Βρισκόμαστε στα 1823. Στον Μοριά και τη Ρούμελη αντιβουίζει το κλέφτικο ντουφέκι ήδη εδώ και δυο χρόνια.
Στα δυσπρόσιτα μέρη τα δικά μας, η Λευτεριά φαίνεται να γλυκοχαράζει...
Μα ο κακός δαίμονας της πατρίδας, η Διχόνοια που βαστάει το "δολερό της σκήπτρο", αρχίζει το εθνοφθόρο έργο της. Στην πιο κρίσιμη καμπή του Αγώνα, η Πελοπόννησος αρχίζει να συνταράσσεται από τον Εμφύλιο σπαραγμό. Κινήσεις στρατευμάτων Ελληνικών που στρέφονται ενάντια σε αδελφικές θέσεις σημειώνονται σ' όλη την επικράτεια. Είναι γλυκός ο καρπός της εξουσίας για ν' αφεθεί στους άξιους να τη διαφεντεύουν.
Οι Τούρκοι περνούν στην αντεπίθεση. Αισθάνονται την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν τη Ρούμελη και στέλνουν τα πολυάριθμα λεφούσια τους για να πνίξουν στο αίμα τους άπιστους Γραικούς που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι. Δώδεκα χιλιάδες πεζοί και καβαλλαραίοι Τουρκαλβανοί ξεκινάνε από τα Τρίκαλα για την Ευρυτανία, με σκοπό να τρομοκρατήσουν τον ανυπότακτο Ευρυτανικό λαό. Αρχηγός του τεράστιου αυτού εκστρατευτικού σώματος ο Μουσταής πασάς της Σκόντρας. ’μεσος στόχος τους, η δήλωση υποταγής των επαναστατημένων αρματολών της περιοχής. Με το καλό ή με τη βία ο τόπος έπρεπε να ξαναπροσκυνήσει τον Σουλτάνο.
Με χίλια δυο τερτίπια οι ντόπιοι καπεταναίοι προσπαθούν να ξεγελάσουν τον πασά και να κερδίσουν λίγο χρόνο, ώστε να προλάβουν να κρυφτούν στα κορφοβούνια οι Έλληνες που ζούσαν στα μέρη απ' όπου περνούσε το Τούρκικο ασκέρι.Σε δύο τμήματα γινόταν η προέλαση. Το πρώτο, αφού σάρωσε στο διάβα του τ' απομεινάρια της ομάδας του Καραϊσκάκη, έφτασε στο Καρπενήσι από τα δυτικά, περνώντας τη Βούλπη, ύστερα τον ’η Θανάση, και κατόπιν μπήκε στην πόλη από τη Λαγκαδιά και στρατοπέδευσε.Το δεύτερο τμήμα, 5000 Τουρκαλβανοί μανιασμένοι ήρθαν από τα Ανατολικά, και κατεβαίνοντας τα Καγκέλια προχώρησαν και στρατοπέδευσαν στο νότιο και ανατολικό τμήμα της πόλης.
Μαυρολόγησε ο τόπος από τα Λιβάδια ως τη Μεσοχώρα και πίσω απ' τον ’η Δημήτρη μέχρι το Κεφαλόβρυσο. Εκεί ήταν η εμπροσθοφυλακή με αρχηγό τον Τσελαλεδίν – μπέη. Φανταστείτε τον πανικό που έσπειρα στην πόλη, τις καταστροφές και τις κλεψιές που γίνονταν, το θανατικό και το θρήνο που έπεσε στις όμορφες κόρες του Καρπενησιού. Και οι άντρες να λείπουν από τα σπίτια τους, στρατολογημένοι στα γύρω βουνά, δίχως να μπορούν να προσφέρουν καμιά βοήθεια στις φαμίλιες τους. Δώδεκα χιλιάδες στρατός λοιπόν, θα έμενε εδώ, όσο καιρό χρειαζόταν ως να δηλώσουν υποταγή οι επαναστάτες κι ύστερα θα συνέχιζε από την Ποταμιά στον Προυσό κι από 'κει στο Μεσολόγγι. Η επανάσταση κινδύνευε να σβήσει.
Και τότε ήρθε ο ήρωας.....Δίχως να τον αντιληφθεί ο εχθρός, μόλις έμαθε τα σχέδια του Σκόντρα κι ενώ βρισκόνταν στα μέρη του Αγρινίου, μάζεψε τους Σουλιώτες του, πέρασε από το Μεσσολόγγι για να εφοδιαστεί με μπαρουτόβολα και τράβηξε στα γρήγορα για το Καρπενήσι,.Απ' τον Ψηλόβραχο πέρασε στη Χούνη, κι ύστερα ακολούθησε το ποτάμι ως τα Διπόταμα.
Από 'κει βγήκε στο Μεγάλο Χωριό, χωρίς να τον πάρει κανένας είδηση.
Άρχισε τις ετοιμασίες για την επίθεση. Οι δεκαπέντε μέρες διορία που δόθηκαν στον ντόπιο καπετάνιο για να προσκυνήσει κόντευαν να τελειώσουν.
Το μαντάτο του ερχομού έφτασε γρήγορα στα Λακκώματα της Ανιάδας, οπού 'ταν στρατοπεδευμένοι οι άλλοι καπεταναίοι ανήμποροι να κάμουν τίποτα και αμήχανοι.
Τους έγραψε ο ίδιος:
«Αδελφοί καπεταναίοι,
Εγώ ήρθα εδώ και σκοπόν έχω να προσβάλλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον ’γιο Αθανάσιο του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον χτυπήσουμε μαζί, και σαν δε θέλετε μην έρχεσθε».
Οι καπεταναίοι τον άκουσαν. Κατέβηκαν στο Κλαψί και το σχέδιο του Μάρκου για την επίθεση εγκρίθηκε παρά τις διαφωνίες που φάνηκαν εδώ ξεχώρισε πια καθαρά ο στρατηγικός νους του Μάρκου. Εδώ κέρδισε στην αιωνιότητα ξανά τον τίτλο που αποποιήθηκε πριν λίγες μέρες στο Μεσολόγγι. Τότε ο Μάρκος, για να κατασιγάσει τα πνεύματα που είχαν αρχίσει να οξύνονται επειδή ανακηρύχτηκε στρατηγός (κάτι που οι άλλοι Σουλιώτες δεν είδαν και με τόσο καλό μάτι) και για να πνίξει τον άθλιο σπόρο της Διχόνοιας δε συλλογίστηκε πολύ για να φτάσει σε μιαν αντρίκεια απόφαση: Κάλεσε τους Σουλιώτες στο Μεσολόγγι και τους μίλησε. Τους είπε πολλά για Ομόνοια και Αδελφοσύνη. Έβγαλε ύστερα το δίπλωμα του στρατηγού απ' το σελάχι του, το φίλησε πρώτα κι είπε αυτά τα λόγια:
«Όποιος είναι άξιος, παίρνει του στρατηγού το δίπλωμα από το Σκόντρα – πασά»
Και μεμιάς, το 'σκισε στα δυο και κίνησε για τα μέρη μας, όπου έμελλε να αναδειχτεί όχι απλά στρατηγός μα ήρωας. Συμφώνησαν λοιπόν οι αρχηγοί της Ανιάδας με το σχέδιο του Στρατηγού Μάρκου Μπότσαρη που ήταν το εξής: Θα χτυπούσαν τους Τούρκους από δυο μεριές: Ο Μάρκος με τους 350 Σουλιώτες του στο Κεφαλόβρυσο και οι υπόλοιποι δυο χιλιάδες θα ρίχνονταν από τη μεριά της Μπιάρας, στο πίσω μέρος του στρατού. Αν ο αιφνιδιασμός πετύχαινε, τότε η φθορά του εχθρού θα ήταν πολύ σημαντική.
Η επίθεση καθορίστηκε να γίνει τα μεσάνυχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου.
Σας παραθέτουμε ακολούθως απόσπασμα από το βιβλίο του ιστορικού Δημήτρη Φωτιάδη το οποίο αφορά την στιγμή της επίθεσης και του θανάτου ,του μεγάλου ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, Μάρκου Μπότσαρη. Ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνει ο Μάρκος Μπότσαρης είναι ύμνος.
«…Στις 9 του Αυγούστου, μόλις βράδιασε, όταν πια οι Έλληνες ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν, μαθαίνουν απόναν χωριάτη πως στα Πλατάνια φτάσανε την ίδια κείνη μέρα, ίσαμε οχτώ χιλιάδες οχτροί. Τόσες ο Μάρκος κράτησε μονάχα τετρακόσιους πενήντα νοματαίους και τους άλλους οχτακόσιους τους έδωσε στον Τζαβέλλα που θα χτύπαγε στα Πλατάνια. Ακουμπώντας πάνω στο ντουφέκι του του λέει:
- Θ’ ανταμωθούμε στον κάτω κόσμο…
Τράβηξαν αμίλητες σκιές στο σκοτάδι, περπατώντας μουλωχτά σαν τ’ αγρίμια. Λίγο έπειτα από τα μεσάνυχτα ο Μάρκος και τα παλικάρια του φτάσανε μπροστά στο τούρκικο ορδί δίχως τα καραούλια του οχτρού να τους πάρουν μυρωδιά. Είχε προστάξει τους Σουλιώτες να μη ντουφεκίσουν, μόνο να προχωράνε με γυμνά τα σπαθιά μιλώντας φωναχτά αρβανίτικα, βρίζοντας, τάχα, τους αρχηγούς τους. Το κόλπο πέτυχε. Ξύπναγαν οι οχτροί από τόσο ταβατούρι κι αναρωτιόνταν τι έτρεχε. Οι πιότεροι απ’ αυτούς θάρρεψαν, πως ήταν κάποιο μπουλούκι που είχε παράπονα για μιστούς και σήκωσε κεφάλι. Και μια και δεν ντουφέκαγαν, παρά μονάχα φώναζαν, κανείς δεν τους βάρεσε.
- Χατάς, ωρέ, χατάς, δεν είναι Γκιαούρηδες! Λέγανε οι Αρβανιτάδες.
Μα οι Έλληνες είχανε πια σιμώσει στα τσαντίρια των πασάδων. Τότες ο Μάρκος προστάζει τον τρουμπετιέρη να βαρέσει γιουρούσι.
- Δεν είναι, ωρέ χατάς, φωνάζει, μα είναι ο Μάρκο Μπότσαρης και θα σας σφάξει όλους!
Ακούνε οι οχτροί να βαράει η τρουμπέτα μας μέσα στην καρδιά του ορδιού τους και σύγκαιρα να πέφτει η πρώτοι μπαταριά και σαστίζουν:
- Έρδε Μάρκο Μπότσαρη!.. (Έρχεται ο Μάρκος Μπότσαρης).
Άλλοι καθώς τρέχανε να γλυτώσουν πέφτανε πάνω στους δικούς μας και χάνονταν κι άλλοι αδειάζανε τα ντουφέκια τους και τις πιστόλες τους σ’ όποιον κι αν συναπαντούσαν αδιαφορώντας αν είναι φίλος ή οχτρός. Οι δικοί μας αναποδογύριζαν τα τσαντίρια σπέρνοντας τον τρόμο και το θάνατο στους αγουροξυπνημένους τουρκαλάδες. Λαβώνεται ο Μάρκος Μπότσαρης στο βουβώνα, μα δε λέει τίποτα μην τυχόν και κιοτήσουν. Ξεχωρίζει μπροστά του μια μεγάλη σκηνή, χύνεται σ’ αυτή και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον γνώριμό του από τον καιρό του Αλήπασα Άγο Βασιάρη. Τον παραδίνει στα παληκάρια του να τον φυλάνε. Γυρεύει το τσαντίρι του Σκόρδα, μα κείνος πρόλαβε ν’ αποτραβηχτεί με μια σημαντική δύναμη και να ταμπουρωθεί πίσω απόναν φράχτη. Ο Μάρκος ορμάει κατά κει να τους ξεμπροστιάσει. Σαν έφτασε, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, ανασηκώνει το κεφάλι του να δεί πόσοι οχτροί ήταν πίσω απ’ αυτόν. Ένας αράπης τζοανταραίος του Τσελελεντιμπέη, που έλαχε να βρίσκεται σε κείνο το μέρος, τον είδε και του αδειάζει από σιμά κατακέφαλα τη μπιστόλα του. Το βόλι μπήκε από το δεξί του μάτι και σφηνώθηκε στο καύκαλό του.
- Βαρέθηκε, αδέρφια…. Πρόλαβε μονάχα να πεί και σωριάστηκε κάτω.
Τρέξανε, τον τύλιξαν σε μια κάπα κι ο ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης τον πήρε στον ώμο. Με σε λίγο, καθώς αποτραβιόταν, ξεψύχησε. Τότες οι σύντροφοί του σφάξαν τον Άγο Βασιάρη να εκδικηθούν τον θάνατό του.
Πάει ο Μπότσαρης, χάθηκαν εξήντα Σουλιώτες κι άλλοι σαράντα λαβώθηκαν, μα κι οι οχτροί πλερώσανε ακριβά. Πάνω από χίλιοι πεντακόσιοι σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν. Πήρανε οι δικοί μας ίσαμε τρείς χιλιάδες ντουφέκια και μπιστόλες κι ως διακόσια άλογα.
Αποφάσισαν να θάψουνε τον ήρωα στο Μεσολόγγι. Περνώντας από το μοναστήρι του Προυσού στάθηκαν να ξαποστάσουν κι ακούμπησαν το κουφάρι του στην εκκλησιά.
Ο Καραϊσκάκης, που βρισκόταν βαρειά άρρωστος στο κρεββάτι του, σηκώθηκε από το στρώμα, σύρθηκε ως την εκκλησιά, σίμωσε τον νεκρό, ανασήκωσε την κάπα, κύταξε για λίγο τον Μπότσαρη, γονάτισε, σταυροκοπήθηκε, δάκρυσε και τόνε φίλησε στο κούτελο λέγοντας:
- Άμποτες, Μάρκο κι εγώ από τέτοιονε θάνατο να πάω….»
ΓΕΝΝΑΙΕ ΜΑΡΚΟ ΠΟΣΑ ΣΟΥ ΧΡΩΣΤΑΜΕ!
ΑπάντησηΔιαγραφή