Μολονότι τον προδώσαμε, δεν μας απαρνήθηκε, δεν μας ξέχασε, δεν μας άφησε αβοήθητους!
Τί ακριβώς πάθαμε μετά το προπατορικό αμάρτημα; Ποιό είναι, δηλαδή, το αποτέλεσμα της παρακοής των προπατόρων μας; Η φύση μας δεν άλλαξε. Τα μέρη και οι δυνάμεις της έμειναν όπως ήταν και πριν από την παράβαση, με τους ίδιους νόμους και τις ίδιες ανάγκες. Η προαίρεση μας, ωστόσο, η αυτοσυνειδησία μας, δεν ακολούθησε ελεύθερα την ίδια κατεύθυνση. Τα πάθη ανέτρεψαν την αρχική τάξη και την ομαλή αλληλεξάρτηση των μερών και των δυνάμεων της φύσεως μας, διατάραξαν την όλη ζωή και δραστηριότητα του ανθρώπου και γέννησαν μια ειδική κατηγορία επιβλαβών δυνάμεων. Τα πάθη, όπως έχω ξαναπεί, δεν είναι φυσικά. Έχουν, ωστόσο, τη δύναμη να ελέγχουν και να ρυθμίζουν όλες τις δυνάμεις μας όπως θέλουν. Αυτό, λοιπόν, έγινε.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να είναι ευτυχισμένος κοντά του, μόνο κοντά του, έχοντας ζωντανή σχέση και επικοινωνία μαζί Του. Γι’ αυτό και «φύσηξε στο πρόσωπο του πνοή ζωής» (Γεν. 2:7), του έδωσε δηλαδή το πνεύμα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του πνεύματος είναι η αυτοσυνειδησία και η ελευθερία, ενώ οι κύριες εκδηλώσεις του είναι, πρώτον, η ομολογία του Θεού ως Δημιουργού, προνοητή και μισθαποδότη και, δεύτερον, ένα αίσθημα ολοκληρωτικής εξαρτήσεως από εκείνον. Το αίσθημα αυτό εκδηλώνεται με την αγαπητική πρόσβλεψη του Θεού, με τη σταθερή προσήλωση στο Θεό, με τον ευλαβικό φόβο του Θεού, με την εκτέλεση του θελήματος του Θεού, σύμφωνα με τα κελεύσματα της συνειδήσεως, και με την απάρνηση όλων των επίγειων για χάρη του Θεού.
Αυτοσυνειδησία και ελευθερία δόθηκαν με το πνεύμα στον άνθρωπο όχι για να ξιππαστεί και να ενεργεί αυθαίρετα, αλλά για να διαπιστώσει και να παραδεχτεί πως ό,τι έχει προέρχεται από το Θεό, κι έτσι, ζώντας σύμφωνα με τη φυσική τάξη που καθόρισε Εκείνος, να κατευθύνεται συνειδητά και ελεύθερα προς τον τελικό του σκοπό, την αιώνια ζωή μετά τον σωματικό θάνατο. Όταν το κάνει αυτό, μένει ενωμένος με το Θεό και Εκείνος μ’ αυτόν. Και όταν ο Θεός μένει ενωμένος μ’ έναν άνθρωπο, δίνει στο πνεύμα του τη δύναμη να ελέγχει και να κατευθύνει το σώμα και τη ψυχή, καθώς και τα εξωτερικά πράγματα. Αυτή ήταν η αρχική κατάσταση του ανθρώπου.
Το επιβεβαίωσε ο Κύριος με τον θείο λόγο του, προστάζοντας τους πρωτόπλαστους να γνωρίζουν ως Θεό εκείνον μόνο, να υπηρετούν εκείνον μόνο, να βαδίζουν σύμφωνα με το θέλημα εκείνου μόνο. Και για να μη βρεθούν σε αμηχανία ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως του θείου θελήματος, τους έδωσε μια ασήμαντη εντολή: Να μη φάνε τον καρπό ενός δέντρου, του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού, όπως το ονόμασε. Έτσι, λοιπόν, οι προπάτορές μας άρχισαν να ζουν ευφρόσυνα μέσα στον παράδεισο.
Ένα πνεύμα, όμως, που είχε πέσει πρωτύτερα από υπερηφάνεια, τους φθόνησε για τη μακαριότητά τους και τους έβγαλε από το δρόμο του Θεού, παρακινώντας τους να παραβούν την ασήμαντη εντολή που τους είχε δοθεί. Τους εξαπάτησε, λέγοντάς τους δελεαστικά, ότι, αν γεύονταν τον απαγορευμένο καρπό, θα γίνονταν σαν θεοί! Το πίστεψαν. Και δοκίμασαν τον καρπό. Το γεγονός αυτό καθεαυτό δεν είναι ίσως σημαντικό. Το κακό είναι ότι πίστεψαν το πονηρό πνεύμα, χωρίς καν να το γνωρίζουν. Ίσως κι αυτό ακόμα να μην ήταν τόσο φοβερό, αν ο διάβολος δεν είχε δηλητηριάσει τις ψυχές τους με πονηρούς λογισμούς και αμαρτωλά αισθήματα εναντίον του ίδιου του Θεού, πείθοντας τους ότι εκείνος τους απαγόρεψε να φάνε από το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, επειδή, αν το έκαναν, θα γίνονταν σαν θεοί.
Να τι πίστεψαν. Και πιστεύοντάς το, δεν μπορούσαν παρά να έχουν βλάσφημους λογισμούς για τον Πλάστη τους, όπως, λ.χ., ότι τους φθόνησε και τους φέρθηκε δίχως καλοσύνη. Αφού δέχτηκαν τέτοιους λογισμούς, δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν, στη συνέχεια, και κάποια δυσμενή αισθήματα εναντίον του Θεού, αισθήματα που τους οδήγησαν σε αυτόβουλες αποφάσεις: “Θα πάρουμε μόνοι μας ό,τι εκείνος δεν μας δίνει. Να ποιος είναι, κι εμείς τον θεωρούσαμε αγαθό! Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να τον αγνοήσουμε και να ρυθμίσουμε εμείς οι ίδιοι τη ζωή μας!”. Έτσι σκέφτηκαν. Και αυτονομήθηκαν, χωρίστηκαν από το Θεό, πιστεύοντας φιλόδοξα ότι, σύμφωνα με την υποβολή του πονηρού, θα γίνονταν σαν θεοί. «Θ’ ανέβω πάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο!» (Ησ. 14:14). Αυτό δεν ήταν μόνο ένας μάταιος λογισμός. Ήταν μια εχθρική απόφαση.
Ο άνθρωπος, αναλαμβάνοντας πια ο ίδιος με αυτοπεποίθηση τον καθορισμό της πορείας του, κυριεύτηκε από έπαρση και αλαζονεία. Η κακή χρήση της ελευθερίας του, πάλι, τον έκανε κακόβουλο και πεισματάρη. Η απομάκρυνση από το Θεό ολοκληρώθηκε με την αποστροφή και την ανταρσία εναντίον Του. Γι’ αυτό κι εκείνος εγκατέλειψε τους παραβάτες. Έτσι η ζωντανή ενότητα Θεού και ανθρώπου διασπάστηκε. Ο Θεός είναι παντού και συντηρεί τα πάντα, αλλά ενώνεται με ελεύθερα όντα μόνο όταν υποτάσσονται σ’ αυτόν. Κανενός το αυτεξούσιο δεν παραβιάζει.
Συντηρεί, βέβαια, και φυλάει ακόμα και τους πιο εγωιστές, αλλά δεν τούς πλησιάζει, δεν ενώνεται μαζί τους. Έτσι και οι προπάτορές μας αφέθηκαν μόνοι. Αν είχαν μετανοήσει έγκαιρα, ίσως ο Θεός να είχε επιστρέψει κοντά τους. Δυστυχώς, όμως, έμειναν αμετανόητοι. Παρά τα ολοφάνερα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε ο Αδάμ ούτε η Εύα παραδέχτηκαν πως ήταν ένοχοι. Έτσι τιμωρήθηκαν με έξωση από τον παράδεισο. Συνήλθαν μετά την έξωσή τους, μα ήταν πια αργά. Δεν είχαν παρά να υπομείνουν τις συνέπειες της πτώσεώς τους, όπως τις υπομένει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, που κατάγεται απ’ αυτούς. Ας ευγνωμονούμε τον πανάγαθο Θεό, που, μολονότι τον προδώσαμε, δεν μας απαρνήθηκε, δεν μας ξέχασε, δεν μας άφησε αβοήθητους. Μ’ ένα θαυμαστό τρόπο οικονόμησε την επανένωση μας μαζί του.
Ξανοίχτηκα αρκετά. Ας επικεντρώσουμε, λοιπόν, την προσοχή μας στο τι συνέβη μέσα στον άνθρωπο: Το πνεύμα, όσο ήταν σε ζωντανή κοινωνία με το Θεό και έπαιρνε θεία δύναμη απ’ αυτόν, είχε εξουσία πάνω στη ψυχή και το σώμα. Όταν διακόπηκε η κοινωνία του με το Θεό, διακόπηκε και η ενίσχυσή του με θεία δύναμη. Μόνο του και αδύναμο πια, δεν μπορούσε να κυβερνήσει τη ψυχή και το σώμα, που το αιχμαλώτισαν και το υπέταξαν. Στον άνθρωπο κυριάρχησε η διάνοια και, μέσω της διάνοιας, η σαρκικότητα. Έτσι ο άνθρωπος, από πνευματικός, έγινε διανοητικός και σαρκικός. Το αποδυναμωμένο πνεύμα δεν έχει, από τότε μέχρι σήμερα, εξουσία πάνω του. Είναι το ίδιο πνεύμα που πήρε εξαρχής από το Θεό, αλλά ανίσχυρο.
Γνωστοποιεί, πάντως, την ύπαρξή του κάπου-κάπου, άλλοτε με το φόβο του Θεού, άλλοτε με τα ξυπνήματα της συνειδήσεως και άλλοτε με το ανικανοποίητο από τα κτιστά πράγματα. Σ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν δίνουμε πολλή προσοχή. Μόλις που τις αντιλαμβανόμαστε, καθώς όλο το ενδιαφέρον μας είναι στραμμένο στις μέριμνες της επίγειας ζωής. Η διάνοια μας έχει αφοσιωθεί σ’ αυτή τη ζωή, μια ζωή υλική. Την επίγεια ζωή, τη ζούμε όλοι με σώμα, και καθετί σωματικά απτό φαίνεται αναγκαίο.
Ο άνθρωπος, όταν συντελέστηκε η ανατροπή της τάξεως στις αμοιβαίες σχέσεις και στην αλληλεξάρτηση των μερών της φύσεώς του, δεν μπορούσε πια να δει τα πράγματα μέσα στην ορθή τους προοπτική, ούτε μπορούσε να διατηρήσει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματά του σε ευταξία και ισορροπία. Σ’ όλα αυτά -ανάγκες, επιθυμίες, συναισθήματα- επικράτησε σύγχυση και αταξία. Μα το χειρότερο ήταν ότι σ’ αυτή την κατάσταση προστέθηκαν και τα πάθη, που κυριάρχησαν στον άνθρωπο και άρχισαν να τον τυραννούν. Φοβερή είναι η τυραννία των παθών! Έχεις δει πώς η οργή ψήνει σαν πυρετός τον οργισμένο; Πώς ο φθόνος τρώει σαν σαράκι τον φθονερό;
Πώς η λύπη λιώνει σαν αργός θάνατος τον βυθισμένο σε πένθος; Έτσι συμβαίνει με όλα τα πάθη, που εμφανίστηκαν μέσα μας μαζί με τη φιλαυτία. Αυτή είναι η μάνα τους. Μόλις ο προπάτοράς μας είπε μέσα του, “εγώ ο ίδιος”, “ο εαυτός μου”, στη ψυχή του ρίζωσε η φιλαυτία, αυτό το δηλητήριο, αυτός ο σπόρος του σατανά. Από τη φιλαυτία αναπτύχθηκαν στη συνέχεια και τα άλλα πάθη -υπερηφάνεια, φθόνος, οργή, μίσος, λύπη, απελπισία, πλεονεξία, φιληδονία, κλπ.- με όλα τα επακόλουθα και τις συνέπειές τους. Ενωμένα πια με την ανθρώπινη φύση, επιδεινώνουν μια κατάσταση που, και χωρίς αυτά, ήταν κατάσταση διαταραχής της φυσικής τάξεως.
Να, λοιπόν, σε τι συνίσταται η αρρώστια μας: Το πνεύμα κυριεύθηκε από έπαρση και αλαζονεία, από κακοβουλία και πεισμονή. Έτσι έχασε την εξουσία του και υποτάχθηκε στη ψυχή, στο σώμα και στα εξωτερικά, στα υλικά πράγματα. Ακολούθησαν η σύγχυση και ο πολλαπλασιασμός των αναγκών και των επιθυμιών, διανοητικών και σωματικών. Αυτές καθαυτές οι ανάγκες του ανθρώπου είναι περιορισμένες και εύτακτες. Το αρρωστημένο πνεύμα, όμως, που από τη φύση του έχει απεριόριστη ενέργεια, τις πολλαπλασιάζει ακατάπαυστα και τις μπερδεύει, δημιουργώντας αυτή τη σύγχυση και την αταξία, για την οποία μιλήσαμε.
(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής»,σ. 87-92, εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου)
http://www.pemptousia.gr/
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου