Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή έλεγχε την κάθε αδικία, ήλεγξε και την βασίλισσα Ευδοξία γιά τις παρανομίες καί τις αδικίες που έκανε, κυρίως επειδή με τυραννικό τρόπο αφαίρεσε τον αγρό μιας χήρας, ονομαζόμενης Καλλιτρόπης.
Γι’ αυτό το λόγο εξορίστηκε ο Άγιος πολλές φορές πέραν της Καππαδοκίας, σε τόπους έρημους και στερημένους ακόμα και των αναγκαίων. Εκεί ευρισκόμενος εξόριστος ο Άγιος, εκλήθη στούς ουρανούς υπό του Δεσπότου Χριστού, διά μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Αποστόλων και έτσι μετέβη από της γης στις ουράνιες σκηνές. Το δε άγιο λείψανό του αποθησαυρίσθηκε στά Κόμανα της Καππαδοκίας…
Αφού οι μαθητές του Αγίου, που τον συνόδευσαν στην εξορία, τον ενταφίασαν, πήγαν στην Ρώμη, όπου Πάπας ήταν ο Άγιος Ιννοκέντιος καί βασιλεύς ο αδελφός του Αρκαδίου Ονώριος καί διηγήθηκαν σ’ αυτούς εξ αρχής όλες τις τιμωρίες, τις οποίες έκαναν στον θείο Χρυσόστομο, δηλαδή ότι πλήρωσαν ανθρώπους για νά τόν φονεύσουν, όταν τον πήγαιναν στήν εξορία καί ότι πολλές του έκαμαν τυραννίες, γιά νά πράξουν τήν εντολή των εχθρών του, όταν ως Άγγελο τον υποδέχονταν η Ανατολή, αλλά ο Θεός δεν θέλησε νά γίνει τέτοιος φόνος καί τόν φύλαξε.
Επίσης διηγήθηκαν σ’ αυτούς πώς εφάνησαν σ’ αυτόν οι ένδοξοι Απόστολοι, ομοίως δέ καί τόν μέγα σεισμό τον οποίο έκαμε ο Θεός μετά τήν εξορία του δικαίου, ο οποίος χάλασε τά βασίλεια καί σχεδόν άπασα τήν πόλη, τήν φοβερά χάλαζα, που προξένησε τόση ζημιά, ώστε καί αυτήν τήν στήλη της μυσαρής Ευδοξίας συνέτριψε’ τό θείο πυρ τό οποίο εξήλθε εκ του θρόνου του Αγίου, τό οποίο έβλαψε πολύ τόν Ναό εκ του οποίου θαυμασίως διαδόθηκε πρός τό ανάκτορο, διότι εντός τριών ωρών το κατέκαυσε τελείως. Τότε ο Πάπας και ο βασιλεύς, από θείο ζήλο έγραψαν αμφότεροι επιστολές προς τόν Αρκάδιο ελέγχοντας τήν παρανομία καί την αδικία του.
Ο Πάπας έπεμψε στόν βασιλέα αφορισμό, έχοντα ως έξης: «Φωνή αίματος του δικαίου Ιωάννου βοά πρός τόν Θεό κατά σου, βασιλεύ Αρκάδιε! διότι τόν καιρόν της ειρήνης εποίησες καιρό διωγμού στήν Εκκλησία εξορίζοντας τόν αληθή ποιμένα της, μαζί του καί αυτόν τόν Χριστό, φευ εξόρισες και παρέδωσες τό ποίμνιό του σε μισθωτούς καί όχι αληθείς ποιμένες. Εγώ δέν λυπούμαι γιά τόν Χρυσόστομο, διότι είναι μακάριος εκείνος γιά τά μεγάλα του κατορθώματα καί τρισμακάριος γιά τις αναρίθμητους κολάσεις, τις οποίες υπέμεινε, καί έλαβε τόν κλήρο στήν Βασιλεία του Θεού μετά των Αποστόλων καί Μαρτύρων, λυπούμαι όμως γιά τήν ιδική σου απώλεια, διότι, για να ποίησης τό θέλημα μιας γυναικός άφρονος, στέρησες όλο τόν κόσμο της μελιρρύτου διδαχής του.
