Εντελώς ασαφή εικόνα για τον ρόλο του αλατιού στη διατροφική τους καθημερινότητα έχουν οι καταναλωτές ανά τον κόσμο, με τις προσλαμβανόμενες ποσότητες να υπερβαίνουν κατά πολύ τις ημερήσιες συνιστώμενες δοσολογίες. Την ίδια στιγμή, οι καταναλωτές φαίνεται να έχουν μια εντελώς απροσδιόριστη άποψη για το ποιές είναι οι πηγές πρόσληψης ποσοτήτων άλατος καθημερινά.
Τα παραπάνω προκύπτουν από διεθνή μελέτη με θέμα «Key challenges in reducing salt intake», την οποία δημοσιεύει το European Food Information Council (EUFIC).
Η μελέτη, για τις ανάγκες της οποίας ένωσαν τις δυνάμεις τους ερευνητές από Ευρώπη, ΗΠΑ και Ασία, σε μια προσπάθεια να συνδράμουν στη μείωση της πρόσληψης αλατιού από τον γενικό πληθυσμό, διενεργήθηκε σε ομάδες από 8 χώρες (Γερμανία, Αυστρία, ΗΠΑ, Ουγγαρία, Ινδία , Κίνα, Βραζιλία και Νότια Αφρική), σε δείγμα 6.987 ατόμων, ηλικίας 18-65 ετών.
Σύμφωνα με τα πορίσματα της μελέτης, σε όλες τις χώρες η μέση καθημερινή πρόσληψη αλατιού υπερβαίνει τις εθνικές συστάσεις για την κατανάλωση αλατιού.
Επιπρόσθετα, για την πλειοψηφία των χωρών, οι ερωτηθέντες κατά μέσο όρο θεωρούν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της πρόσληψης αλατιού προέρχεται από «τα τρόφιμα, που παρασκευάζονται στο σπίτι» (δηλαδή το αλάτι που περιέχουν ούτως ή άλλως οι διάφορες ομάδες τροφίμων, το αλάτι που προστίθεται κατά το μαγείρεμα, και αυτό που προστίθεται στο τραπέζι.)
Μύθοι και αλήθειες
Η εν λόγω διαπίστωση έρχεται να διαψεύσει την παραδοσιακή πεποίθηση ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες αλατιού περιέχονται στα φαγητά εστιατορίου ή στα προϊόντα delivery.
Μάλιστα, σχεδόν οι μισοί από όλους τους συμμετέχοντες εξέφρασαν την πεποίθηση ότι η κύρια πηγή πρόσληψης αλατιού καθημερινά είναι το αλάτι που προστίθεται κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος.
Πάντως, οι ερευνητές που συνεργάστηκαν για την εκπόνηση της μελέτης διευκρινίζουν ότι η εν λόγω διαπίστωση είναι εσφαλμένη, καθώς, όπως σημειώνουν, το αλάτι που περιέχουν από μόνα τους τα τρόφιμα αποτελεί στην ουσία τη μεγαλύτερη πηγή πρόσληψης αλατιού καθημερινά.
Όσον αφορά την προθυμία των καταναλωτών να μειώσουν τις ημερήσιες προσλαμβανόμενες ποσότητες άλατος οι διαφορές μεταξύ των χωρών, τις οποίες διαπιστώνει η μελέτη, είναι μεγάλες..
Για παράδειγμα, οι ερωτηθέντες από την Κίνα και τη Βραζιλία εμφάνισαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μείωση του αλατιού ( 83 % και 81 % αντίστοιχα ), ενώ σε Γερμανία και Αυστρία καταγράφηκε η μικρότερη πρόθεση για οποιεσδήποτε αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες σε σχέση με το αλάτι για τους επόμενους 6 μήνες.
Συνολικά ποσοστό μεγαλύτερο από το ήμισυ των ερωτηθέντων ξεκαθάρισε ότι δεν έχει καμία πρόθεση για μείωση της καθημερινής πρόσληψης αλατιού.
Άγνοια
Σε γενικές γραμμές, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα, δεν είχε σαφή γνώση των εθνικών συστάσεων για την ημερήσια πρόσληψη αλατιού, παρά το γεγονός ότι η μείωση της κατανάλωσης αναγνωρίστηκε ως θετική συμπεριφορά.
Ωστόσο, οι ερωτηθέντες, οι οποίοι γνώριζαν για τις επιπτώσεις της κατανάλωσης αλατιού στην υγεία, εμφανίζεται να έχουν μια πιο θετική στάση απέναντι στη μείωση του αλατιού.
Στην ερώτηση «ποιον θεωρείτε υπεύθυνο για τη μείωση της πρόσληψης αλατιού καθημερινά» η απάντηση της πλειοψηφίας των ερωτηθέντων από όλες τις χώρες υπέδειξε ως υπεύθυνους τους ίδιους τους καταναλωτές, και εν συνεχεία τις εταιρείες τροφίμων, τα εστιατόρια και τα σούπερ μάρκετ .
Για περισσότερες πληροφορίες:
http://www.eufic.org/page/en/show/latest-science-news/page/LS/fftid/Key_challenges_in_reducing_salt_intake_an_international_study/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου