Γλυκύτητα και σοφία στάζουν τα λόγια σου, του είπανε με θαυμασμό οι συνομιλητές του. Πόσο αληθινός είναι ο λόγος του Χριστού, «εάν μείνητε εν εμοί και τα ρήματά μου εν υμίν μείνη»! Κι εσύ λοιπόν, πάτερ, μένοντας ενωμένος όλος μ’ Εκείνον, λαλείς και τα δικά Του λόγια.
Γι’ αυτό απάντησέ μας σε τούτο, που μας έρχεται φυσιολογικά στο νου μετά απ’ όσα είπες: Πώς συμβαίνει να μπαίνουν κάποτε σε πλοίο πολλοί άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη, και σε μία τρικυμία να πνίγονται όλοι; Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σ’ όλους ανεξαιρέτως προορισμένο ένα τόσο αξιοθρήνητο τέλος;
-Πολύ ψηλά στοχεύετε! τους είπε ο όσιος. Αυτά μόνο ο Θεός τα ξέρει και το Πνεύμα Του το Άγιο. Με τη βοήθειά Του όμως, θα σας διηγηθώ ακόμα κάτι σχετικό.
Και άρχισε να τους διηγείται για κάποιον καραβοκύρη, που τον έλεγαν Θεόγνωστο. Αυτός είχε ένα πλοίο μεγάλο, με πλήρωμα ίσαμε τριάντα άντρες. Μετέφεραν εμπορεύματα και ταξιδιώτες, κι έκαναν, γενικά όλες τις δουλειές των ναυτικών. Έκαναν όμως και πολλές παρανομίες , που δεν άρεσαν στο Θεό. Νέρωναν τα κρασιά, νόθευαν τ’ άλλα εμπορεύματα, συχνά μάλιστα δεν δίσταζαν, αν έπαιρναν είδηση πως ταξίδευε με το πλοίο τους κανένας πλούσιος, να τον ληστέψουν και να τον πετάξουν στη θάλασσα! Τόσο αθεόφοβοι και ανάλγητοι ήταν.
Μονάχα ένας τους, μόλις τελείωνε η παράνομη επιχείρηση, μετάνιωνε και στέναζε για το κακό που έκανε. Κι αυτός όμως μόνο για λίγο. Σαν έφτανε η στιγμή της μοιρασιάς του βρώμικου κέρδους, ξεχνούσε τις τύψεις του κι έτρεχε να πάρει το μερίδιό του. Δεν μπορούσε ,βλέπετε, να ξεπεράσει την άθλια συνήθεια.
Ο φιλάνθρωπος, που περιμένει όλων τη μετάνοια, πρόσμενε και τη δική τους. Μα ο πονηρός διάβολος δεν χόρταινε με τόσα και τόσα που έκαναν. Τους παρακινούσε όλο και σε χειρότερα.
Αφού πια είδε ο Θεός πως όχι μόνο δεν σταματάνε τις παρανομίες αλλά μηχανεύονται χειρότερες, ανάβοντας φωτιές στα κεφάλια τους, αποφάσισε να τους θανατώσει το συντομότερο. Κι αυτό βέβαια από φιλανθρωπία ,για να μην αυξήσουν τις αμαρτίες τους πάνω στη γη, και προξενήσουν έτσι αργότερα σκληρότερη τιμωρία στις ψυχές τους.
Μια μέρα λοιπόν έπιασαν το λιμάνι του Σέριδου. Πούλησαν εκεί το φόρτωμα του πλοίου τους με μεγάλο κέρδος και κίνησαν πάλι για τα σπίτια τους. Σαν έφτασαν στον τόπο τους, τράβηξαν το πλοίο στη στεριά , για να κάνουν τις συνηθισμένες μικροεπισκευές, που γίνονται μετά από κάθε μεγάλο ταξίδι.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ειδοποιήθηκαν μεταξύ τους ότι θα έφευγαν για τη Βασιλεύουσα. Ένας όμως – ήταν εκείνος που ελεγχόταν λιγάκι από τη συνείδησή του μετά από κάθε παρανομία- δεν ήθελε αυτή τη φορά να μπαρκάρει μαζί τους , επειδή η γυναίκα του πριν από τρεις μήνες του είχε χαρίσει γιο, κι έπρεπε να τον βαφτίσει. Μα οι σύντροφοί του τον πίεζαν αφόρητα , γιατί ήταν απαραίτητος ένας ακόμη άνθρωπος στο πλοίο. Αναγκάστηκε τότε να πληρώσει άλλον ναύτη, για να μπαρκάρει στη θέση του.
Έτσι σαλπάρανε.
Καθώς ταξίδευαν στο πέλαγος, ακούστηκε ξάφνου από ψηλά μία φοβερή βροντή. Τρομοκρατημένοι συνέχισαν την πορεία τους. Μέσ’ από τη βροντή όμως λες και ξεπήδησε αμέσως ένα τεράστιο ραβδί , που χτύπησε με τόση δύναμη το πλοίο , ώστε μεμιάς το τσάκισε και το βούλιαξε αύτανδρο!
Πνίγηκαν όλοι, εκτός από έναν: τον μισθωτό ναύτη, που – θαυμαστό!- άρπαξε μια σανίδα και σώθηκε. Αυτός ήταν που διηγήθηκε μετά το πώς χάθηκε το καράβι.
Το απίστευτο – και όμως αληθινό – είναι ότι την ώρα ακριβώς που πνίγηκαν οι ναυτικοί , έπεσε νεκρός κι ο σύντροφός τους , που είχε μείνει πίσω για να βαφτίσει το παιδί του. Ξεψύχησε αναπάντεχα , στα καλά καθούμενα ,ενώ έτρωγε κι έπινε μαζί με μερικούς φίλους του!
– Τί να σκεφτούμε τώρα για όλ’ αυτά; Ρώτησε τους ακροατές του ο δίκαιος Νήφων. Γιατί χάθηκαν όλοι μονομιάς; Νομίζω πως είναι φανερό: Οι ναυτικοί καταδικάστηκαν από το Θεό γιατί δούλευαν συνειδητά και αμετανόητα στην αμαρτία. Και επειδή παρανομούσαν όλοι μαζί , γι’ αυτό πνίγηκαν έτσι φρικτά όλοι μαζί. Αυτός πάλι που πέθανε στο σπίτι του, ήταν επειδή έδειχνε λίγη μετάνοια. Να γιατί ξεψύχησε τουλάχιστον στη στεριά και κοντά στους δικούς του . Η δικαιοκρισία του Θεού δεν τον άφηνε να πνιγεί μαζί με τους υπόλοιπους , αφού είχε λίγη μεταμέλεια. Αυτή βέβαια , δεν ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει τη σωτηρία. Του εξασφάλισε όμως έναν καλύτερο θάνατο. Και το σώμα του αξιώθηκε να ταφεί στη γη, αντί να χαθεί στα βάθη της θάλασσας. Όσο για τον μισθωτό ναύτη που σώθηκε με τη σανίδα , ο Θεός έκρινε ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τους άλλους στην παρανομία. Γι’ αυτό και τον απάλλαξε από την καταδίκη τους… Λοιπόν, παιδιά μου, ας αποφεύγουμε την αμαρτία, που τόσες οδύνες προξενεί και κανένα καλό δεν φέρνει. Πόσο πόνο, πόσο θρήνο και τί πέλαγος συμφορών γέννησε και γεννάει στο γένος των ανθρώπων!…
– Όμως, πάτερ, του παρατήρησαν οι χριστιανοί, δεν έδωσες απόκριση σ’ εκείνο ακριβώς που ρωτήσαμε την αγιωσύνη σου: Πώς δηλαδή , εξηγείται, να μπαίνουν στο ίδιο πλοίο άνθρωποι από διαφορετικούς τόπους, και να πνίγονται όλοι;
– Άνθρωπος που δεν είναι ένοχος για κάτι, σπάνια θα πνιγεί στη θάλασσα, απάντησε ο όσιος. Συχνά, βέβαια, γλυτώνουν τον πνιγμό και πολλοί αμαρτωλοί, που κινδυνεύουν ή και ναυαγούν στα πέλαγα. Τα οικονομεί έτσι ο Θεός , ώστε, ξεφεύγοντας το θάνατο, να έρθουν σε συναίσθηση των αμαρτιών τους και να μετανοήσουν. Άλλες φορές πάλι ο πανούργος διάβολος υπολογίζει, από διάφορες εξωτερικές ενδείξεις, ότι πλησιάζει το τέλος ενός ανθρώπου. Και τότε αγωνίζεται να τον θανατώσει μια ώρα αρχήτερα και με τρόπο βίαιο – είτε πνίγοντάς τον σε πηγάδια, είτε ρίχνοντάς τον σε γκρεμό, είτε ερεθίζοντας θηρία να τον κατασπαράξουν είτε βάζοντας άλλους ανθρώπους για να τον σκοτώσουν με γρονθοκόπημα ή πετροβόλημα ή δηλητήριο κ.ο.κ. Και όλ’ αυτά τα κάνει ο σατανάς μαζί με τους υπηρέτες του- πάντα, βέβαια , με παραχώρηση του Θεού- για να καυχηθεί , ο ανόητος, πως είναι κύριος του θανάτου των ανθρώπων…
Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»
Πηγή