Ο κυριώτερος και κεντρικότερος από τους λόφους, όπου ήταν κτισμένη η πόλη (mons Palatinus ή Palatium) πήρε το όνομα του από το Αρκαδικό Παλλάντιο.
Έλεγαν, πώς ο Αρκάς Εύανδρος, είχε πάει εκεί 60 χρόνια προ των Τρωικών.
Η μητέρα του Ευάνδρου, που λεγόταν Νικοστράτη, έγινε από τους Ρωμαίους Carmentis ή Carmenta (Πλούταρχος Ρωμύλος 21), και είχε εξαιρετικές τιμές από τους κατόπιν Ρωμαίους, γιατί είχε προφητική δύναμη. H ονομαστή porta Camentalis του τείχους της Ρώμης, χρωστούσε το όνομά της σε παρακείμενο βωμό, αφιερωμένο στην μητέρα του Ευάνδρου.
Ο Βιργίλιος, αναφέροντας την ίδρυση της πρώτης πόλεως, από τον βασιλέα Εύανδρο, ανάμεσα στους παρά τον Τίβερη λόφους, προσθέτει πώς είχε δοθεί σ' αυτήν το όνομα της μητροπόλεως του «Παλλάντιον» και πώς οι Αρκάδες, που εγκαταστάθηκαν εκεί μαζί με τον Εύανδρο, κατάγονται από την Παλλάδα (Αιν. 8, 51 κπ).
Ο Οβίδιος λέει, πώς στην θέση που ήταν επί των ήμερων του η Ρώμη, η πρωτεύουσα του κόσμου, χόρτα μόνον υπήρχαν και λίγα βόσκοντα πρόβατα, αραιά δέντρα και αραιότερες καλύβες, όταν έφτασε εξόριστος από την Αρκαδία ο Εύανδρος, φέρνοντας μαζί του τους πατρώους θεούς.
Όταν ο Εύανδρος και η ακολουθία του έφθασαν εκεί, τους σταμάτησε η προφήτισσα μητέρα του λέγοντας: «Σταθείτε, ο τόπος αυτός είναι προορισμένος να γίνει το κέντρο μιας αυτοκρατορίας».
Και συνεχίζει την γραφή του ο Οβίδιος:
«Ο Νωνάκριος ήρωας άκουσε την θεόπνευστη μητέρα του και έμεινε έχει, δίδαξε τους ντόπιους τις ιερουργίες του τόπου του, ιδίως τους έμαθε να τιμούν τον Πάνα και τον φτεροπόδαρο θεό Έρμη» (Fasti 5, 91 κπ).
Εδώ αξίζει να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα αρχαίων κειμένων τα όποια αποκαλύπτουν την Ελληνοπελασγική καταγωγή των Ρωμαίων, χωρίς βέβαια να συνυπολογίσουμε τις ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας, πού ιδρύθηκαν σε μεταγενέστερα χρόνια:
Διονύσιος Αλικαρνασεύς,
"Ρωμαϊκή Αρχαιολογία Ι, 11, 2-3".
«Επειδή ο Οίνωτρος ήταν δυσαρεστημένος με την μοιρασιά της γης της Αρκαδίας, πού έκανε ο πατέρας του Λυκάων στα 22 παιδιά τον, άφησε την Πελοπόννησο, ετοίμασε στόλο και πέρασε την θάλασσα του Ιονίου μαζί με τον Πευκέτιο, έναν από τους αδελφούς του. Συνοδευόταν δε από πλήθος λαού. Ο Πευκέτιος, αφού πέρασε το ακρωτήριο της Ιαπυγίας, βγήκε με μία ομάδα ανθρώπων στην ξηρά και η περιοχή πού αποβιβάσθηκαν ονομάστηκε Πευκετία. Ο Οίνωτρος δε, με τον περισσότερο στρατό πέρασε στην άλλη θάλασσα, που βρέχει, τις δυτικές περιοχές κατά μήκος των ακτών της Ιταλίας, που ονομάστηκε έκτοτε Αυονική θάλασσα και αργότερα Τυρρηνική. Αύτη η περιοχή ονομάσθηκε Οινωτρία.
Ο Οίνωτρος δε, γεννήθηκε 17 γενεές πριν από την τρωική εκστρατεία». Παυσανίας Αρκαδικά 43, 1-3.
«Στη συνέχεια οφείλω να ασχοληθώ με το Παλλάντιο, για ο,τι αξιομνημόνευτο υπάρχει εκεί, και για ποιο λόγο ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο παλαιότερος, έκανε το Παλάντιο πόλη αντί κώμης και παραχώρησε στους κατοίκους του ελευθερία και απάλλαξε από τους φόρους.
Λένε, λοιπόν, πώς ένας Εύανδρος ξεπερνούσε όλους τους Αρκάδες στην σύνεση και στην πολεμική ικανότητα. Ήταν γιος μιας νύμφης, κόρης του Λάδωνα και του Έρμη.
Αυτός στάλθηκε σε αποικία με ομάδα Αρκάδων από το Παλλάντιο και ιδρυσε πόλη παρά τον Τίβερη ποταμό. Ένα μέρος της σύγχρονης μας πόλης της Ρώμης, εκείνο που είχε εγκατασταθεί ο Εύανδρος με τους Αρκάδες του, ονομάστηκε Παλλάντιο, σ’ ανάμνηση της αρκαδικής πόλεως. Γι’ αυτούς τους λόγους έγιναν οι τιμητικές παραχωρήσεις εκ μέρους του αυτοκράτορα στους Παλλαντιείς».
Πλούταρχος Ρωμύλος 1.
«...Άλλοι λένε πώς οι Πελασγοί, που πλανήθηκαν στους περισσότερους τόπους της οικουμένης και νίκησαν τους περισσότερους ανθρώπους, εγκαταστάθηκαν στο μέρος αυτό (Ρώμη) και ονόμασαν έτσι την πόλη από την Ρώμη των όπλων τους...»
Στράβων, «Γεωγραφικά» Ε' 111,3.
«…Ή Ρώμη υπήρξε Αρκαδική αποικία υπό τον Εύανδρο. Αυτός φιλοξένησε τον Ηρακλή, τότε που πήγαινε για τα βόδια του Γηρυόνη. Ο Εύανδρος έμαθε από την μάνα του, την Νικοστράτη, που ήταν έμπειρη στα μαντικά, ότι ήταν πεπρωμένο του Ηρακλή να γίνει θεός, όταν θα τελείωνε τους άθλους του. Το ομολόγησε στον Ηρακλή, καθόρισε έναν ναό και έκανε θυσία προς τιμήν του, συμφώνα με το ελληνικό έθιμο - μία θυσία πού γίνεται ακόμη και σήμερα.
Ακόμη και ο ιστορικός των Ρωμαίων, Κοίλιος, θεωρεί αυτή την θυσία απόδειξη, ότι η Ρώμη είναι ελληνικό κτίσμα, αφού πρόκειται για πατρογονική θυσία, ελληνική, στον Ηρακλή.
Οι Ρωμαίοι τιμούν και την μητέρα του Ευάνδρου. Την ονόμασαν Καρμέντη και την θεωρούν μία από τις νύμφες.»
Στράβων, «Γεωγραφικά» Η' VI,20.
«Ο Δημάρατος πάλι, ένας από αυτούς που κυβέρνησαν την Κόρινθο, δραπετεύοντας, μετά από στασιασμούς, κουβάλησε μαζί του τόσο πλούτο από την πατρίδα του στην Τυρρηνία, ώστε αυτός κυβέρνησε την πόλη που τον υποδέχτηκε. Ο γιος του έγινε βασιλιάς των Ρωμαίων».
Παρατηρούμε ότι ο Στράβων αποδεικνύεται πολύ μεγάλος γνώστης όσον αφορά την πελασγική καταγωγή των Ρωμαίων, και προχωρεί και σε πιο... βαθιά νερά όσο αφορά το επίμαχο αυτό ζήτημα. Χαρακτηριστικά αναφέρει για τους Ετρούσκους, που καταχωρίζονται από τους αρχαιολόγους ως λαός αγνώστου καταγωγής, τα εξής:
«Οι Ρωμαίοι αποκαλούν τους Τυρρηνούς Ετρούσκους και Τούσκους. Οι Έλληνες τους λένε Τυρρηνούς από τον Τυρρηνό του Άτυος, καθώς λένε, που δημιούργησε εδώ αποικίες από την Λυδία. Υπήρχε πείνα και αφορία, οπότε ο Άτυς, ένας από τους απογόνους του Ηρακλή και Ομφάλης, που είχε δυο παιδιά, έριξε κλήρο και κράτησε τον Λυδό, ενώ τον Τυρρηνό με τον περισσότερο κόσμο τους ξαπέστειλε» (Στράβων, «Γεωγραφικά», Ε, II, 2)
Μας λέει λοιπόν ο Στράβων ξεκάθαρα ότι οι Ετρούσκοι κατάγονται από την Λυδία της Μ. Ασίας, και κυβερνάτο αυτός ο λαός (οι Ετρούσκοι) από έναν βασιλέα, ο οποιος είναι απόγονος του Ηρακλέους. «Μερικοί από αυτούς (τους Πελασγούς) ήλθαν στην Ιταλία, μαζί με τον Τυρρηνό του Άτυος» (Στράβων «Γεωγραφικά», Ε', II, 4).
Στο σημείο αυτό, ο Στράβων, αναφέρεται μόνο στην Λυδία ως χώρα προελεύσεως των Ετρούσκων,
και σε άλλο σημείο του έργου του, μιλάει για Πελασγούς εκ Λυδίας,
πουθενά όμως δεν ξεκαθαρίζει ότι οι Πελασγοί Ετρούσκοι είχαν κοιτίδα την Ελλάδα.
Το ξεκαθαρίζει όμως το κρίσιμο αυτό ζήτημα ο Πλούταρχος (Ρωμύλος 2) με πλήρη σαφήνεια. «…Τους Τυρρηνούς που είχαν έλθει από την Θεσσαλία στην Λυδία κι από την Λυδία στην Ιταλία...».
Η Θεσσαλία ήταν μία περιοχή της Ελλάδος που βρισκόταν κάτω από την πλήρη κυριαρχία
των Πελασγών, ονομάζονταν δε και πελασγικό Άργος, όπως αναφέρει ο Στράβων.
Από την Θεσσαλία λοιπόν ξεκίνησαν άποικοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Λυδία.
Κάποια στιγμή όμως στη Λυδία αντιμετώπισαν μεγάλο πρόβλημα επιβιώσεως έτσι αναγκάστηκε
ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ξενιτευτεί για δεύτερη φορά.
Έφθασαν λοιπόν στην Ιταλία και ονομάστηκαν Τυρρηνοί, από το όνομα (Τυρρηνός) του ηγέτη τους Τυρρηνό του Άτυος, ωστόσο όμως ήσαν στην καταγωγή Πελασγοί και αυτούς οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Ετρούσκους.
Αυτές όλες οι γενεαλογίες ήταν κοινή πεποίθηση στην αρχαιότητα και απόλυτα ξεκαθαρισμένες και καταχωρημένες, επομένως η άποψη των αρχαιολόγων για τους Ετρούσκους ως λαού αγνώστου καταγωγής είναι εκ του πονηρού, την στιγμή που υπάρχει καταγεγραμμένη καταγωγή στα αρχαία κείμενα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και το σημαντικότατο άρθρο που υπογράφει ο Ιταλός αρχαιολόγος Τσάο Τσεβάλι. Στο περιοδικό «CORPUS» (τεύχος 28 Ιούνιος 2001) με τίτλο «Μυκηναίοι, οι πρώτοι Έλληνες στην Ιταλία». Σύμφωνα με αυτό το δημοσίευμα οι Ιταλοί αρχαιολόγοι είναι πλέον βέβαιοι ότι η ελληνική (Πελασγική) παρουσία στην Ιταλία ξεκινά από τον 16° αιώνα π.Χ.
Αλλά και η αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαιώνει τους Ιταλούς αρχαιολόγους και φυσικά πάνω απ’ όλους τους αρχαίους συγγραφείς, οι οποίοι υποστήριζαν την ύπαρξη ελληνικών αποίκων από την μυκηναϊκή περίοδο.
