Μια επιστημονική ματιά σε ένα αμφιλεγόμενο ιστορικό ζήτημα
Του Αναστασίου Φιλιππίδη
Καιρός να τελειώσει και αυτή η αστήρικτη και προκατειλημμένη κατηγορία κατά της Ρωμανίας, που προωθούν αντιχριστιανικά κέντρα συκοφαντιών, μια και τα στοιχεία δείχνουν ότι η πολιτική του Ιουστινιανού, όχι μόνο δεν δίωξε την Ελληνική φιλοσοφία, αλλά διασφάλιζε το διακριτό ρόλο Κράτους και Θρησκείας, μη επιτρέποντας σε θρησκευτικές ομάδες να επεμβαίνουν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στην προκειμένη περίπτωση της Ακαδημίας Αθηνών, με οιωνοσκοπικούς τσαρλατανισμούς.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ρωμανία, το λεγόμενο Βυζάντιο, αποτελεί μια ένδοξη και δημιουργική σελίδα όχι μόνον της ελληνικής, αλλά και της παγκοσμίου Ιστορίας.
Η Ανατολική Αυτοκρατορία γνώρισε στην ιστορία της δύο αλώσεις. Η πρώτη από τους Φράγκους Σταυροφόρους, η δεύτερη από τους Οθωμανούς Τούρκους. Μπορούμε να πούμε μεταφορικά ότι υπήρξε και μια τρίτη «άλωση» από τους διαφωτιστές και αρχαιολάτρες που διαστρέβλωσαν την ιστορική εικόνα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Η προκατειλημμένη αρνητική άποψή τους μπορεί να συνοψισθεί στην λέξη «βυζαντινισμός». Βεβαίως, η λέξη αυτή και συκοφαντεί αλλά και αποκαλύπτει συγχρόνως την συκοφαντία. Αποδίδει μεν αρνητικά χαρακτηριστικά στους Ρωμηούς, αλλά το κάνει αυτό ενώ είναι μια κατασκευασμένη λέξη που δεν ανταποκρίνεται στα ιστορικά δεδομένα και την αυτοσυνειδησία των κατοίκων της αυτοκρατορίας, δηλώνοντας έτσι άθελά της την απάτη.
Η μελέτη του Αναστασίου Φιλιππίδη που δημοσιεύεται κατωτέρω, εντάσσεται στην κατεύθυνση της ανασκευής των λανθασμένων απόψεων για την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως. Στην ίδια προοπτική άλλωστε κινούνται και άλλες μελέτες έγκριτων και σοβαρών επιστημόνων από όλους τους χώρους και από την Ελλάδα, οι οποίοι με μελέτες, άρθρα και βιβλία που δημοσιεύουν αρνούνται, αν μη τι άλλο, να συμπράξουν πλέον στην τρίτη «άλωση» της Κωνσταντινουπόλεως, του πολιτισμού και της ιστορίας της.
ΤΟ «ΚΛΕΙΣΙΜΟ» ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟ 529 μ.Χ.
του Αναστασίου Φιλιππίδη
Ένα από τα γνωστότερα γεγονότα της Βυζαντινής Ιστορίας είναι το κλείσιμο της Ακαδημίας Αθηνών από τον Ιουστινιανό το 529 μ.Χ. Ακόμη και στα νέα σχολικά βιβλία, με το διακηρυγμένο σκοπό της ελάφρυνσης των μαθητών από την εκμάθηση πολλών γεγονότων και ημερομηνιών, το 529 αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διδασκαλίας. Στην εκλαϊκευμένη εκδοχή της Ιστορίας, που είναι και η ευρύτερα διαδεδομένη, η ενέργεια του Ιουστινιανού συμβολίζει το θρίαμβο του «χριστιανικού σκοταδισμού» και τον οριστικό θάνατο του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Στο άρθρο μας αυτό θα ασχοληθούμε διεξοδικά με το τι ακριβώς συνέβη το 529 και, κυρίως, με τη σημασία την οποία είχε αυτό που συνέβη. Τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλος αριθμός ξένων επιστημονικών δημοσιεύσεων έχει επικεντρωθή σε αυτό το θέμα – απόδειξη ότι υπάρχουν ακόμη αμφιβολίες για την ορθή ερμηνεία των γεγονότων, ίσως και για τα ίδια τα γεγονότα. Με βάση τις πρωτογενείς πηγές και την εκτενή σύγχρονη βιβλιογραφία θα προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε τα γεγονότα και να αξιολογήσουμε τη σημασία τους.
Το πρώτο που θα πρέπη να διευκρινισθή είναι ότι η Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας του 6ου αιώνα δεν ήταν η Ακαδημία του Πλάτωνος. Ήταν μια νεοπλατωνική σχολή, η οποία είχε ιδρυθεί περίπου 750 χρόνια μετά τον Πλάτωνα, από κάποιον Πλούταρχο. Άλλωστε η Ακαδημία του Πλάτωνος έχει βρεθεί και ανασκαφεί και είναι γνωστό ότι βρισκόταν στον Κολωνό, ενώ η σχολή του 6ου αιώνα βρισκόταν στους πρόποδες της Ακρόπολης.
Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να τονισθή είναι ότι η μοναδική πηγή που αναφέρει απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας στην Αθήνα είναι ένα χωρίο του χρονογράφου Μαλάλα, σύμφωνα με το οποίο κατά την υπατεία του Δεκίου (529) ο αυτοκράτορας εξέδωσε διάταγμα και το έστειλε στην Αθήνα, προστάζοντας κανείς να μη διδάσκη φιλοσοφία ή να ερμηνεύη αστρονομία ή να τραβάη κλήρο με ζάρια. Επί δε της υπατείας του αυτού Δεκίου ο αυτός βασιλεύς θεσπίσας πρόσταξιν έπεμψεν εν Αθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε αστρονομίαν εξηγείσθαι μήτε κόττον εν μια των πόλεων γίνεσθαι» Μαλάλας 18,47). Όπως έχει διαπιστώσει η σύγχρονη έρευνα, αυτή η πληροφορία δεν αναφέρεται σε καμιά άλλη ελληνόγλωση, συριακή η αραβική πηγή, (Βλ. V. Erhart, 1998).
Την ερμηνεία αυτού του προβληματικού χωρίου έχει περιπλέξει η επί 300 χρόνια λαθεμένη απόδοσή του στις τυπωμένες εκδόσεις. Μέχρι το έτος 2000, αντί της λέξης «αστρονομία», όλοι οι αναγνώστες του Μαλάλα διάβαζαν «τα νόμιμα», δηλαδή διδασκαλία των νόμων, Νομική Σχολή. Καμιά, όμως, πηγή δεν αναφέρει την ύπαρξη Νομικής Σχολής στην Αθήνα μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση. Το λάθος είχε προέλθει από το μοναδικό χειρόγραφο το οποίο χρησιμοποίησε η πρώτη έκδοση του Μαλάλα (Chilmead, 1691) και επανέλαβε η έκδοση της Βόννης (Dindorf, 1831). Η κριτική έκδοση του Thurn (Βερολίνο, 2000) που έλαβε υπόψη το σύνολο των χειρογράφων αποκατέστησε αυτό το σφάλμα, όπως και πολλά άλλα (βλ. σχετικά, Watts, 2004, σελ. 171). Ο Αθ. Μαρκόπουλος στη βιβλιοκριτική της έκδοσης Thurn γράφει ότι «ο αναθεωρημένος Μαλάλας έχει πολύ μακρινή σχέση με το κείμενο που ήταν ως σήμερα γνωστό» (βλ. Ελληνικά, τομ. 52, τεύχος 2, Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 389).
Η πληροφορία του Μαλάλα συνήθως συνδυάζεται με μια διάταξη του Ιουστινιάνειου Κώδικα (Codex I.5.18.4) κατά παγανιστών, Μανιχαίων και Σαμαριτών, η οποία ορίζει ότι όλοι αυτοί απαγορεύεται να διδάσκουν και, συνεπώς, να μισθοδοτούνται από το κράτος, να υπηρετούν στο στρατό η να κατέχουν δημόσιο αξίωμα (Wildberg, σελ. 331). Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήση ότι αυτές οι δυο πηγές μιλάνε για διαφορετικά πράγματα: σύμφωνα με την πρώτη απαγορεύεται γενικά η διδασκαλία της φιλοσοφίας στην Αθήνα, ενώ σύμφωνα με την δεύτερη απαγορεύεται στους παγανιστές να διδάσκουν οπουδήποτε. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν απαγορεύτηκε γενικά η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, οπότε το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι: «τι πρόβλημα υπήρχε με τη διδασκαλία της φιλοσοφίας ειδικά στην Αθήνα;» Θα επανέλθουμε σε αυτό το ερώτημα λίγο πιο κάτω.
Πάντως, από αυτές τις πηγές, που είναι οι μόνες διαθέσιμες, δεν προκύπτει το «κλείσιμο» της Σχολής στην Αθήνα. Όπως τονίζει ο Wildberg, στο πολύ πρόσφατο (2005) συλλογικό έργο του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ για την εποχή του Ιουστινιανού, «το σημαντικό είναι ότι ούτε ο γενικός νόμος Ι.5.18 ούτε το διάταγμα που στάλθηκε ειδικά στην Αθήνα θα μπορούσε να ισοδυναμεί με «κλείσιμο» της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας» (σελ. 331). Ο λόγος ήταν ότι η Ακαδημία είχε τεράστια περιουσία, όπως αναφέρει τόσο ο τελευταίος διδάσκαλός της, ο Δαμάσκιος, όσο και μεταγένεστερα ο παγανιστής διδάσκαλος της Αλεξάνδρειας Ολυμπιόδωρος. Σύμφωνα με υπολογισμούς, η περιουσία αυτή αρκούσε για τη μισθοδοσία έως δεκαπέντε διδασκάλων (βλ. Watts, 2005, υποσημ. 51). Επιπλέον, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η διδασκαλία τους δεν γινόταν δημοσίως αλλά ιδιωτικά στο σπίτι του αρχηγού της Σχολής (βλ. Wildberg, σελ.331). Άρα το συμπέρασμα είναι ότι το 529 διακόπηκε η κρατική μισθοδοσία στους παγανιστές διδασκάλους και όχι ότι σταμάτησε η λειτουργία της Ακαδημίας στην Αθήνα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα πορίσματα της έρευνας οι φιλόσοφοι της Αθήνας παρέμειναν εκεί μετά το 529 (Watts, 2005).
Η κατάσταση, όμως, φαίνεται ότι επιδεινώθηκε γύρω στο 531, όταν εκδόθηκε η διάταξη I.11.10.1 του Ιουστινιάνειου Κώδικα η οποία προέβλεπε ότι όσοι δεν θέλουν να βαπτιστούν Χριστιανοί θα υποστούν κατάσχεση της περιουσίας τους. Η επόμενη διάταξη (Ι.11.10.2) επαναλάμβανε την απαγόρευση διδασκαλίας και την διακοπή της κρατικής μισθοδοσίας στους παγανιστές διδασκάλους: «Παν δε μάθημα παρά των νοσούντων την των ανοσίων Ελλήνων μανίαν διδάσκεσθαι κωλύομεν, ώστε μη κατά τούτο προσποιείσθαι αυτούς παιδεύειν τους εις αυτούς αθλίως φοιτώντας, ταις δε αληθείαις των δήθεν παιδευομένων διαφθείρειν ψυχάς. Αλλά μηδέ εκ του δημοσίου σιτήσεως απολαύειν αυτούς,…» (βλ. Καρπόζηλος, σελ. 391). Είναι σαφές ότι ο Ιουστινιανός εδώ δεν απαγορεύει την διδασκαλία της φιλοσοφίας πουθενά. Εμποδίζει, διακόπτοντας την κρατική μισθοδοσία, τη διδασκαλία σε όσους ασπάζονται την ειδωλολατρική «μανία».
Ωστόσο, ακόμη και η δήμευση της περιουσίας της Σχολής, αν τελικά πραγματοποιήθηκε, δεν σήμαινε κλείσιμο της Σχολής. Σήμαινε απλώς ότι οι φοιτητές, που μέχρι τότε σπούδαζαν δωρεάν, θα έπρεπε να πληρώνουν πλέον δίδακτρα. Εξάλλου, παραμένει αμφίβολη η πλήρης εφαρμογή αυτών των διατάξεων. Καμιά μαζική δίωξη κατά ειδωλολατρών, που θα ήταν αναμενόμενη ως συνέπεια του νόμου, δεν μαρτυρείται πριν το 545 (βλ. Watts, 2004, σ. 180).
Ο ίδιος ο επικεφαλής της γιγαντιαίας νομοθετικής προσπάθειας του Ιουστινιανού, ο Τριβωνιανός, ήταν παγανιστής. Ο κορυφαίος φιλόσοφος της άλλης διάσημης Φιλοσοφικής Σχολής, της Σχολής της Αλεξάνδρειας, ο Ολυμπιόδωρος ήταν παγανιστής. Πάντως, οι επτά τελευταίοι παγανιστές φιλόσοφοι της Αθήνας, με επικεφαλής τον Δαμάσκιο, αποφάσισαν από μόνοι τους να εγκαταλείψουν την πόλη και το κράτος και να καταφύγουν στην περσική αυλή την οποία είχαν εξιδανικεύσει. Πίστευαν ότι στο περσικό κράτος είχε γίνει πραγματικότητα ο λόγος του Πλάτωνα, με τη σύζευξη φιλοσοφίας και βασιλείας, και ότι εκεί οι υπήκοοι ήταν σώφρονες και κόσμιοι και δεν υπήρχαν κλέφτες και άρπαγες («…οποίον είναι ο Πλάτωνος βούλεται λόγος, φιλοσοφίας τε και βασιλείας ες ταυτό ξυνελθούσης, σώφρον δε ες τα μάλιστα και κόσμιον το κατήκοον, και ούτε φώρες χρημάτων ούτε άρπαγες αναφύονται,…» Αγαθίας, «Ιστορίαι», 80.14 - 80.17).
Το ταξίδι αυτό δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για φιλοσόφους του Ρωμαϊκού κράτους. Το 242 μ.Χ. είχε επισκεφθεί την Περσία ο Πλωτίνος, το 337 ο Μητρόδωρος, το 358 ο Ευστάθιος, κλπ. (βλ. Erhart, 1998), ενώ κάποιος Ουράνιος είχε εντυπωσιάσει τον ίδιο τον Χοσρόη. Άλλωστε, η ζωροαστρική Περσία εθεωρείτο ανέκαθεν η πηγή της Χαλδαϊκής μαγείας και της αστρολογίας, θέματα που κατ’ εξοχήν ενδιέφεραν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους του 6ου αιώνα.
Στην αυλή του Χοσρόη οι φιλόσοφοι συμμετείχαν σε συζητήσεις με σοφούς από την Περσία και αλλού, από τις οποίες σώζεται σε λατινική μετάφραση το έργο του Πρισκιανού «Solutionum ad Chosroem». Σύντομα, όμως, απογοητεύτηκαν. Τους Πέρσες «αλαζόνας μάλα ευρόντες και πέρα του δέοντος εξωγκωμένους εβδελύττοντό γε αυτούς και εκάκιζον» γράφει ο Αγαθίας. Διαπίστωσαν ότι εκεί «άπαν τε είδος αδικίας ημαρτάνετο. Και γαρ οι δυνατοί τους ελάττονας λυμαίνονται ωμότητί τε πολλή χρώνται κατ' αλλήλων και απανθρωπία» (Ιστορίαι, 80, 5-6). Μετά από ένα χρόνο αποφάσισαν να επιστρέψουν στην ρωμαϊκή επικράτεια. Τα ίχνη τους χάνονται στην συνέχεια και έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες για τον τόπο εγκατάστασής τους, αλλά είναι σίγουρο ότι συνέχισαν να συγγράφουν ανενόχλητοι.
Αυτά περίπου είναι τα κυριότερα γεγονότα γύρω από το 529. Πως πρέπει να τα αξιολογήσουμε σήμερα; Αποτελούν πράγματι το κύκνειο άσμα της αρχαίας ελληνικής σκέψης και την οριστική επικράτηση του μεσαιωνικού σκοταδισμού;
Μια πρώτη απάντηση δίνεται από την διαπίστωση ότι κατά την εποχή του Ιουστινιανού συγγράφηκε το ένα τρίτο των συνολικών ελληνικών σχολίων στον Αριστοτέλη, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα (20 από τα 60 έργα της έκδοσης του Βερολίνου, βλ. Wildberg, σελ. 316). Αν μη τι άλλο, αντιλαμβανόμαστε ότι δύσκολα θα ονομάζαμε αυτά τα χρόνια «εποχή σκοταδισμού και διώξεων κατά της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας».
Μια δεύτερη απάντηση μας τη δίνει η τύχη των έργων των συγκεκριμένων παγανιστών φιλοσόφων της εποχής. Θα περίμενε κάποιος ότι ο Ιουστινιανός θα εξαφάνιζε τα έργα των παγανιστών. Αντίθετα, πολλά από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα, όπως τα έργα του Δαμάσκιου με σχόλια στον «Παρμενίδη» και στον «Φαίδωνα» του Πλάτωνα, ο «Βίος Ισιδώρου» (αποσπασματικά), το «Απορίαι και λύσεις περί των πρώτων αρχών», κλπ. Ακόμη και όσα χάθηκαν, χάθηκαν πολύ μεταγενέστερα. Για παράδειγμα, τριακόσια χρόνια αργότερα, το έργο του Δαμάσκιου «Παράδοξα» σωζόταν (το είχε διαβάσει ο Φώτιος και το σχολιάζει στη «Βιβλιοθήκη» του). Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνον δεν ήταν «απαγορευμένο», αλλά και ότι κάποιοι το θεώρησαν χρήσιμο για αντιγραφή. Αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο κόστος αναπαραγωγής ενός βιβλίου, λόγω της απαιτούμενης χειρόγραφης αντιγραφής, συμπεραίνουμε ότι διασώζονταν μόνον έργα για τα οποία υπήρχε ζήτηση από αναγνώστες. Βεβαίως, η ζήτηση δεν διατηρήθηκε για πολύ. Τα «Παράδοξα» έχουν χαθεί σήμερα, καθώς ασχολούνταν με αλλόκοτες διηγήσεις τις οποίες ο Φώτιος χαρακτηρίζει «αδύνατά τε και απίθανα και κακόπλαστα τερατολογήματα και μωρά και ως αληθώς άξια της αθεότητος και δυσσεβείας Δαμασκίου, ος και του φωτός της ευσεβείας τον κόσμον πληρώσαντος, αυτός υπό βαθεί σκότω της ειδωλολατρείας εκάθευδε» (Βιβλιοθήκη, 130. 97).
Μετά το Δαμάσκιο σώζονται έργα των μαθητών του Σιμπλίκιου και Πρισκιανού. Για τον δεύτερο αναφερθήκαμε παραπάνω. Ας προσθέσουμε επίσης ότι διασώζεται μέχρι σήμερα το έργο του «Μετάφρασις των Θεοφράστου περί αισθήσεως». Ο σημαντικότερος μαθητής του Δαμάσκιου ήταν ο Σιμπλίκιος, ο οποίος έγραψε τα περισσότερα έργα του μετά την επιστροφή από την Περσία και πέντε από αυτά σώζονται. Δυο σχόλιά του για έργα του Αριστοτέλη («Περί ουρανού», «Περί Φυσικών») θεωρούνται σημαντικά στην ιστορία των μαθηματικών. Στο πρώτο περιγράφει αναλυτικά την θεωρία των ομόκεντρων σφαιρών του Ευδόξου και τις τροποποιήσεις της από τον Κάλλιππο. Στο δεύτερο περιλαμβάνει εκτενή αποσπάσματα από την «Ιστορία της Γεωμετρίας» του Ευδήμου, η οποία δεν έχει διασωθεί σήμερα.
Η πιο εντυπωσιακή, ωστόσο, απάντηση στα περί διώξεων του αρχαιοελληνικού πνεύματος έρχεται από την άλλη σπουδαία φιλοσοφική σχολή της εποχής, τη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Παρά τους νόμους που προαναφέρθηκαν, η Σχολή αυτή συνέχισε ανενόχλητη τη λειτουργία της και μάλιστα διδάσκαλος στα χρόνια του Ιουστινιανού ήταν ο παγανιστής Ολυμπιόδωρος (505-570). Σώζονται τα σχόλιά του σε δυο έργα του Αριστοτέλη και σε τρία έργα του Πλάτωνα (Wildberg, σελ.321). Περίπου σύγχρονός του είναι ο Ιωάννης Φιλόπονος (490-570) ο οποίος «χίλια χρόνια πριν τον Γαλιλαίο κατέρριψε πολλά σεβάσμια δόγματα της Αριστοτελικής παράδοσης» και του οποίου «η επίδραση στην Αναγέννηση βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για την τελική πτώση του Αριστοτελισμού στις φυσικές επιστήμες» (Wildberg, σ.321). Ο Φιλόπονος διατύπωσε την υπόθεση της ροπής αδράνειας για την κίνηση των σωμάτων, η οποία υιοθετήθηκε από τη δυτική επιστήμη πολλούς αιώνες αργότερα, και γι’ αυτό θεωρείται ένας από τους προδρόμους της νεώτερης μηχανικής (Τατάκης, σελ.61). Όπως σημειώνει ο Τατάκης, όλα τα συγγράμματα του Φιλόπονου μεταφράστηκαν στα συριακά, πράγμα που συνετέλεσε ασφαλώς στην άνθηση της αραβικής σκέψης (σελ. 62).
Και μετά τον Ολυμπιόδωρο, που δίδασκε τουλάχιστον ως το 565, έχουμε στοιχεία για μια ανθηρή φιλοσοφική παράδοση στην Αλεξάνδρεια. Σώζονται Εισαγωγές στη Φιλοσοφία και σχόλια στον Πορφύριο και στον Αριστοτέλη, τα οποία ενσωματώνουν τα έργα του Ολυμπιόδωρου, αλλά δεν είναι γνωστά τα ονόματα των συγγραφέων τους (Wildberg, σελ.322). Ο Wildberg συμπεραίνει ότι «παρ’ όλο που μοιάζει σωστό να πούμε ότι η φιγούρα του παγανιστή σοφού ολοένα και περιθωριοποιείτο στην αυτοκρατορική κοινωνία του 5ου και 6ου αιώνα, είναι εξίσου αληθινό ότι η φιλοσοφική αναζήτηση και ο διάλογος, αν κατανοηθούν ως αναζήτηση της αλήθειας, ποτέ δεν έπαυσαν να αποτελούν κεντρικό μέλημα» (σελ. 324).
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι μόλις ολοκληρώθηκε η ανάκτηση της Ιταλίας ο Ιουστινιανός εξέδωσε διάταξη (το 554 μ.Χ.) με την οποία καθιέρωσε την επιδότηση της διδασκαλίας στη γραμματική, ρητορική, ιατρική και νομική στην Ιταλία (βλ. Maas, σελ. 21).
Με λίγα λόγια, η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής σοφίας διατηρήθηκε αδιάκοπη τον 6ο αιώνα, τον οποίο σχολιάζουμε. Άρα, αυτό που απαγορεύτηκε στη Σχολή της Αθήνας ήταν κάτι διαφορετικό. Ποια ήταν η διαφορετικότητα της Αθήνας; Την απάντηση θα τη βρούμε στο περιβόητο χωρίο του Μαλάλα. Μέσα στην ίδια πρόταση βλέπουμε να απαγορεύονται η φιλοσοφία, η αστρονομία και η οιωνοσκοπεία με τη χρήση ζαριών. Το ερώτημα είναι τι κοινό μπορεί να έχουν η φιλοσοφία και η αστρονομία με τη μαντική; Όπως απέδειξε ο Watts στην πρόσφατη διδακτορική διατριβή του στο Πανεπιστήμιο Γέηλ, το κοινό σημείο ήταν ότι χρησιμοποιούνταν και τα τρία για να προβλέψουν το μέλλον. Ο Δαμάσκιος τιμούσε στο έργο του μια γυναίκα που είχε εφεύρει μια μέθοδο να μαντεύη το μέλλον και να ερμηνεύη τα όνειρα από το σχήμα που έπαιρναν τα σύννεφα, ενώ η βιογραφία του Πρόκλου κλείνει με το ωροσκόπιό του (βλ. Watts, 2004, σ. 173). Στην πράξη, όπως φαίνεται και από τα «Παράδοξα» του Δαμάσκιου, στη σχολή της Αθήνας, «φιλοσοφία», αστρολογία και μαντική αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο ανορθολογικών δεισιδαιμονιών, το οποίο ο Ιουστινιανός προσπάθησε να αποβάλη από την κρατικά μισθοδοτούμενη εκπαίδευση.
Τελικά, όπως σημειώνει ο Watts, «ο ρόλος της εκπαίδευσης σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν να εξοικειώση τους νέους με τον διανοητικό και φιλολογικό κόσμο στον οποίο ζούσαν. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αποσκοπούσε στο να επηρεάση τη θρησκευτική πίστη. Φαίνεται όμως ότι στην Αθήνα έγινε μια αληθινή προσπάθεια από τους διδασκάλους να χρησιμοποιήσουν τη φιλοσοφία ως τρόπο να εγχαράξουν θρησκευτικές αντιλήψεις. Δίδασκαν στους μαθητές θέματα όπως η αφοσίωση στους θεούς και μαντείες για το μέλλον. Αυτό υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια του καθιερωμένου εκπαιδευτικού συστήματος» (Watts, 2006).
Αντίθετα, στην Αλεξάνδρεια οι παγανιστές φιλόσοφοι έπεισαν τους Χριστιανούς ότι θα μπορούσαν να έχουν μια δογματικά ανόθευτη εκπαίδευση, χωρίς να διακινδυνεύουν την πίστη τους. Οι φιλόσοφοι της Αθήνας απέτυχαν σε αυτό. Επομένως, υποστηρίζει ο Watts, το πρόβλημα με την Σχολή της Αθήνας δεν ήταν ότι εκεί διδασκόταν κάποια αντίθετη προς το Χριστιανισμό φιλοσοφία, αλλά ότι η Σχολή «προσπαθούσε να επηρεάση ευθέως την εκτέλεση θρησκευτικών πράξεων. Σε άλλα μέρη η παγανιστική διδασκαλία συνέχισε να πληροφορή χωρίς να προσηλυτίζη και ήταν ευρέως δεκτή ως μια λειτουργία εντελώς χωριστή από την θρησκευτική πίστη». Με άλλα λόγια, η πολιτική του Ιουστινιανού διασφάλιζε το διακριτό ρόλο Κράτους και Θρησκείας, μη επιτρέποντας σε θρησκευτικές ομάδες να επεμβαίνουν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Στάση που ασφαλώς θα χειροκροτούσαν και οι πιο ακραιφνείς διαφωτιστές στην Ελλάδα σήμερα!
Παραπομπές
Α. Καρπόζηλος, (1997) «Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, τομ. Α 4ος-7ος αιώνας», εκδ. Κανάκη, Αθήνα.
Β. Τατάκης, (1977) «Η βυζαντινή φιλοσοφία», Αθήνα.
V. Erhart, (1998) “The Context and Contents of Priscianus of Lydia's Solutionum ad Chosroem”, World Congress of Philosophy, Βοστώνη.
M. Maas, (2005) «Roman Questions, Byzantine Answers», στο συλλογικό έργο “The Cambridge Companion to the Age of Justinian”, επιμ. Michael Maas, Cambridge Univ. Press.
E.Watts, (2004), “Justinian, Malalas and the end of Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529”, Journal of Roman Studies, vol.94, 168-182.
E.Watts, (2005) “Where to Live the Philosophical Life in the Sixth Century? Damascius, Simplicius, and the Return from Persia”, Greek, Roman and Byzantine Studies, Autumn.
E.Watts, (2006) “City and School in Late Antique Athens and Alexandria”, Berkeley, University of California Press.
C. Wildberg, (2005) “Philosophy in the Age of Justinian” στό συλλογικό έργο “The Cambridge Companion to the Age of Justinian”, Cambridge Univ. Press.
Πηγή: http://www.parembasis.gr/2007/07_06_02.htm
ΟΟΔΕ
Κέντρο Πληροφόρησης ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ
Mε την επικράτηση του χριστιανισμού στο ανατολικό μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη, αρχίζει η επιχείρηση απαλείψεως οτιδήποτε ελληνικού, εκτός της γλώσσας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗδη από αρκετά νωρίς, οι χριστιανοί θεολόγοι, που είναι Ρωμαίοι υπήκοοι, στρέφονται κατά των Ελλήνων και οι συστηματικές επιθέσεις και διώξεις από την επίσημη εξουσία αρχίζουν με τους διαδόχους του Κωνσταντίνου (Κωνστάντιο Β', Θεοδόσιο Α' και Β', κ.λπ.)
Ο ελληνικός πολιτισμός διώκεται, ναοί γκρεμίζονται, το Μαντείο των Δελφών κλείνει, περιουσίες των Ιερών και ιδιωτικές διαρπάζονται, οι εορτές (Ελευσίνια Μυστήρια κ.ά.) καταργούνται, οι Ολυμπιακοί Αγώνες που διεξάγονταν από το 776 π.Χ. επίσης, βιβλία καίγονται, βιβλιοθήκες εξαφανίζονται, τα θέατρα σφραγίζονται, οι άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους και εξοντώνονται ως «ειδωλολάτρες», ως κατεχόμενοι από την πλάνην των ανοσίων και μυσερών Ελλήνων, όπως αναφέρουν τα διατάγματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι από την αρχή έως το τέλος αποκαλούνται βασιλείς των Ρωμαίων.
Ο αναγκαστικός και βίαιος εκχριστιανισμός επιβάλλεται με αποκλεισμούς, εξορίες, βασανιστήρια και στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Σκυθόπολη. Συνυπεύθυνοι σε αυτό το πογκρόμ είναι οι χριστιανοί, τα χριστιανικά Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας... Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη δημόσια μαζική καύση ελληνικών βιβλίων έγινε στην Εφεσο με την προτροπή του Παύλου, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, και συνεχίστηκε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως επί Θεοδοσίου Α'.
Επίσης το 415 μ.Χ., με τις προτροπές και το μίσος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου, ο φανατισμένος όχλος κατακρεουργεί με θραύσματα από πήλινα αγγεία τη φιλόσοφο Υπατία!
Τέλος, ο χριστιανός Βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιουστινιανός κλείνει το 529 μ.Χ. με διάταγμα τις φιλοσοφικές σχολές· ακόμα και τη σχολή των Αθηνών (εν Αθήναιες κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν) που είχε ιδρύσει ο Πλάτων τον 4ο π.Χ. αιώνα και επί εννέα αιώνες λειτουργούσε κανονικώς. Ο τελευταίος διευθυντής της, ο φιλόσοφος Δαμάσκιος, μαζί με άλλους καταφεύγουν -τι ειρωνεία!- στην περσική αυλή.
**Το φαινόμενο αυτό της διώξεως μέχρι εξαφανίσεως του ελληνικού πνεύματος είναι το πρώτο στην Ιστορία παράδειγμα θεσμισμένης και έμπρακτης μισαλλοδοξίας, το πρώτο παράδειγμα μαζικής εθνοκάρθαρσης και πνευματικής κάθαρσης, που δεν επιθυμεί τον άλλο, τον διαφορετικό: ο ελληνικός πολιτισμός πρέπει να εξαφανιστεί φυσικώς, ιδεολογικώς, πνευματικώς· παρέμεινε για τους Βυζαντινούς πάντα κάτι το ξένο, οι ίδιοι χρησιμοποιούν τον όρο έξωθεν ή θύραθεν.**
Η έχθρα των Βυζαντινών χριστιανών κατά των Ελληνων διατηρήθηκε αμείωτη καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας, διότι η υπέρτατη έγνοια τους ήταν η τήρηση του μοναδικού «θεόπνευστου» δόγματος και η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμη και στην περίοδο που θεωρείται «φιλελεύθερη» (του 11ου μ.Χ. αιώνα), οποιαδήποτε συμπάθεια προς τους Ελληνες φιλοσόφους, που διαφοροποιείται από το επίσημο δόγμα, επισύρει την καταδίκη και την αποπομπή. Αυτό έγινε λ.χ. με τον Ιωάννη Ιταλό, «ύπατο των φιλοσόφων», τον οποίο η πατριαρχική Σύνοδος κατηγόρησε ότι ασχολούνταν με ελληνικές αντιλήψεις που απέκλιναν από το ορθόδοξο δόγμα (τα των Ελλήνων δυσεβή δόγματα ...ανάθεμα). Φυσικά μετά το ονομαστικό ανάθεμα εναντίον του ο Ιταλός εξαφανίστηκε από τον δημόσιο βίο. Το ελληνίζειν ήταν καταδικαστέο και εξοβελιστέο από την κοσμική και θρησκευτική εξουσία μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει από την αρπαγή του χριστιανισμού και ανατρέχει στην πλατωνική φιλοσοφία. Είναι από τους πρώτους, στο ετοιμόρροπο και προ πολλού παρακμιακό Βυζάντιο, που τολμά να αποκαταστήσει ανοικτά μετά από 10 αιώνες το όνομα των Ελλήνων και την ελληνική παιδεία και δηλώνει ότι Ελληνες εσμέν γένει τε και παιδεία. Ομως ο ανθενωτικός Γεώργιος Σχολάριος (Γεννάδιος), μελετητής του Αριστοτέλη, που έγινε ο πρώτος Πατριάρχης μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, αντέταξε ότι «χριστιανοί εσμέν», και παρέδωσε στην πυρά το έργο του Γεμιστού.
Συνεπώς υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του ελληνικού κόσμου και του βυζαντινού χριστιανισμού, πρόκειται για ασύμβατες και ασυμβίβαστες αντιλήψεις, νοοτροπίες και πρακτικές. Δεν είναι απλώς μόνο δύο διαφορετικοί κόσμοι, αλλά συνιστούν εντελώς άλλη νοηματοδότηση του βίου, άλλη σύλληψη του κόσμου, στηριζόμενοι σε άλλο ανθρωπολογικό τύπο.
Ο ελληνικός κόσμος είναι ο πολιτισμός της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, της πολιτικής συμμετοχής, του εκκλησίας του δήμου. Ενώ ο βυζαντινός εκπροσωπεί την ανελευθερία, την αυταρχική μοναρχία, την ανισότητα, την τυφλή υπακοή και πίστη στο εξ αποκαλύψεως μοναδικό δόγμα, την Εκκλησία των παθητικών πιστών. Θα πρέπει συνεπώς να διαλέξουμε: αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ή βυζαντινό χριστιανισμό, αυτονομία ή ετερονομία, όπως σωστά προτείνει ο Κ. Καστοριάδης.² Και τα δύο μαζί δεν γίνεται, είναι σχήμα οξύμωρο. Οσον αφορά τον άλλο μύθο του νεοελληνικού χριστιανισμού για τον ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821, παραπέμπουμε στις εύστοχες επισημάνσεις του Σ. Πολυμίλη για τον αρνητικό ρόλο της Εκκλησίας.³ Προσθέτουμε μόνο δύο κείμενα των Πατριαρχείων του έτους 1798.
Το πρώτο είναι ένας λίβελος κατά των Γάλλων διαφωτιστών και της ελευθερίας, ενώ ταυτοχρόνως είναι κήρυγμα δουλικής υποταγής «εις την υψηλήν βασιλείαν των Οθωμανών». Το δεύτερο κείμενο είναι κήρυγμα κατά του πρωτοπόρου μάρτυρα της ελευθερίας Ρήγα Φεραίου και του συντάγματός του, διότι κατά τον Πατριάρχη «είναι πλήρες σαθρότητος».4 Τα ιδεολογήματα, οι ιδεολογίες και οι μύθοι για τα ιστορικά γεγονότα είναι σαν τα ναρκωτικά: μας ταξιδεύουν μακριά από την πραγματικότητα, την καταργούν, επειδή δεν θέλουμε ή δεν έχουμε τη δύναμη να την αντιμετωπίσουμε. Η κατάργηση όμως της αλήθειας δημιουργεί διαστρεβλωμένο και διεστραμμένο κόσμο, και κατά συνέπεια στρεβλή ταυτότητα, πράγμα που είχε διαπιστώσει και ο Κ. Θ. Δημαράς, που έλεγε ότι στην Ελλάδα ορισμένοι «καλλιεργούν με ηδονή την ιστορική ανακρίβεια». Η συμβουλή του εθνικού μας ποιητή παραμένει επίκαιρη:
*** «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».***
Για όσους διάβασαν κάποιο βιβλίο πέραν από τα σχολικά, γνωρίζουν ότι ο Χριστιανισμός όχι μόνο δε συνέβαλε
ΑπάντησηΔιαγραφήστην πρόοδο αλλά, αντιθέτως, διά της
σκοταδιστικής δράσεώς του ανέστειλε για χίλια περίπου χρόνια την
εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Με το που κατέστη, διά της βίας, η επίσημη ιδεολογία του Βυζαντίου,
εκτός από το ότι αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα αναστολής οιασδήποτε
προόδου, επέδειξε μίσος πρωτόγνωρο προς εκείνους που δεν ασπάζονταν τις
ιδέες του, αποστροφή προς τα Γράμματα, και δη τα ελληνικά, εχθρότητα προς
το Κάλλος και την Τέχνη. Καταστροφές μνημείων, κάψιμο βιβλίων,
μισαλλοδοξία, διώξεις αντιφρονούντων και θανατικές καταδίκες, μαζικές
εκτοπίσεις πληθυσμών, σχίσματα, τριακονταετείς και εκατονταετείς πόλεμοι,
νύχτες Αγίου Βαρθολομαίου, ιερά εξέταση, διωγμός της επιστήμης, άρνηση
του διαφωτισμού, απέχθεια προς τη δημοκρατία, αυτή ήταν, εν ολίγοις, η
προσφορά του Χριστιανισμού προς την Ευρώπη.
Ο σημερινός ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται στις αρχές: δημοκρατία,
ανθρωπισμός, νομοθεσία, επιστήμη, ανθρώπινα δικαιώματα. ΚΑΜΙΑ
τους δεν οφείλει την ύπαρξή της στο ανατολικής προέλευσης δόγμα. Η
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ (καταξίωση του ανθρώπου, κράτος πρόνοιας, κοινωνικής αλληλεγγύης στο πολιτικό επίπεδο), είναι δημιουργήματα των Ελλήνων,
κορύφωμά τους το συναντάμε στην αθηναϊκή πολιτεία του 5ου π. Χ. αιώνα.