμού είναι Ρώσοι, έγινε μέρος της Ουκρανίας μόλις το 1954, όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ, γεννημένος Ουκρανός, έδωσε την περιοχή ως μέρος της 300ης επετείου της ρωσικής συμφωνίας με τους Κοζάκους».
«Το δυτικό μέρος είναι κατά κύριο λόγο καθολικό, το ανατολικό ορθόδοξο. Η δύση μιλά ουκρανικά, η ανατολή κυρίως ρώσικα. Οποιαδήποτε προσπάθεια της μίας πλευράς της Ουκρανίας να κυριαρχήσει στην άλλη, όπως ήταν το σχέδιο, θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο ή διάσπαση. Η αντιμετώπιση της Ουκρανίας σαν ζήτημα της αντιπαράθεσης Ανατολής- Δύσης θα εξαφανίσει για δεκαετίες οποιαδήποτε προοπτική να έρθει η Ρωσία και η Δύση- ειδικά η Ρωσία και η Ευρώπη- σε ένα διεθνές σύστημα συνεργασίας», προσθέτει.
«Η Ουκρανία έχει υπάρξει ανεξάρτητη για μόλις 23 χρόνια. Πριν από αυτό ήταν υπό μίας μορφής ξένης κυριαρχίας, από το 14ο αιώνα. Δεν είναι έκπληξη ότι οι ηγέτες της δεν έχουν μάθει την τέχνη του συμβιβασμού. Η πολιτική στην ανεξάρτητη Ουκρανία δείχνει ξεκάθαρα ότι η ρίζα του προβλήματος είναι οι προσπάθειες των πολιτικών να επιβληθούν στα ανυπόταχτα τμήματα της χώρας, πρώτα από τη μία πλευρά, μετά από την άλλη. Αυτή είναι και η ουσία της σύγκρουσης ανάμεσα στον Βίκτορ Γιανουκόβιτς και τη βασική πολιτική του αντίπαλο, την Γιούλια Τιμοσένκο. Αντιπροσωπεύουν δύο πλευρές της Ουκρανίας και δεν έχουν δείξει προθυμία να μοιραστούν την εξουσία. Μία σοφή αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ουκρανία θα αναζητούσε τον τρόπο να συνεργαστούν μεταξύ τους αυτές οι δύο πλευρές της χώρας. Πρέπει να αναζητήσουμε τη συμφιλίωση και όχι την κυριαρχία της μίας πλευράς», τονίζει ο Κίσινγκερ.
«Η Ρωσία με τη Δύση- και λιγότερο από όλους αυτές οι διαφορετικές πλευρές στην Ουκρανία- δεν έδρασαν με αυτή την αρχή. Ο καθένας τους έκανε την κατάσταση χειρότερη. Η Ρωσία δεν θα μπορούσε να επιβάλει τη στρατιωτική λύση χωρίς να απομονώσει τον εαυτό της, τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος των συνόρων της είναι ήδη επισφαλή. Για τη Δύση, η δαιμονοποίηση του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είναι πολιτική, είναι άλλοθι για την απουσία της. Ο Πούτιν θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως, όποια κι αν είναι τα παράπονά του, η πολιτική των στρατιωτικών επιβολών μπορεί να προκαλέσει ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ πρέπει να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία ως μία παρεκκλίνουσα δύναμη στην οποία πρέπει να διδάξουν υπομονετικά τους κανόνες συμπεριφοράς που έχει καταρτίσει η Ουάσιγκτον. Ο Πούτιν είναι ένας σοβαρός στρατηγός. Η κατανόηση των αξιών και της ψυχολογίας των ΗΠΑ δεν είναι τα δυνατά του χαρτιά. Ούτε η κατανόηση της ρωσικής ιστορίας και ψυχολογίας είναι τα δυνατά σημεία εκείνων που χαράζουν την πολιτική των ΗΠΑ», συνεχίζει.
«Οι ηγέτες όλων των πλευρών πρέπει να εξετάσουν τα αποτελέσματα και όχι να ανταγωνίζονται σε πόζες. Αυτή είναι η άποψη μου για μία λύση συμβατή με τις αξίες και τα συμφέροντα όλων των πλευρών:
-Η Ουκρανία πρέπει να έχει το δικαίωμα να διαλέξει ελεύθερα τους οικονομικούς και πολιτικούς συνεργάτες της.
-Η Ουκρανία δεν πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, μία θέση που είχα και πριν από επτά χρόνια όταν προέκυψε τελευταία φορά το ζήτημα.
-Η Ουκρανία πρέπει να είναι ελεύθερη να δημιουργήσει οποιαδήποτε κυβέρνηση συμβαδίζει με τις επιθυμίες του λαού της. Στη συνέχεια, σοφοί Ουκρανοί ηγέτες θα πρέπει να προτιμήσουν την πολιτική της συμφιλίωσης ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα της χώρας τους. Διεθνώς, πρέπει να επιδιώξουν την υιοθέτηση μίας θέσης ανάλογης με εκείνης της Φινλανδίας. Αυτή η χώρα δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ανεξαρτησία της και συνεργάζεται με τη Δύση στους περισσότερους τομείς, αλλά προσεκτικά αποφεύγει να αναπτύξει εχθρότητα με τη Ρωσία.
-Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία είναι ασύμβατη με τους κανόνες της υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης. Αλλά θα πρέπει να είναι δυνατό να μπει η σχέση της Κριμαίας με την Ουκρανία σε μία λιγότερο «συμπαγή» βάση. Για αυτό το λόγο, η Ρωσία θα πρέπει να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ουκρανίας επί της Κριμαίας. Η Ουκρανία θα πρέπει να ενισχύσει την αυτονομία της περιοχής με εκλογές παρουσία διεθνών παρατηρητών. Η διαδικασία θα πρέπει να περιλαμβάνει και την αφαίρεση όποιων ασαφειών για το στάτους του στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη», σχολιάζει.
«Αυτές είναι αρχές, όχι συνταγές. Οι άνθρωποι που γνωρίζουν τα θέματα της περιοχής θα ξέρουν ότι δεν είναι όλα αυτά εύκολα αποδεκτά από όλα τα μέρη. Το ζήτημα δεν είναι η απόλυτη ικανοποίηση, αλλά μία ισορροπημένη δυσαρέσκεια. Σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση βασισμένη σε αυτές, ή σε ανάλογες αρχές, τότε η κατάσταση θα οδηγηθεί ταχύτερα στην αντιπαράθεση. Η στιγμή για αυτό θα έρθει αρκετά σύντομα», καταλήγει.
Πηγή
«Kανείς δεν μπορεί να διαχωρίσει την Ουκρανία από τη Ρωσία, αλλά ούτε και να επιτρέψει να τη μετατρέψει το Κρεμλίνο σε «δορυφόρο» της», λέει για το θέμα της κρίσης στην Κριμαία και στην ευρύτερη περιοχή, υποστηρίζοντας ότι όλοι -ο Βλαντιμίρ Πούτιν, οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως οι Ουκρανοί ηγέτες- έχουν μερίδιο ευθύνης για τα γεγονότα στη χώρα.
O Κίσινγκερ, επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1973 έως το 1977, σημειώνει, ακόμη, πως «στη δημόσια συζήτηση για την Ουκρανία, το όλο θέμα είναι η αντιπαράθεση. Αλλά ξέρουμε τι κάνουμε; Στη ζωή μου, έχω δει τέσσερις πολέμους να ξεκινούν με μεγάλο ενθουσιασμό και στήριξη του κόσμου, για τους οποίους δεν ξέραμε πώς θα καταλήξουν και στους τρεις από αυτούς αποσυρθήκαμε μονομερώς. Η δοκιμασία για την πολιτική είναι πώς τελειώνει κάτι τέτοιο και όχι πώς ξεκινά».
«Πολύ συχνά το ζήτημα της Ουκρανίας παρουσιάζεται σαν αναμέτρηση: είτε η χώρα θα ενταχθεί στην Ανατολή, είτε στη Δύση. Αλλά αν η Ουκρανία επιβιώσει και ευδοκιμήσει, δεν πρέπει να είναι προπύργιο της μίας πλευράς απέναντι στην άλλη. Πρέπει να λειτουργήσει σαν γέφυρα ανάμεσά τους», τονίζει, προσθέτοντας πως «η Ρωσία πρέπει να αποδεχθεί ότι προσπαθώντας να αναγκάσει την Ουκρανία να γίνει “δορυφόρος” της αλλάζοντας με αυτό τον τρόπο ξανά τα σύνορά της, θα καταδικάσει τη Μόσχα στην επανάληψη της ιστορίας μπαίνοντας σε έναν κύκλο αμοιβαίων πιέσεων με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ».
«Η Δύση πρέπει να καταλάβει ότι για τη Ρωσία η Ουκρανία δεν μπορεί να είναι ποτέ απλά μία ξένη χώρα. Η ρωσική ιστορία ξεκίνησε με αυτό που ονομαζόταν Κράτος των Ρως. Η ρωσική θρησκεία εξαπλώθηκε από εκεί. Η Ουκρανία έχει υπάρξει μέρος της Ρωσίας για αιώνες και η ιστορία τους είναι συνυφασμένη. Κάποιες από τις πιο σημαντικές μάχες για τη ρωσική ελευθερία έγιναν σε ουκρανικό έδαφος. Ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας, ο ρωσικός τρόπος επίδειξης δύναμης στη Μεσόγειο, έχει βάση στη Σεβαστούπολη, στην Κριμαία. Ακόμη και γνωστοί αντιφρονούντες, όπως ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και ο Γιόζεφ Μπρόντσκι επέμειναν ότι η Ουκρανία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ρωσικής ιστορίας και ουσιαστικά, της ίδιας της Ρωσίας», γράφει.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναγνωρίσει ότι η γραφειοκρατική αναβλητικότητά της και η υποταγή της στη στρατηγική στη διαπραγμάτευση της σχέσης της Ουκρανίας με την Ευρώπη, συνέβαλε στο να μετατραπεί η διαπραγμάτευση σε κρίση. Η εξωτερική πολιτική είναι η τέχνη του να υιοθετείς προτεραιότητες», υπογραμμίζει, σημειώνοντας παράλληλα πως «οι Ουκρανοί ζουν σε μία χώρα με περίπλοκη ιστορία και πολύγλωσση σύνθεση. Το δυτικό κομμάτι της προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ενωση το 1939, όταν ο Στάλιν και ο Χίτλερ χώρισαν τα εδάφη. Η Κριμαία, όπου το 60% του πληθυσμού είναι Ρώσοι, έγινε μέρος της Ουκρανίας μόλις το 1954, όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ, γεννημένος Ουκρανός, έδωσε την περιοχή ως μέρος της 300ης επετείου της ρωσικής συμφωνίας με τους Κοζάκους».
«Το δυτικό μέρος είναι κατά κύριο λόγο καθολικό, το ανατολικό ορθόδοξο. Η δύση μιλά ουκρανικά, η ανατολή κυρίως ρώσικα. Οποιαδήποτε προσπάθεια της μίας πλευράς της Ουκρανίας να κυριαρχήσει στην άλλη, όπως ήταν το σχέδιο, θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο ή διάσπαση. Η αντιμετώπιση της Ουκρανίας σαν ζήτημα της αντιπαράθεσης Ανατολής- Δύσης θα εξαφανίσει για δεκαετίες οποιαδήποτε προοπτική να έρθει η Ρωσία και η Δύση- ειδικά η Ρωσία και η Ευρώπη- σε ένα διεθνές σύστημα συνεργασίας», προσθέτει.
«Η Ουκρανία έχει υπάρξει ανεξάρτητη για μόλις 23 χρόνια. Πριν από αυτό ήταν υπό μίας μορφής ξένης κυριαρχίας, από το 14ο αιώνα. Δεν είναι έκπληξη ότι οι ηγέτες της δεν έχουν μάθει την τέχνη του συμβιβασμού. Η πολιτική στην ανεξάρτητη Ουκρανία δείχνει ξεκάθαρα ότι η ρίζα του προβλήματος είναι οι προσπάθειες των πολιτικών να επιβληθούν στα ανυπόταχτα τμήματα της χώρας, πρώτα από τη μία πλευρά, μετά από την άλλη. Αυτή είναι και η ουσία της σύγκρουσης ανάμεσα στον Βίκτορ Γιανουκόβιτς και τη βασική πολιτική του αντίπαλο, την Γιούλια Τιμοσένκο. Αντιπροσωπεύουν δύο πλευρές της Ουκρανίας και δεν έχουν δείξει προθυμία να μοιραστούν την εξουσία. Μία σοφή αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ουκρανία θα αναζητούσε τον τρόπο να συνεργαστούν μεταξύ τους αυτές οι δύο πλευρές της χώρας. Πρέπει να αναζητήσουμε τη συμφιλίωση και όχι την κυριαρχία της μίας πλευράς», τονίζει ο Κίσινγκερ.
«Η Ρωσία με τη Δύση- και λιγότερο από όλους αυτές οι διαφορετικές πλευρές στην Ουκρανία- δεν έδρασαν με αυτή την αρχή. Ο καθένας τους έκανε την κατάσταση χειρότερη. Η Ρωσία δεν θα μπορούσε να επιβάλει τη στρατιωτική λύση χωρίς να απομονώσει τον εαυτό της, τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος των συνόρων της είναι ήδη επισφαλή. Για τη Δύση, η δαιμονοποίηση του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είναι πολιτική, είναι άλλοθι για την απουσία της. Ο Πούτιν θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως, όποια κι αν είναι τα παράπονά του, η πολιτική των στρατιωτικών επιβολών μπορεί να προκαλέσει ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ πρέπει να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία ως μία παρεκκλίνουσα δύναμη στην οποία πρέπει να διδάξουν υπομονετικά τους κανόνες συμπεριφοράς που έχει καταρτίσει η Ουάσιγκτον. Ο Πούτιν είναι ένας σοβαρός στρατηγός. Η κατανόηση των αξιών και της ψυχολογίας των ΗΠΑ δεν είναι τα δυνατά του χαρτιά. Ούτε η κατανόηση της ρωσικής ιστορίας και ψυχολογίας είναι τα δυνατά σημεία εκείνων που χαράζουν την πολιτική των ΗΠΑ», συνεχίζει.
«Οι ηγέτες όλων των πλευρών πρέπει να εξετάσουν τα αποτελέσματα και όχι να ανταγωνίζονται σε πόζες. Αυτή είναι η άποψη μου για μία λύση συμβατή με τις αξίες και τα συμφέροντα όλων των πλευρών:
-Η Ουκρανία πρέπει να έχει το δικαίωμα να διαλέξει ελεύθερα τους οικονομικούς και πολιτικούς συνεργάτες της.
-Η Ουκρανία δεν πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, μία θέση που είχα και πριν από επτά χρόνια όταν προέκυψε τελευταία φορά το ζήτημα.
-Η Ουκρανία πρέπει να είναι ελεύθερη να δημιουργήσει οποιαδήποτε κυβέρνηση συμβαδίζει με τις επιθυμίες του λαού της. Στη συνέχεια, σοφοί Ουκρανοί ηγέτες θα πρέπει να προτιμήσουν την πολιτική της συμφιλίωσης ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα της χώρας τους. Διεθνώς, πρέπει να επιδιώξουν την υιοθέτηση μίας θέσης ανάλογης με εκείνης της Φινλανδίας. Αυτή η χώρα δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ανεξαρτησία της και συνεργάζεται με τη Δύση στους περισσότερους τομείς, αλλά προσεκτικά αποφεύγει να αναπτύξει εχθρότητα με τη Ρωσία.
-Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία είναι ασύμβατη με τους κανόνες της υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης. Αλλά θα πρέπει να είναι δυνατό να μπει η σχέση της Κριμαίας με την Ουκρανία σε μία λιγότερο «συμπαγή» βάση. Για αυτό το λόγο, η Ρωσία θα πρέπει να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ουκρανίας επί της Κριμαίας. Η Ουκρανία θα πρέπει να ενισχύσει την αυτονομία της περιοχής με εκλογές παρουσία διεθνών παρατηρητών. Η διαδικασία θα πρέπει να περιλαμβάνει και την αφαίρεση όποιων ασαφειών για το στάτους του στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη», σχολιάζει.
«Αυτές είναι αρχές, όχι συνταγές. Οι άνθρωποι που γνωρίζουν τα θέματα της περιοχής θα ξέρουν ότι δεν είναι όλα αυτά εύκολα αποδεκτά από όλα τα μέρη. Το ζήτημα δεν είναι η απόλυτη ικανοποίηση, αλλά μία ισορροπημένη δυσαρέσκεια. Σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση βασισμένη σε αυτές, ή σε ανάλογες αρχές, τότε η κατάσταση θα οδηγηθεί ταχύτερα στην αντιπαράθεση. Η στιγμή για αυτό θα έρθει αρκετά σύντομα», καταλήγει.
Πηγή
ο καθενας τα βλεπει καταπως τον συμφερουν τα πραγματα...η εννοια "συμφιλιωση"για τον κυριο αυτο...δεν εχει καμια σχεση με το νοημα που δινουμε εμεις οι απλοι,αγνοι ανθρωποι...γιαυτον σημαινει να μην χασουμε την δυνατοτητα αμεσης επιρροης και στο ρωσοφωνο μερος ετσι ωστε να συνεχιστει η επιδιωξη τους να κυριαρχισουν πληρως...
ΑπάντησηΔιαγραφή