Γιά τούτο καί εγώ ο ελάχιστος, ο οποίος επιστεύθη του Κορυφαίου τόν θρόνο, σας κανονίζω καί αυτήν, χωρίζοντάς σας της αγίας κοινωνίας των θείων του Χριστού Μυστηρίων, καί αν κάποιος τολμήσει νά σας κοινωνήσει, νά είναι καθηρημένος καί αφορισμένος. Εάν δέ καί εσείς βιάστε κάποιον, μή γένοιτο, νά σας κοινωνήσει, καταφρονώντας την Αποστολική αυτή διάταξη, νά είσθε ως οι τελώνες καί εθνικοί παρά τω Ορθοδόξω συστήματι καί νά μένει η αμαρτία ενώπιόν σας, όπως την ημέρα της κρίσεως λάβετε τήν πρέπουσα παίδευση’ τόν δέ Αρσάκιον, που τον βάλατε στο θρόνο του Χρυσοστόμου, τον καθαιρούμε καί μετά θάνατον, ως καί όλους τούς μετά τούτου συγκοινωνήσαντες, διότι μοιχώ τω τρόπω έλαβε τήν αξία ο ανάξιος, τόν δέ Θεόφιλο, όχι μόνον καθαιρούμε, αλλά και αφορίζομε, για να είναι και του Χριστού αλλότριος. Αυτά, που εμείς δένομε στη γη, έτσι δένονται καί στον ουρανό καθώς ακούς στό ιερό Ευαγγέλιο».
Ο δέ Ονώριος έστειλε και αυτός άλλη επιστολή: «Αδελφέ Αρκάδιε, δεν γνωρίζω ποια επαναστατική ενέργεια σέ παρακίνησε νά ακούσεις μία γυναίκα και νά ποιήσεις αυτά, τά οποία άλλος βασιλεύς Χριστιανός δέν εποίησε, και δικαίως σέ κατακρίνουν όλοι οι εδώ Επίσκοποι, ότι εξόρισες άνευ κρίσεως τόν μέγα Αρχιερέα του Θεού, τόν οποίο φόνευσαν διά τιμωριών και βασάνων οι στρατιώτες σου. Πάλι δέ καί ότι τούς Αρχιερείς τοποτηρητές, τούς οποίους έστειλε απ’ εδώ η Εκκλησία των Ρωμαίων, πρός τιμήν μας καί πρός βεβαίωση της αληθείας, όχι μόνον φυλάκισες, αλλά καί τά χρήματα που είχαν για έξοδα των αφήρεσες, γι’ αυτό και κινδύνευσαν υπό της πείνας σε θάνατο. Έτσι ποιήσας δέν κατεφρόνησες τά Αποστολικά παραγγέλματα; Σπεύσε, αδελφέ, ώστε δι’ έργων να ευαρεστήσεις Θεό και ανθρώπους, διόρθωσε τά σφάλματά σου, γνωρίζοντας ότι οι προσευχές των Ιερέων στερεώνουν τήν βασιλεία μας».
Δεξάμενος τις επιστολές ο Αρκάδιος λυπήθηκε υπερβολικά και πρώτα τιμώρησε τούς κακοποιήσαντες τούς Ρωμαίους Αρχιερείς, εκ των οποίων άλλους μέν μαστίγωσε, ετέρους δέ θανάτωσε, κρεμάζοντας αυτούς στά ξύλα. Όλους δέ τούς συγγενείς της Ευδοξίας, οι οποίοι συνήργησαν στήν του Αγίου καθαίρεση, καθήρεσε και δήμευσε τήν περιουσία των. Ούτε της ίδιας της γυναικός του εφείσθη τελείως, αλλ’ έδειρε και την τιμώρησε τόσο, ώστε από της στενοχώριας της ασθένησε.
Κατόπιν έδεσε τόν Μηνά, τόν Θεότεκνο καί τόν Ισχυρίωνα τούς ανεψιούς Θεοφίλου, τόν Γαβάλων Σεβηριανόν και τόν Βεροίας Ακάκιο, οι οποίοι βρέθηκαν εκεί και έστειλε αυτούς λίαν περιφρονημένους πρός τόν Πάπα Ιννοκέντιο, γράφοντας και επιστολή σ’ αυτόν μέ πολλή ταπείνωση πρός απάντηση, λέγοντας: «Εγώ δέν γνώριζα ουδέν εξ όσων επράχθησαν κατά των απεσταλμένων σας, όταν δε τα έμαθα, θανάτωσα τούς αυτούς αδικήσαντες. Ούτε επίσης σε καθαίρεση του Ιωάννου ήμουν αίτιος, αλλά κάποιοι Επίσκοποι άθλιοι, οι οποίοι μου έδειξαν εκκλησιαστικούς Κανόνες και δέχθηκαν τό αμάρτημα, τούς οποίους πιστεύοντας έδωκα τήν άδικο ψήφο. Στέλλω γι’ αυτό τη Οσιότητί σου τόν Ακάκιο, τόν Σεβηριανό και τούς συγγενείς του πονηρού Θεοφίλου, στόν οποίο θέλω γράψει νά έλθει εκεί βιαίως καί τιμώρησε αυτούς ως βούλεσαι. Ημάς δέ συγχώρησε τη πατρική φιλανθρωπία σου και μή ημάς στερήσεις της των Αχράντων Μυστηρίων ιεράς μεταλήψεως, διότι και τό τέκνο σου Ευδοξία επαίδευσα καί βαρέως μαστίγωσα. Γι’ αυτό καί ασθενήσασα βαρέως κατάκειται κλινήρης. Λοιπόν μή ημάς παιδεύσεις περισσότερο, Πάτερ τιμιότατε, καθ’ όσον μάλιστα μετανοούμε εξ όλης καρδίας καί πρέπει κατά τήν άπειρο ευσπλαχνία του Πανάγαθου Θεού, νά συγχωρήσει ημάς η υμετέρα Οσιότης». Έγραψε δέ καί στόν Ονώριο, να μεσιτεύσει πρός τόν Πάπα νά του στείλει συγχώρηση.
Δεξάμενος ο Πάπας τις επιστολές του Αρκαδίου χάρηκε πολύ γιά τήν ταπείνωσή του, γι’ αυτό έγραψε στόν μαθητή του Χρυσοστόμου Πρόκλο, ο οποίος ήταν τότε Επίσκοπος Κυζίκου, νά πάγει στήν Κωνσταντινούπολη, νά λύσει τούς βασιλείς εκ του αφορισμού, νά κοινωνήσει αυτούς των θείων Μυστηρίων καί νά καθίσει Πατριάρχης επιτροπικός, έως νά εξετάσουν τόν Αττικό επιμελώς.
Έγραψε δέ ιδιαιτέρως καί πρός τόν Αρκάδιο, ότι δέχθηκε τήν μετάνοιά του καί τόν συγχωρεί, αλλά νά διατάξει νά γράψουν τό όνομα του Χρυσοστόμου στά ιερά δίπτυχα καί νά στείλει τόν Θεόφιλο στήν Θεσσαλονίκη, στήν οποία θά πάγει καί ο ίδιος για αναγκαία υπόθεση. Αυτές τις εντολές ο βασιλεύς ασμένως δεξάμενος καί έχοντας απόφαση νά τις εκτελέσει, έγραψε πρός τόν Θεόφιλο: «Τάραξες όλη τήν οικουμένη καί έλαβες τήν τοποκρατορία σατανικώς αφ’ εαυτού σου, χωρίς νά σεβασθείς νόμους εκκλησιαστικούς, ούτε βασιλική εξουσία’ γι’ αυτό αναχώρησε ευθύς άνευ ουδεμιάς προφάσεως καί ύπαγε στήν Θεσσαλονίκη νά κριθείς υπό του Ρώμης Αρχιεπισκόπου».
Λαβών τήν επιστολή αυτή ο Θεόφιλος εταράχθη βλέποντας τις απειλές του αυτοκράτορα. Όμως δέν πρόφθασε νά υπάγει στην Θεσσαλονίκη, διότι ο Θεός του έστειλε ανίατη ασθένεια καί οδυνώμενος υπό λιθιάσεως ομολόγει παρρησία τις κακουργίες, τις οποίες έπραξε στόν Χρυσόστομο καί γιά τις οποίες δικαίως παιδευόταν, έως που κακώς ξεψύχησε. Όχι δέ μόνο ο Θεόφιλος, άλλά καί όλοι όσοι συνεκοινώνησαν στήν εξορία του Χρυσοστόμου τιμωρήθηκαν υπό θεηλάτου πληγής, κακώς οι κακοί απολεσθέντες. Εξόχως δέ η Ευδοξία έπεσε σε αιμόρροια καί σάπισε όλο τό σώμα της, ώστε εξ αυτού σκώληκες εξερχόταν καί δυσωδία ανυπόφορος, από τις οποίες γνώρισε ότι γιά τόν Άγιο τιμωρείται. Γι’ αυτό τον παρεκάλει μέ γοερές φωνές, απέδωκε τόν αμπελώνα στήν χήρα όπως καί τις άλλες αδικίες, τις οποίες εποίησε καί μέ πολλές οδύνες ξεψύχησε. Καί πάλιν ουδέ μετά θάνατον έμεινε ατιμώρητος, διότι έτρεμε ο τάφος της, εις έκπληξη των ορώντων ανείκαστο, ο οποίος κλόνος κράτησε τριάντα τρία έτη, μέχρι που έφεραν από της εξορίας τό άγιο λείψανο. Αφήκε δέ η Ευδοξία θυγατέρες τεσσάρες: Πουλχερία, Φουλία, Αρκαδία καί Μαρία καί ένα υιό ονόματι Θεοδόσιο. Βασίλευσε δέ ο Αρκάδιος έτη δέκα τέσσαρα καί τελεύτησε, οκταετούς όντος του νέου Θεοδοσίου, οι δέ αδελφές του Θεοδοσίου δέν νυμφεύθηκαν. Κυβέρνα δέ τό βασίλειο η Πουλχερία, ούσα τότε ετών δέκα εννέα, έως πού ήλθε ο Θεοδόσιος σε ηλικία νόμιμη.
Βασιλεύοντος δέ του Θεοδοσίου του Μικρού ήδη έτη τριάκοντα, ο Άγιος Πρόκλος, μαθητής καί Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά δέ τόν τέταρτο χρόνο της πατριαρχίας του Πρόκλου (435), έπεισε τόν βασιλέα και έπεμψε γιά νά φέρουν στην Κωνσταντινούπολη τό λείψανο του θείου πατρός. Φθάνοντας οι απεσταλμένοι στά Κόμανα, ρώτησαν τούς εγχώριους νά δείξουν σ’ αυτούς τόν τάφο, για πάρουν τό λείψανο. Οι δέ πικράθηκαν υπέρμετρα, διότι θα στερούνταν τέτοιου θησαυρού ατίμητου, όμως δέν τόλμησαν νά εναντιωθούν στό βασιλικό πρόσταγμα, αλλ’ έφεραν αυτούς στόν τάφο του μάκαρος καί καθώς σήκωσαν τόν λίθο νά εκβάλουν έξω τό λείψανο, έμεινε ακίνητο, ω του θαύματος! καί δέν μπορούσαν τόσοι άνδρες νά το σαλεύσουν όλοτελώς. Γι’ αυτό επέστρεψαν οι αποσταλέντες στά βασίλεια άπρακτοι, κηρύττοντες σ’ όλη τήν πόλη τό θαυμάσιο τούτο, ότι δηλαδή ο Άγιος δέν έδωκε τόν εαυτό του, αλλ’ έμεινε ακίνητος (τούτο δέ τό έκαμε, διότι μέ αυθεντία καί υπερηφάνεια ήθελε νά πάρει τό λείψανό του ο βασιλεύς, τόν οποίο θέλησε νά διδάξει ο Άγιος ταπεινοφροσύνη καί μετριότητα). Τούτου χάριν παρεκάλεσε τόν Άγιο ο βασιλεύς αποστέλλοντας σ’ αυτόν επιστολή που περιείχε αυτά:
«Στόν Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και πνευματικό Πατέρα Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, τήν προσκύνηση προσφέρω, εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντας ότι τό σώμα σου τυγχάνει νεκρό, ως καί τά λοιπά σώματα των αποθανόντων, θελήσαμε νά μεταφέρομε αυτό απλώς σε εμάς, διά τούτο καί του ποθούμενου δικαίως στερηθήκαμε, άλλά συ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησε εμάς μετανοούντας, διότι σύ εδίδαξες εις πάντας τήν μετάνοια καί δός τόν εαυτόν σου, ως Πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τούς φιλοπάτορας υιούς σου και τούς σέ ποθούντας εύφρανε διά της παρουσίας σου».
Λαβόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι τήν επιστολή αυτή καί φθάνοντας στόν τόπο, τέλεσαν καθώς ο βασιλεύς τους πρόσταξε και βλέπουν πάλι άλλο θαυμάσιο, δηλαδή φως άρρητο μέ πολλή λαμπηδόνα από του τάφου αναπήδησαν, ευωδία ανείκαστη εξήλθε του τάφου καί δέν φαινόταν ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός στήν όψη γεμάτος αμβροσίας καί νέκταρος. Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αυτή καί ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωκε τόν εαυτό του ο θείος Πατήρ, διότι η θήκη που περιείχε τό άγιο λείψανο ευκόλως καί χωρίς κόπο φερόταν ανεμποδίστως. Τότε έγιναν καί πολλά θαυμάσια σε όσους μετά πίστεως τόν ασπάσθηκαν. Εξόχως δέ ήταν ένας χωλός στο μέσον του πλήθους καί μέ πολύ κόπο έκαμε τρόπο καί άγγιξε στους πόδας του το του Αγίου ιμάτιο καί ευθύς ιάθη. Θέτοντες λοιπόν τό ιερό λείψανο σε χρυσοκόλλητη λάρνακα καί βαστάζοντας αυτήν, εκίνησαν τήν οδοιπορία πρόθυμοι μέ ψαλμωδία πολλή, μέ λαμπάδες καί θυμιάματα καί σε όσες πόλεις καί χώρες υποδέχονταν τόν Άγιο, αγιαζόντουσαν. Όταν δέ πλησίασαν στήν Χαλκηδόνα καί τό άκουσαν στήν βασιλεύουσα, έδραμαν όλοι νέοι καί γέροντες μέ πόθο πολύ νά τό προϋπαντήσουν, ως έπρεπε, καί γέμισε πλοία όλη η θάλασσα, η οποία φαινόταν σαν γη στερεά.
Όταν έφθασε τό άγιο λείψανο αντίπερα της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθε ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως καί όλη η Σύγκλητος γιά νά προϋπαντήσουν τόν Άγιο. Τήν θήκη δέ τήν έχουσα τό άγιο λείψανο έβαλαν σε πλοίο βασιλικό. Γενομένης δέ τρικυμίας, τά μέν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν σε ένα καί άλλο μέρος, τό δέ πλοίο τό περιέχον τό άγιο λείψανο εξήλθε στόν αγρό της Καλλιτρόπης χήρας, τήν οποία η Ευδοξία αδίκησε, όπως προείπαμε, καί τότε πάλιν έγινε στήν θάλασσα γαλήνη.
Όταν δέ έφθασαν στόν ορισμένο τόπο εκείνοι, που βάσταζαν τό τίμιο λείψανο, είδαν ότι έκλινε πάλι θαυμασίως πρός τό εν μέρος αφ’ εαυτού του, εκείνο τό ηυτρεπισμένο καί ετοιμασμένο γιά τόν Άγιο κουβούκλιο καί προσκαλούσε μέ σχήμα τό λείψανο.
Μέγας ει, Κύριε, καί θαυμαστά τά έργα Σου!
Όταν έβαλαν στό πλοίο εκείνο τό τίμιο λείψανο, ο μέν βασιλεύς είχε πόθο νά υπάγει στά βασίλεια, αλλ’ ως φαίνεται δέν ήθελε ο Άγιος Χρυσόστομος, γι’ αυτό κατέβηκε τό ρεύμα της θαλάσσης του Ελλησπόντου δυνατό. Πρώτα λοιπόν εφέρθη τό άγιο λείψανο στόν Ναό του Αποστόλου Θωμά, τόν ονομαζόμενο του Αμαντίου, όπου ο βασιλεύς ήταν παρών καί σκέπαζε με την βασιλική του χλαμύδα την θεία σορό του λειψάνου και μαζί παρεκάλει τόν Άγιο νά παύσει τόν κλονισμό του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμε ήδη τριάντα τρία έτη’ καί δή επέτυχε της αιτήσεως διότι στάθηκε, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης.
Μετά από αυτά εκομίσθη τό άγιο λείψανο στο Ναό της Αγίας Είρήνης. Εκεί, έβαλαν τό άγιο λείψανο επάνω στό ιερό Σύνθρονο καί εβόησαν άπαντες: «Απόλαβε τόν θρόνο σου, Άγιε». Ύστερα απέθεσαν τήν θήκη του λειψάνου επί τής βασιλικής αμάξης καί έφεραν αυτό στόν Ναό των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν τό άγιο λείψανο επάνω στήν ιερά καθέδρα καί, ω του θαύματος! επεφώνησε στό λαό το «Ειρήνη πάσι καί τη Ευδοξία συγχώρησις». Καί ύστερα ετέθη υποκάτω στήν γη όπου καί τώρα ευρίσκεται. Οταν δε η ιερά λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα γινόντουσαν, δοξάζοντας ο Θεός με αυτόν τον τρόπο τους δοξάζοντες Αυτόν.
ipseni.blogspot.gr
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου