Στις 12 Σεπτεμβρίου, η CIA αναθεώρησε τις επίσημες εκτιμήσεις της για το συνολικό αριθμό των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία, ο οποίος είναι σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερος από τον αρχικό, μεταξύ 20.000 και 31.500. Ο νέος αυτός αριθμός ευθυγραμμίζει τις εκτιμήσεις της CIA με αυτές του Stratfor για 10.000 έως 20.000 μαχητές του Ισλαμικού Κράτους μόνο στη Συρία. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί ότι οι μαχητές, των οποίων η πατρίδα είναι αλλού, ήρθαν κυριαρχώντας αριθμητικά στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους.
Περίπου 12.000 ξένοι, σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση της CIA, έχουν ενταχθεί με επιτυχία στο Ισλαμικό Κράτος και, σε μικρότερο βαθμό, άλλες ομάδες τζιχαντιστών στην περιοχή. Από αυτούς, οι 2.000 είναι Ευρωπαίοι, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές εκτιμήσεις.
Αυτοί οι ξένοι μαχητές διαθέτουν ένα βαθμό φανατισμού και, σε πολλές περιπτώσεις, την εμπειρία της μάχης, που παρέχει στο Ισλαμικό Κράτος ένα ισχυρό όπλο, επιτρέποντάς τους ένα σημαντικό ρόλο στο πεδίο της μάχης. Η εισροή αυτών των ξένων μαχητών στη Συρία και την ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι η μεγαλύτερη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μέχρι και σήμερα. Το φαινόμενο αυτό, ωστόσο, δεν είναι νέο, έχοντας τις ρίζες στις αρχές της καταγεγραμμένης ιστορίας. Οι ξένοι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους είναι οι τελευταίοι μιας μακράς σειράς ατόμων με κίνητρα που εκτείνονται από θρησκευτικά μέχρι απλώς οικονομικά.
Για χιλιάδες χρόνια, οι τοπικοί μαχητές ενσωματώνουν άνδρες και γυναίκες από το εξωτερικό. Αυτοί οι ξένοι μαχητές διακρίνονται για τη διείσδυση σε ξένα στρατεύματα από ταξίδια που συχνά κάνουν ατομικά ή σε μικρές ομάδες, με ρίζες σε διάφορες χώρες, περιοχές και φυλές, ενώ γενικά είναι λιγότεροι αριθμητικά, συγκριτικά με τις συμμαχικές και εχθρικές δυνάμεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως αυτή του Ισλαμικού Κράτους, οι μαχητές καταφέρνουν να έχουν κυριαρχική θέση στο πεδίο της μάχης. Ωστόσο, ακόμα και στο Ισλαμικό Κράτος, οι ντόπιοι Ιρακινοί εξακολουθούν να διατηρούν τις περισσότερες κορυφαίες ηγετικές θέσεις, διότι η ομάδα δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στο Ιράκ, μεταξύ του ιρακινού λαού.
Στην Ιστορία, οι ξένοι μαχητές κινούνται με γνώμονα μια σειρά παραγόντων, που περιλαμβάνουν από υλικά κίνητρα (έμμισθη υπηρεσία-λείες από πλιάτσικο) μέχρι τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις. Κάποιοι απλά επιθυμούν την περιπέτεια και την αίσθηση του σκοπού, της συντροφικότητας και του ανήκειν κάπου.
Κάποιες από τις παλαιότερες μορφές κινήτρων για τους ξένους μαχητές είναι εξωγενείς. Ο όρος «μισθοφόρος» περιγράφει κάποιον που έχει ειδικά προσληφθεί να πολεμήσει, έχοντας το κίνητρο της χρηματικής αμοιβής. Συχνά αυτοί είναι αλλοδαποί, που δίνουν κάποια από τα πρώτα ιστορικά παραδείγματα για τους ξένους μαχητές. Ηδη από το 13ο αιώνα π.Χ., οι Αιγύπτιοι Φαραώ απασχολούσαν μισθοφορικά στρατεύματα που προσλαμβάνονταν από τη γύρω περιοχή. Ο Πέρσης αυτοκράτορας Δαρείος ο III στον 4ο αιώνα π.Χ. στρατολόγησε Ελληνες μισθοφόρους, ενώ αντίστοιχα η Καρχηδόνα σκοπευτές από τις Βαλεαρίδες Νήσους, καθώς και ιππικό «βαρβάρων» διαφόρων προελεύσεων για παροχή βοήθειας εναντίον της Ρώμης. Αργότερα, ο ελληνικός βυζαντινός στρατός στηρίχθηκε εν μέρει στο σκανδιναβικό Τάγμα των Βαράγγων. Και το 1346, το συμμαχικό γαλλικό Ιππικό ποδοπάτησε τους Γενουάτες μισθοφόρους τοξότες του στη μάχη του Κρεσί. Στη σύγχρονη εποχή, οι μισθοφόροι μαχητές συνεχίζουν να κατέχουν εξέχουσα θέση στη μάχη, ειδικά στις αφρικανικές χώρες, όπου τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι πολέμαρχοι συχνά απασχολούν ξένους εκπαιδευμένους πιλότους, εξειδικευμένους και τυχοδιώκτες.
Η αμοιβή για τους ξένους μαχητές, ωστόσο, μπορεί να είναι κάτι πέρα από χρήματα, εξοπλισμό ή γη. Συχνά στους ξένους στρατιώτες χορηγήθηκε ιθαγένεια, υψηλότερη κοινωνική θέση για την υπηρεσία τους. Ο ρωμαϊκός στρατός χρησιμοποιούσε ως δέλεαρ στις βοηθητικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας το πολυπόθητο δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη.
Στην Ιστορία, οι μαχητές έχουν επίσης ταξιδέψει σε μακρινούς πολέμους για εγγενή οφέλη - αυτά που κάλυπταν την ανάγκη για μεγαλύτερη σημασία ή που ενίσχυαν τις αξίες τους. Με την εξάπλωση σε παγκόσμιο επίπεδο των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, επεκτάθηκε δραματικά ο ρόλος των ξένων πολεμιστών, που υποκινούνται από τη θρησκεία. Χαρακτηριστικό του φαινομένου αυτού είναι οι μεγάλες και ποικίλες ομάδες μουσουλμάνων μαχητών που συνέρρεαν στους Αγίους Τόπους κατά το 12ο αιώνα για να πολεμήσουν στο πλευρό των δυνάμεων του Σουλτάνου της Αιγύπτου και της Συρίας, Σαλαντίν, εναντίον των κρατών των σταυροφόρων, που δημιουργήθηκαν από τους Ευρωπαίους χριστιανούς. Ο στρατός Ayyubid του Σαλαντίν αποτελείτο από στρατολογημένους Αραβες, Βεδουίνους, Αιγύπτιους, Τουρκμένους και Κούρδους, ενισχυμένος από ακοντιστές της περιοχής Nubia, πιο πάνω από τον ποταμό του Νείλου, τοξότες από την Αιθιοπία, ναύτες από τη Βόρεια Αφρική, καθώς και από Ιππικό από τους Βερβερίνους και τους Πέρσες. Με θρησκευτικά κίνητρα, οι μουσουλμάνοι εθελοντές, γνωστοί ως muttawi'ah, συμμετείχαν επίσης στις δυνάμεις του Σαλαντίν από μακρινά μέρη όσο και η Ιβηρία.
Οπως ήταν αναμενόμενο, οι διαφορετικές εθνικές προελεύσεις και η μητρική γλώσσα του στρατού Ayyubid οδήγησε σε σημαντικές δυσκολίες στην επικοινωνία στα πεδία των μαχών.
Υπήρξαν επίσης πολλές περιπτώσεις μικρών ομάδων, μη ισλαμιστών ξένων μαχητών, που ταξίδεψαν σε μακρινές χώρες προκειμένου να ενισχύσουν τις τοπικές δυνάμεις σε θρησκευτικές συγκρούσεις. Στα τέλη του 14ου αιώνα, ο Henry Bolingbroke της Αγγλίας, ο οποίος αργότερα έγινε ο βασιλιάς Ερρίκος IV, εισέβαλε κάποιες φορές στην περιοχή της Βαλτικής, πολεμώντας στο πλευρό των δυνάμεων των χριστιανών Τευτόνων εναντίον της Λιθουανίας.
Κάποιοι ξένοι μαχητές έφυγαν από τις πατρίδες τους για ιδεολογικούς λόγους, πέρα από τη θρησκεία. Οι πολιτικές πεποιθήσεις ώθησαν ξένους μαχητές από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων του συγγραφέα Τζορτζ Οργουελ, του Αλβανού συγγραφέα Πέτρο Μάρκο και του πρώην πρωθυπουργού του Ιράν Shapour Bakhtiar, να πάνε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 στις διεθνείς ταξιαρχίες για παροχή βοήθειας ενάντια στους φασίστες στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Ο Ernest Hemingway επίσης πήγε στην Ισπανία για να γράψει για τον πόλεμο. Καθώς μαινόταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι ξένοι μαχητές, κομμουνιστές, αντι-κομμουνιστές, φασίστες, και αντιφασίστες, είχαν περίοπτη θέση στο Χειμερινό Πόλεμο, στη Μάχη της Βρετανίας και στο Ανατολικό Μέτωπο.
Τα κράτη-έθνη που ιδρύθηκαν τον 20ό αιώνα αξιοποίησαν σκοπίμως τη συχνά ισχυρή δύναμη των ξένων μαχητών για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα - μια πρακτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η γαλλική Λεγεώνα των Ξένων είναι αναμφισβήτητα το πιο γνωστό παράδειγμα και εξακολουθεί να προσελκύει υποστηρικτές από μακριά, από τη Μογγολία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά τον τελευταίο αιώνα, έχουν υπάρξει ή έχουν συσταθεί και άλλες ομάδες. Αυτές περιλαμβάνουν την ισπανική Λεγεώνα των Ξένων, την πληθώρα των αποικιακών μονάδων που υπηρέτησαν κυρίως στο πλαίσιο των Συμμάχων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τις πολλές ξένες εθελοντικές μονάδες που συστάθηκαν υπό το γερμανικό Waffen SS, το ισραηλινό πρόγραμμα Lone Soldiers, ακόμα και την ισλαμική λεγεώνα του πρώην δικτάτορα της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι.
Οι σύγχρονες κρατικές οργανωμένες ξένες μονάδες έχουν αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματικές στη μάχη, εξαιτίας εν μέρει των κινήτρων προς τους μαχητές. Πολλοί πρώην Γάλλοι λεγεωνάριοι λένε ότι δεν εντάχθηκαν για την αμοιβή ή το φαγητό, αλλά για την περιπέτεια, τη συντροφικότητα ή απλά την αιτία για να αγωνιστούν. Η αίσθηση του κοινού στόχου και η συνοχή της μονάδας αποτελούν το ηθικό υπόβαθρο τόσο για τους μαχητές Gurkhas του Νεπάλ όσο και για τους Μαροκινούς Goumiers.
Η πρόσφατη εισροή των ξένων μαχητών στη Μέση Ανατολή, με ιδιαίτερη έμφαση στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, έχει ανατρέψει την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων, παρουσιάζοντας μια σημαντική αιτία ανησυχίας. Το φαινόμενο, ωστόσο, των μαχητών που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για να πολεμήσουν στο εξωτερικό δεν είναι χωρίς προηγούμενο. Πράγματι, όσο το ανθρώπινο είδος διεξάγει πολέμους, οι ξένοι μαχητές θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στο πεδίο της μάχης ανά τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου