Στὸν Πόντο, μὲ τὶς ἑλληνικὲς πόλεις καὶ τὰ χωριά, τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ἐξελληνισμένους κατοίκους του, οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος καὶ πολιτισμένα ἤθη ὥστε νὰ κηρύξουν καὶ νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπομονωμένοι αἰῶνες ὁλάκερους ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κορμὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου φύλαξαν καὶ ἐνσωμάτωσαν στὴν καθομιλουμένη γλώσσα τοὺς λέξεις τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀπαράλλακτες σχεδόν, ὅπως τὶς ἀκούγανε στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ποντιακὴ διάλεκτος βρίσκεται ὁλοκορμη μέσα στὴν ἀρχαία μας γλώσσα. Ἃς δοῦμε μερικές:....
Ἀναλος, ἀναλον=ἀνάλατος, ἀνάλατο.
«Νύφε, τὸ φαΐν πολλὰ ἀναλον ἐποῖκες», «Φέρον κι ἄλλο ζάχαρην, νύφε, τὸ τσάι ὀλίγον ἀναλον ἐρροῦξεν» ἔλεγαν οἱ γριοῦλες, ἴσως γιὰ νὰ κάνουν πνεῦμα. «Χαθ’ ἀπ’ ἀτουκέσ’, ἀνάθεμά σε, ἄναλε», «Ἀναλος κι’ ἃς σὴν Σιναλοῦν».
Ἡ Ἁγ. Γραφή: «Καλόν το ἅλας. Ἐὰν δὲ ἅλας ἀναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσητε;» Μάρκος πάρ. 9 εδ. 50.
Ἁλίζω, ἁλισμένον = ἁλατίζω, ἁλατισμένο.
«Τὸ φαγὶν βαρέα μ’ ἀλὶ’εἰς ἅ», «θ’ ἀλὶζ’ ἀτό».
Ματθαῖος 5/13: « Ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῆ, ἐν τίνι ἀλισθήσεται;»
Ἀλυκόν, ἀλυκὰ – ἁλμυρό, ἁλμυρά.
«Θαγατέρα, τὸ φαγι σ’ πολλὰ ἄλυκον ἐρροῦξες ἅ’. Ἐκάαν τὰ τζικάρα μ’», «Ἀλυκὰ χαψία ἔχετε ;- Γιόκ, ὀφέτος μελίπαστα ἐποίκαμ’ ἀτά», «Βαρέα σ’ ἀλυκασέας μὴ κρούς, κόφ’ νὲ τὴ ματὶ τὸ φῶς»
Ἐπιστολὴ Ἰακώβου 3,12: «…οὕτως οὐδεμία πηγὴ ἀλυκὸν καὶ γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ (δύναται)».
Ἀφορίζω = θέτω κάποιον ἔξω ἀπὸ τὸν κύκλο τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς τιμῆς, ἀπομονώνω, ἐξωκκλησιάζω.
«Ναὶ παῖ, ἐσὺ ἄνθρωπος κι θὰ ἴνεσαι, ἃ φτᾶς μὲ καὶ ἀφορίζω σε», «Χάσον ἀτὸν τὸν σκύλλον, ἀτὸν ὁ Δεσπότ’ς ἐφῶρτσεν ἀτόν», «Ν’ ἀηλὶ ἐμᾶς γάρη. Τὸ παιδὶν ἐμοῦν νὰ νόμον ἒχ νὰ πίστ’, ἀφωρισμένον ἐξέβεν».
Μὲ τὸν καιρὸ ἡ λέξη «ἀφορισμένος» πῆρε καὶ τὶς ἔννοιες: ἱκανός, τετραπέρατος.
«Ἀφορισμένος, σκύλλ’ υἱὸς ἐν ὁ γαμπρὸ μ’, ὅλα ἐβγαῖνε ἃς’ σὸ χερ’ν ἀτ’», «Ἀφωρισμένος τραγωδάνος ἐν»
Ἡ Γραφή: «Καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐριφίων» Ματθαῖος
«Ὄτε δὲ ἦλθον, ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζεν ἐαυτόν…», Παῦλος πρὸς Γαλάτας 2/12.
Δάρτι, γιάρτι, γιάρτικαν – πρὸ ὀλίγου, τώρα δὰ
«Δάρτι ἐδῆβεν ἀπ’ἀδὰ μερεα», «Γιάρτι εἶδα το…» «Γιάρτικαν ἔφαεν, κι’ ἀτόρα ξᾶν ἐγκ’ ὤθει ψωμὶν»
Ἰωάννης 16/24: «Ἕως ἄρτι οὐκ ἠτήσατο οὐδέν» . «Οὗ μὲ ἴδητε ἀπ’ ἄρτι» Ματθαῖος 23/39.
Ἔθηκα, ἐθέκα = ἔβαλα, τοποθέτησα καὶ θῆκον –θέκον, ἂν θέκω, ἀθήκω
«Ἔστρωσεν καὶ ἐθέκεν κὰ τὰ μωρά», «Θῆκον κὰ τὴν ἐντροπὴν καὶ σῦρον ψαλάφα τὸ δίκαιο σ’», «Τὸ καθέναν τὸ πράμαν, σὸν τόπον ἀθε θέκον ἀτό».
Ἡ Γραφή: «… εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοὶ ποὺ ἔθηκας αὐτόν». Ἰωάννης 20/15
Ἔγκα = ἔφερα (ἤνεγκα) καὶ ἐσέγκα, ἐξέγκαν
«Ἀχατοχᾶς, ἔγκα τὸν (τὸν γαμπρό), γιὰ μ’ κι θέλετ’ ἀτόν», «Ναὶ παῖ, καλωσόρισες, τὸ κιφάλι σ’ πὰ ἔγκες μὲ
Μάρκος 9/20: «Φέρετε αὐτὸν πρὸς μὲ καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν».
Ἐκάνεσα, ἐκᾶν’σὰ = κατόρθωσα, στάθηκα ἱκανὸς ἀλλὰ καὶ κανεῖ, κανεῖται=ἀρκεῖ,
«Ἀραεψεῖν – ἀραεψεῖν ἐσκοτῶ’ ἃ καὶ κ’ ἐκᾶν’σὰ εὐρήκω τὸ βούδ’», «Ναὶ παῖ, θέπεκα, ἐρήμαξες τὸν ἄνθρωπον, ἀρ’ κ’ ἐκανέθεν σε..».
«Καὶ ἰκάνωσεν ἠμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος» Παῦλος πρὸς Κορινθίους .
Ἔνι, ἐν’ = εἶναι
«Τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν το ἴδιον ‘κ ἔνι», «Τὰ λόγια μεγάλα κ’ἐκεῖνο ἔνι ἀλυπόντον» (ἀνυπόδητος), «Ἄλλο ἒν’ ὁ φέγγον καὶ ἄλλο ὁ ἧλον», «Ὅλα τα ψύα ἕναν εἶναι»
Ἰάκωβος 1/17: «…ἀπὸ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ὢ οὐκ Ἔνι παραλλαγὴ ἡ τροπῆς ἀποσκίασμα».
Ἰμνῶ, κατιμνῶ – ὁρκίζομαι, ὀμνύω, ὀμώνω.
Φαίνεται ὅτι ξέπεσε τὸ ἀρχικὸ (Ο) καὶ ἔμενε (‘μνύω) στὸν Δυτικὸ Πόντο. Ἀλλοῦ ἔγινε ΙΜΝΩ.
«Ἰμνεῖ καὶ κατιμνεῖ, ἐγὼ ‘κ ἐποίκα τὸ λέει»,« Ἂρ μὴ τειρανὶ’ εἰς μέ, ἃ φτᾶς μὲ καὶ Ἰμνῶ»,
«Ὀμνῶ καὶ κατορκίουμαι σ’ὀμματόπα μ’ τὰ δύο, σὸ κρέμασμαν νὰ φὲρ΄νὲ μέ, ἐσὲν κι παραδίω», «Μετὰ κ’ ἐσεῖς πά, ἰμνεῖτε καὶ κατιμνεῖτε, τὸν ὅρκον ἄμοιν σουρβᾶν ἐποῖκετ΄ἀτό», «Ἐποίκαν ὅρκον κι ὄμνυσμαν…»
Ἡ Γραφή: «Ὁ οὒν ὁμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίω, Ὀμνύει ἐν αὐτῶ καὶ ἐν πάσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ» Ματθαῖος 23/
20. «Μὴ ὀμνύετε μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον» Ἰακώβου ἐπιστολὴ 5/12
Κακᾶς, κακάσσα = ἄρρωστος, ἄρρωστη.
Ἴσως ἀπὸ τὴν φράση «οἱ κακῶς ἔχοντες»
«Ὁ κακᾶς ἐσουν πῶς πάει;», «Ἡ κάκασσα ἡ Κανῆ», «Πῶς πάει ὁ Μῆτον, ἀκόμαν κακὰ ἐν;»
«Ἂν κακαδεύω, ἀβούτα τὰ μωρὰ μ’ τσὶ θὰ τερεῖ ἀτά;»
Ματθαῖος 9/12: «…οὐ χρειὰν ἔχουσιν, οἱ ἰσχύοντες, ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες».
Μειζέτερος, μειζότερος = τρανός, πρόκριτος.
«Ἤνταν ἀποφασῖζ’ νὲ οἱ μειζετέρ’», «Οἱ μειζότεροι ἔκατσαν σὸν Σύνοδον»
Ἡ Γραφή: «Μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν….» Ἰωάννου ἐπιστολὴ Γ’ ἔδ.4
Ξαβουρεύω = ξομολογῶ
«Δυνατὸς ξημολόγος ἐν, ἕναν καλὰ ξαβουρεὺ’ – ξάϊ μέρωτας», «Ἐγὼ ἄμον ξαβούρεμαν γενεὰν εἶπα σ’ἀτά.
Ἁμαρτίαν –ξημολογίαν. Ἀτόρα ἐσὺ πὰ ὅπως θέλτς ποῖσον».
Δαβὶδ –ψαλμὸς λά: «Ἑξαγορεύσω κατ’ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίω».
Πολλὰ = πολύ, πολλά.
«Παρακαλεῖ ἀτὸν πολλά, Θεοῦ παρακαλίας», «Πολλὰ λαὸς ἐπῆεν σὴ Γιάσονος τὴν Παναγϊαν». «Πολλοὶ Ἀρμενὰντ ἐφουρκίαν ὀψεκέσ’», « Ἐσὺ κ’ ἑξαίρτς, τὸ ταβίζ’ ἃ μὴ τερεῖς, πολλὰ ἀγαπῶ ἀτὸ – τὰ΄ἀφώτιστον».
Μάρκος 5.23: « Καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά». Καὶ 3,12 : «Καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς».
Ρούζω =πέφτω, ρίχνω καταγῆς
«Ἀετσ’ πὼς ἐρροῦξεν, ἄλλο νὰ σκοῦται κ’ἐν», «Ναῖπαι, μὴ φογᾶσαι,ντός, ροῦξον ἀτὸν κά». «Εἶδα τὸν, πολλὰ ρουγμένος ἐν’ σὴν εἴαν ἀτ’».
Ἡ Γραφή: «Ὅπου ἂν καταλάβη ρήσσει αὐτὸν καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ» Μάρκος, 9,12.
Σκοτία = σκοτάδι, σκοτίδα.
«Σκοτία – πίλαση ἔτον», « Τὴν εὐλοϊα σ’ Δέσποινη, τῆς νυχτὸς σκοτία, τὴν ἡμέρα πὰ΄σκοτίαν, κανεὶς κ ‘ἐμοιᾶζ’ μας, νὰ σὰν ἐμᾶς». (Εὐτράπελη προσφώνηση πρὸς γυναίκα ἄσχημη καὶ μαύρη).
Ἀντίθετα: «Φῶς ποῖσον», λάμψε μὲ τὰ κάλλη σου.
Ἰωάννης 6.17: «Σκοτία ἤδη ἐγέγονει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς Ἰησοῦς».
Φωτίζω, φωτίσια, ἀφώτιγον, νεοφώτιστον =βαπτίζω, βαφτίσια, ἀβάπτιστο, νεοβάπτιστο
«Ἄξιόν το νεοφώτιστον, νὰ ζεῖ», «Τὰ φωτίσια τὴ μωρὶ πότε θὰ γίνταν», «Ἀκόμα ἀφώτιγον ἐν’τὸ κορτσόπον;», «Πολλὰ ἀφώτιστος παιδᾶς ἐν, τὰ μυτία ἀτ’ καὶ τὰ σιτία τ’ παῖζβε. ¨Ηνταν λὲς ἀτόν, ἀμὰν παιρ’ ἃ σὸν καρπὸν ἀτ’».
Κατὰ τὴν βάπτιση: «Ἐδικαιώθης, ἐφωτίσθης, ἐβαπτίσθης», «Ἀλλά, σὺ Δέσποτα ἅγιε, ἀναδεῖξον τὸ ὕδωρ τοῦτο εἰς φωτισμὸν ψυχῶν…».
Ὠτίν, ὠτία =αὐτὶ , αὐτιά.
«Ἐγέρασεν καὶ ξᾶν τ’ὠτία τ’ς ἄμον ὥρας δουλεῦνε», «Σκυλλ’ κουτὰβ’ ἐν, τ’ὠτία θὲ πὰ ἐλέπνε», Τὸ δεξὸν τ’ὠτὶ σ’ ἂν ξάφτ – καυχιζ’νέ σε, τὸ ζερβὸν ἂν ξαφτ’ κατακλαῖνε σε».
Ματθαῖος 26/51: Καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ Ἀρχιερέως, ἀφεῖλεν αὐτοῦ το ὠτίον»
Ἄραθα – μάραθα (ἀφτάγ’ ἀτὸν) = θὰ τὸν κάνω ἄνω-κάτω, θὰ τὸν συντρίψω, θὰ τὸν ἐξοντώσω.
Εἶναι ἡ ἑβραϊκὴ φράση, «μάραν – ἀθά». Παύλου πρὸς Κορινθίους Ε’. «Εἰ τὶς οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα, μάραν – ἀθὰ» 16,22.
Πηγή
Η ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΣ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ.
ΟΛΗ Η ΣΟΦΙΑ Σ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΛΕΙΠΕ, ΕΓΙΝΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ!
ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΠΑΣ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ? ΤΟ ΚΟΛΛΗΜΑ ΣΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΘΗΣΗ ΣΟΥ!
ΑπάντησηΔιαγραφή