Ο Στράβων για παράδειγμα αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η πρώτη πόλη είναι ο Κρότων, εκατόν πενήντα στάδια από το Λακίνιο, ο ποταμός Αίσαρος, και λιμάνι σε άλλον ποταμό, τον Νέαιθο, που λένε ότι χρωστάει το όνομά του σε ένα συμβάν. Μερικοί Αχαιοί, που πλανήθηκαν μετά την τρωική εκστρατεία και έφτασαν εδώ, κατέβηκαν να ερευνήσουν την περιοχή και όταν οι Τρωάδες που έπλεαν μαζί τους, έμαθαν ότι τα πλοία είναι έρημα, επειδή είχαν κουραστεί από το ταξίδι. Έκαψαν τα πλοία. Έτσι, οι άνδρες αναγκάστηκαν να μείνουν, βλέποντας εξ άλλου ότι και η γη ήταν πολύ εύφορη». (Στράβων, «Γεωγραφικά» ΣΤ Τ, 12).
Αχαιοί - Μυκηναίοι ιδρύουν αποικία στον κόλπο του Τάραντα στην Νότια Ιταλία, μετά τον Τρωικό πόλεμο. Κι όλα αυτά ενώ μέχρι σήμερα διδάσκεται επίσημα στα σχολεία -άκουσον, άκουσον-
ότι οι Έλληνες πήγαν για πρώτη φορά στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.
Και συνεχίζει ο Στράβων: «η Πίσα είναι κτίσμα των Πισάτων της Πελοποννήσου, πού ήλθαν με τον Νέστορα στο Ίλιο και στην επιστροφή περιπλανήθηκαν, άλλοι στο Μεταπόντιο κι άλλοι στο Πισάτις»
(Στράβων «Γεωγραφικά» Ε' Π, 5).
«...για τους Ενετούς υπάρχουν δυο εκδοχές: Η μία λέει ότι είναι άποικοι Κέλτες, από αυτούς πού ζούνε στον Ωκεανό, ενώ η άλλη αναφέρει ότι πρόκειται για Ενετούς της Παφλαγονίας, που από τον Τρωικό πόλεμο διασώθηκαν, φθάνοντας εδώ με επικεφαλής τον Αντήνορα» (Στράβων «Γεωγραφικά Ε' II, 4).
Ο Στράβων όμως είναι κατηγορηματικός ότι ο αποικισμός της Ιταλίας είναι κατά πολύ αρχαιότερος της μυκηναϊκής περιόδου. Οι πρώτοι Πελασγοί και Ελληνοπελασγοί που έφτασαν σε Ιταλία και Σικελία, ήσαν οι Κρήτες του Μίνωος.
Ακόμη και ο Τάραντας ήταν αρχικά πόλη της Κρήτης.
«Λένε πώς ήσαν αυτοί που ταξίδευσαν με τον Μίνωα στη Σικελία κι όταν αυτός πέθανε στην Καμική, στην κατοικία του Κώκαλου, έφυγε από την Σικελία και μερικοί, με τα πόδια, πέρασαν στον Αδρία κι έφθασαν στην Μακεδονία, όπου ονομάσθηκαν Βοττιαίοι. Λέγεται, πάντως, ότι όλοι όσοι κατοικούν έως την Δαύνια λέγονται Ιάπυγες, από τον Ιάπυγα, που ήταν παιδί του Δαίδαλου με μία Κρητικιά γυναίκα και έγινε αρχηγός των Κρητών. Τάραντα ωνόμασαν την πόλη από κάποιον ήρωα».
(Στράβων «Γεωγραφικά» ΣΤ^ ΠΙ, 2).
«Όταν ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Υρία βρίσκεται στην Ιαπυγία, που ιδρύθηκε από τους Κρητικούς που χώρισαν από τον στόλο του Μίνωα στην Σικελία, πρέπει να δεχθούμε την Ουρία ή τον Ουερητό
Το Βρεντέσιο λέγεται ότι το αποίκισαν Κρήτες, αυτοί πού έφυγαν με τον Θησέα από την Κνωσό, είτε αυτοί που έφυγαν από την Σικελία με τον Ιάπηγα...» (Στράβων «Γεωγραφικά», ΣΤΊΙΙ, 6)
ΠΗΓΗ: περιοδικο «Ελληνόραμα», τεύχος.25o
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου