Αμφέβαλλα αν είχα τηρήσει σωστή στάση σ᾿ ένα περιστατικό και του το ανέφερα.
Τού είπα: «Γέροντα, μια Κυριακή πρωί, μετά τη Θεία Λειτουργία, βρισκόμουν προσκεκλημένος σε σπίτι πνευματικού αδελφού.
Είχαν στήσει ψησταριά στην αυλή και έψηναν κρέας. Κάποια στιγμή, ανέλαβα κι εγώ να βοηθήσω κι ενώ τακτοποιούσα τα αναμμένα κάρβουνα, ο γιός τους, μαθητής Λυκείου, που την ώρα εκείνη πότιζε λουλούδια, έστρεψε το λάστιχο πάνω στη φωτιά, δεν ξέρω γιατί το έκανε: Από λάθος, από φιλοπαίγμονα διάθεση, από επίδειξη προκλητικής επαναστατικότητας; Άγνωστο. Πάντως πετάχθηκαν στάχτες και νερά επάνω στο κοστούμι μου.
Μετά την πρώτη έκπληξή μου, αποφάσισα να μη δώσω διαστάσεις στο περιστατικό, καθάρισα πρόχειρα τα ρούχα μου και χωρίς να μιλήσω, σαν να μη συνέβη τίποτε, ξανάρχισα να τακτοποιώ τη φωτιά, ενώ οι γονείς επέπλητταν το γυιό τους. Δεν ξέρω, αν ενήργησα σωστά, σωπαίνοντας, η αν έπρεπε κι εγώ να μαλώσω το παιδί».
Ο Γέροντας μου απάντησε: «Πολύ σωστά έπραξες. Όταν ο αδελφός μας σφάλλει, εμείς πρέπει να βαστάξουμε τον πειρασμό του. Η αληθινή αγάπη μας εμπνέει να κάνουμε θυσίες χάριν του πλησίον. Όπως ο Χριστός, όταν τον σταύρωναν, παρακαλούσε τον ουράνιο Πατέρα Του να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του, διότι δεν ήξεραν τι κάνουν.
Χωρίς θυσία, με την κατάκρισή μας, σπρώχνουμε τον αδελφό μας που αμάρτησε, να πέσει πιο χαμηλά, ενώ με τη σιωπηλή θυσία της αγάπης μας και τη μυστική προσευχή μας για εκείνον, ξυπνάμε τη συνείδησή του, που σηκώνεται και τον κατηγορεί κι έτσι μετανοεί και διορθώνεται. Με τη σιωπή σου βοήθησες το παιδί». Θαύμασα, για μια ακόμη φορά, τη διακριτικότητα της αγάπης του Γέροντα.
Από το βιβλίο «Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου»
xristianos.gr
Πηγή
Ο Όσιος Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 σε χωριό της Εύβοιας. Το όνομά του ήταν Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης. Σε ηλικία 13 χρόνων και έχοντας τελειώσει την Β' Δημοτικού, μετέβη στη Σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα γνωστά "Καυσοκαλύβια" του Αγίου Όρους, όπου έζησε τα επόμενα 6 περίπου χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατόπιν, λόγω σοβαρής ασθένειας, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Εύβοια, όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους στο Αυλωνάρι της Εύβοιας.
Σε ηλικία 20 ετών συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Πορφύριο, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Τα επόμενα χρόνια, επειδή το μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών έγινε γυναικείο, ο πατήρ Πορφύριος εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, στην Άνω Βάθεια επίσης στην Εύβοια.
Το 1940, σε ηλικία 34 ετών, μετέβη στην Αθήνα, όπου στις 12 Οκτωβρίου διορίστηκε εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική Αθηνών.
Στις 16 Μαρτίου 1970, έχοντας συμπληρώσει 35ετία, έλαβε
σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος και αποχώρησε.
Το 1973 έφυγε από την Αθήνα για να εγκατασταθεί αρχικά στον Άγιο Νικόλαο της Πεντέλης και μετά από μερικά χρόνια στο Μήλεσι της Μαλακάσας, όπου και οικοδόμησε το Ιερό Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Το Νοέμβριο του 1991 μετέβη στο παλαιό κελί του, στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Απολυτίκιον.
Ήχος δ .
Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. Τω υπηρέτη του Χριστού Πορφυρίω, χαριτωθέντι δωρεαίς εξαισίαις, προσείπωμεν δεόμενοι εκ βάθους ψυχής• άγιε Πορφύριε, ταπεινών ο προστάτης, λύτρωσαι δεόμεθα, πατρική σου πρεσβεία, πάσης ανάγκης, νόσων και δεινών, τους αιτουμένους την χάριν την θείαν σου.
Απολυτίκιον. Ήχος α . Της ερήμου πολίτης. Της Ευβοίας τον γόνον, Πανελλήνων τον Γέροντα, της Θεολογίας τον μύστην και Χριστού φίλον γνήσιον, Πορφύριον τιμήσωμεν, πιστοί, τον πλήρη χαρισμάτων εκ παιδός. Δαιμονώντας γαρ λυτρούται, και ασθενείς ιάται πίστει κράζοντας, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε αγιάσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.