Θα πρέπει ίσως να θυμίσουμε ότι επί Μ. Κων/νου (324-337), η Ορθοδοξία δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμα ως ιδεολογία ενότητας του κράτους. Απλά αναγνωρίστηκε ως μία ακόμα επιτρεπόμενη θρησκεία. Η πορεία της προδιαγράφτηκε, όταν μετά την αποτυχία του ειδωλολάτρη Ιουλιανού, όπως γράφει ο Ostrogorsky, η νίκη του Χριστιανισμού έμοιαζε πλέον «ιστορική αναγκαιότητα»[Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α΄, η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 110.].
Ο Μ. Θεοδόσιος (379-395) ήταν αυτός poy αξιοποίησε την πίστη της πλειοψηφίας ως κρατική ιδεολογία, αφού λογικά θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως παράγοντας ενότητας.
Και βέβαια, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι επί 50 περίπου χρόνια, πριν ακόμα από τον θάνατο του Μ. Κων/νου και μέχρι τον ερχομό του Μ. Θεοδοσίου, οι Ορθόδοξοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τις μειοψηφίες των Αρειανιστών, των Ειδωλολατρών και των Μανιχαίων οι οποίοι με την υποστήριξη αιρετικών αυτοκρατόρων τους επιτέθηκαν.
Όταν δηλαδή ο Μ. Θεοδόσιος υιοθέτησε την Ορθοδοξία ως κρατική ιδεολογία και εκπόνησε νομοθεσίες ενάντια στην δημόσια λατρεία των αιρετικών και των ειδωλολατρών, στην ουσία έβαζε τέλος στο διαρκές σφαγείο της Ορθοδοξίας από τις αιρετικές μειοψηφίες (οι νομοθεσίες σκλήρυναν οριστικά μετά την προσπάθεια του Αρβογάστη το 393, ο οποίος προσπάθησε με τα υπολείμματα των ειδωλολατρών της Δύσης να επιτεθεί στην Ανατολή και να πάρει την εξουσία από τον Θεοδόσιο[Runciman Steven, «Η Βυζαντινή Θεοκρατία», ό.π., σελ. 38.]).
Κατά συνέπεια, ο 4ος αιώνας (για τον οποίο δυστυχώς υπάρχει μεγάλη άγνοια από τους πολεμίους της Εκκλησίας), δεν ήταν παρά μια συνέχεια των μαρτυρίων που υπέστη η Ορθοδοξία κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, και τα οποία συνεχίζονταν μετά από ένα μικρό διάλειμμα λίγων ετών.
Η διήγηση του Γρηγορίου του Θεολόγου για τα βάσανα των Ορθοδόξων επί αρειανιστή Κωνσταντίου (337-361) και ειδωλολάτρη Ιουλιανού (361-363), είναι χαρακτηριστική:
«Πάλιν όμως αναλαμβάνει πονηρά βασιλεία την διακυβέρνησιν της χώρας [ενν. τον Κωνστάντιο], και πάλιν το κακόν αναζή ... και λύκοι άγριοι ... σπαράσσουν την Εκκλησίαν [...] και βασιλεύς δίνει ελευθερίαν ενεργείας εις την ασέβειαν και νομοθετεί αντίθετα προς την ορθήν πίστιν [...] Ποίος θα ημπορούσε να διεκτραγωδήση επαξίως τα τότε δεινοπαθήματα, τας εξορίας, τας δημεύσεις των περιουσιών, τας ατιμώσεις, τας συγκεντρώσεις εις τας έρημους [...] Τα ακόμη χειρότερα αυτών, τας κακώσεις, τας θανατώσεις, τας διαπομπεύσεις επισκόπων, φιλοσόφων (!!), ανδρών, γυναικών, γερόντων; [...] Πάλιν όμως ο μιαρός [ενν. τον Ιουλιανό] ... επιτίθεται εναντίον των αληθινών Χριστιανών και γίνεται πολύ φοβερώτερος από εκείνον [...] Θέλετε να υποκινήσω τα δάκρυα με την περιγραφήν των όσων εγίνοντο εις το θέατρον και μάλιστα εις το πιο ανεκτόν και καλλίτερον εις δεινοπαθήματα;»[Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον, 9-10 (PG 35, 1209B-1212A). Μετάφραση στο: Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άπαντα αρ.3 (σειρά Ε.Π.Ε. #23), Λόγοι Απολογητικοί, Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 266-269].
Και βεβαίως, αδιάψευστος μάρτυρας για τις πράξεις του αρειανιστή προκατόχου του είναι και ο ίδιος ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ιουλιανός. Στην επιστολή του «προς τους Βοστρηνούς» γράφει:
«Είχα τη γνώμη ότι οι αρχηγοί των Γαλιλαίων θα είχαν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη σ' εμένα παρά στον προκάτοχό μου στη διοίκηση [προκάτοχός του ήταν ο αρειανιστής Κωνστάντιος Β΄, 337-361], γιατί επί βασιλείας του έτυχε πολλοί απ' αυτούς να εξοριστούν, να καταδιωχτούν και να φυλακιστούν και μάλιστα πολλές φορές να σφαγεί μεγάλος αριθμός απ' αυτούς τους λεγόμενους αιρετικούς, όπως στα Σαμόσατα, στην Κύζικο, στην Παφλαγονία, στη Βιθυνία, στη Γαλατία και σε πολλά άλλα μέρη, όπου ολόκληρες κωμοπόλεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν»[Μτφρ. στο: Ιουλιανός, Άπαντα, τόμ. 5 (σειρά «Οι Έλληνες» #278), Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 193.].
Ο καθ. Ιω. Καραγιαννόπουλος σημειώνει για τις ταραχές επί Κωνσταντίου:
«Ο Κωνστάντιος … έμεινεν άκαμπτος και αποφασισμένος διά παντός τρόπου να επιβάλη την αυτοκρατορικήν θέλησίν του … Κατά τα τέλη του θέρους 355 απέστειλεν εις Αλεξάνδρειαν τον νοτάριον Διογένην διά να καθαιρέση και εξορίση τον [Μέγα] Αθανάσιον […] Διάδοχος … εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας ωρίσθη ο [Αρειανιστής] Γεώργιος εκ Καππαδοκίας … αι ταραχαί … εξηκολούθησαν … Τον Οκτώβριον 357 οι φίλοι του Αθανασίου εξεδίωξαν τον Γεώργιον και κατέλαβον τας εκκλησίας της πόλεως. Μόνον η ένοπλος επέμβασις του δουκός Σεβαστιανού τους εξεδίωξεν εκείθεν … Σκληραί καταδιώξεις … ηκολούθησαν. Εξερράγησαν ταραχαί, εις τας οποίας έλαβον μέρος και οι πολυάριθμοι ειδωλολάτραι της πόλεως …»[Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 146.].
Τα παραπάνω, δεν περιγράφουν μόνο τα δεινά των Ορθοδόξων, αλλά και την συνεργασία των αλλόδοξων μεταξύ τους. Και αυτό που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι η διήγηση του ιστορικού Σωκράτη, που δείχνει το πώς έμεινε στη μνήμη των Ορθοδόξων η αιματηρή αυτή επέμβαση:
«Μετά γαρ τα έβδομα του Πάσχα παρθένοι εις δεσμωτήριον εβάλλοντο· επίσκοποι ήγοντο υπό στρατιωτών δεδεμένοι· ορφανών και χηρών ηρπάζοντο οικίαι τε και άρτοι· έφοδοι κατά των οικιών εγίνοντο· και νυκτός οι Χριστιανοί κατεφέροντο· επεσφραγίσθησαν οικίαι· και αδελφοί κληρικών υπέρ των αδελφών εκινδύνευον. Και δεινά μεν ταύτα, δεινότερα δε τα μετά ταύτα τετολμημένα. […] ο παμπόνηρος αυτός [δηλ. ο αρειανιστής Επίσκοπος Γεώργιος] παροξύνει τον στρατηλάτην Σεβαστιανόν, Μανιχαίον όντα. Και λοιπόν αυτός μετά πλήθους στρατιωτών, όπλα και ξίφη γυμνά και τόξα και βέλη φερόντων, ώρμησεν εν αυτή τη Κυριακή κατά των λαών […] Τα δε σώματα των τετελευτηκότων ουδέ τοις ιδίοις κατά την αρχήν αποδοθήναι συνεχώρησαν»[Σωκράτης, «Εκκλησιαστική Ιστορία» 2,28. PG 67,272Β - 273Α].
Η παρατήρηση του Σωκράτη είναι εξαιρετικής σημασίας: ο αρειανιστής επίσκοπος ξέρει καλά σε ποιόν να απευθυνθεί και γιατί. Η φράση, «παροξύνει τον στρατηλάτην Σεβαστιανόν, Μανιχαίον όντα» δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι για τον Σωκράτη, ένας από τους λόγους για τους οποίους ο στρατός χτύπησε τόσο βίαια τον άμαχο πληθυσμό, ήταν η εχθρική προς την Ορθοδοξία, πίστη του αξιωματούχου στον Μανιχαϊσμό.
Μάλιστα, με αφορμή τα γεγονότα εκείνα, ο Μέγας Αθανάσιος γράφει:
«Παρά Μανιχαίοις γαρ έλεος ουκ έστιν»[Αθανάσιος Αλεξανδρείας, «Ιστορία Αρειανών από μοναχούς», PG 25,768].
Βεβαίως, οι διώξεις δεν ήταν μόνο αυτές. Μετά τον Κωνστάντιο και τον Ιουλιανό, ήρθε η σειρά και άλλων να διώξουν την Εκκλησία. Όπως γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός:
«Οίδα Ουάλεντα βασιλέα χριστιανόν ονομαζόμενον και την ορθόδοξον πίστιν διώξαντα, Ζήνωνά τε και Αναστάσιον ...»[Ιω. Δαμασκηνός, Λόγος β΄ «Υπέρ των αγίων εικόνων», PG 94, 1304 A].
Ο Ουάλεντας ή Βάλης, (364-378) ήταν και αυτός αρειανιστής ο οποίος, σύμφωνα με τον Ιωάννη Αναστασίου:
«Προστάτευε την ειδωλολατρία και ήθελε οι χριστιανοί υπήκοοί του ν’ αναγκαστούν ν’ ακολουθήσουν τον αρειανισμό που ο ίδιος υποστήριζε. Έτσι τα 13 χρόνια που κυβερνούσε ήταν για τους Ορθοδόξους εποχή τρόμου και καταπιέσεως και για την καταπίεση αυτή χρησιμοποιούσε και τους ειδωλολάτρες»[Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 238].
Τα παραπάνω, δείχνουν ότι τα «μονόπλευρα κείμενα, κατάφεραν να κάνουν τον κόσμο να ξεχάσει ότι στο Βυζάντιο, η ‘διαφορετικότητα’ δεν ήταν θεωρητικού τύπου, αλλά συχνά αφορούσε ολόκληρες κοινότητες … που έπαιρναν με αιματηρή βία όσα διεκδικούσαν, πάντα εις βάρος της ζωής και της περιουσίας κάποιων άλλων».
ΟΟΔΕ
Ο Μ. Θεοδόσιος (379-395) ήταν αυτός poy αξιοποίησε την πίστη της πλειοψηφίας ως κρατική ιδεολογία, αφού λογικά θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως παράγοντας ενότητας.
Και βέβαια, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι επί 50 περίπου χρόνια, πριν ακόμα από τον θάνατο του Μ. Κων/νου και μέχρι τον ερχομό του Μ. Θεοδοσίου, οι Ορθόδοξοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τις μειοψηφίες των Αρειανιστών, των Ειδωλολατρών και των Μανιχαίων οι οποίοι με την υποστήριξη αιρετικών αυτοκρατόρων τους επιτέθηκαν.
Όταν δηλαδή ο Μ. Θεοδόσιος υιοθέτησε την Ορθοδοξία ως κρατική ιδεολογία και εκπόνησε νομοθεσίες ενάντια στην δημόσια λατρεία των αιρετικών και των ειδωλολατρών, στην ουσία έβαζε τέλος στο διαρκές σφαγείο της Ορθοδοξίας από τις αιρετικές μειοψηφίες (οι νομοθεσίες σκλήρυναν οριστικά μετά την προσπάθεια του Αρβογάστη το 393, ο οποίος προσπάθησε με τα υπολείμματα των ειδωλολατρών της Δύσης να επιτεθεί στην Ανατολή και να πάρει την εξουσία από τον Θεοδόσιο[Runciman Steven, «Η Βυζαντινή Θεοκρατία», ό.π., σελ. 38.]).
Κατά συνέπεια, ο 4ος αιώνας (για τον οποίο δυστυχώς υπάρχει μεγάλη άγνοια από τους πολεμίους της Εκκλησίας), δεν ήταν παρά μια συνέχεια των μαρτυρίων που υπέστη η Ορθοδοξία κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, και τα οποία συνεχίζονταν μετά από ένα μικρό διάλειμμα λίγων ετών.
Η διήγηση του Γρηγορίου του Θεολόγου για τα βάσανα των Ορθοδόξων επί αρειανιστή Κωνσταντίου (337-361) και ειδωλολάτρη Ιουλιανού (361-363), είναι χαρακτηριστική:
«Πάλιν όμως αναλαμβάνει πονηρά βασιλεία την διακυβέρνησιν της χώρας [ενν. τον Κωνστάντιο], και πάλιν το κακόν αναζή ... και λύκοι άγριοι ... σπαράσσουν την Εκκλησίαν [...] και βασιλεύς δίνει ελευθερίαν ενεργείας εις την ασέβειαν και νομοθετεί αντίθετα προς την ορθήν πίστιν [...] Ποίος θα ημπορούσε να διεκτραγωδήση επαξίως τα τότε δεινοπαθήματα, τας εξορίας, τας δημεύσεις των περιουσιών, τας ατιμώσεις, τας συγκεντρώσεις εις τας έρημους [...] Τα ακόμη χειρότερα αυτών, τας κακώσεις, τας θανατώσεις, τας διαπομπεύσεις επισκόπων, φιλοσόφων (!!), ανδρών, γυναικών, γερόντων; [...] Πάλιν όμως ο μιαρός [ενν. τον Ιουλιανό] ... επιτίθεται εναντίον των αληθινών Χριστιανών και γίνεται πολύ φοβερώτερος από εκείνον [...] Θέλετε να υποκινήσω τα δάκρυα με την περιγραφήν των όσων εγίνοντο εις το θέατρον και μάλιστα εις το πιο ανεκτόν και καλλίτερον εις δεινοπαθήματα;»[Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον, 9-10 (PG 35, 1209B-1212A). Μετάφραση στο: Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άπαντα αρ.3 (σειρά Ε.Π.Ε. #23), Λόγοι Απολογητικοί, Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 266-269].
Και βεβαίως, αδιάψευστος μάρτυρας για τις πράξεις του αρειανιστή προκατόχου του είναι και ο ίδιος ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ιουλιανός. Στην επιστολή του «προς τους Βοστρηνούς» γράφει:
«Είχα τη γνώμη ότι οι αρχηγοί των Γαλιλαίων θα είχαν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη σ' εμένα παρά στον προκάτοχό μου στη διοίκηση [προκάτοχός του ήταν ο αρειανιστής Κωνστάντιος Β΄, 337-361], γιατί επί βασιλείας του έτυχε πολλοί απ' αυτούς να εξοριστούν, να καταδιωχτούν και να φυλακιστούν και μάλιστα πολλές φορές να σφαγεί μεγάλος αριθμός απ' αυτούς τους λεγόμενους αιρετικούς, όπως στα Σαμόσατα, στην Κύζικο, στην Παφλαγονία, στη Βιθυνία, στη Γαλατία και σε πολλά άλλα μέρη, όπου ολόκληρες κωμοπόλεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν»[Μτφρ. στο: Ιουλιανός, Άπαντα, τόμ. 5 (σειρά «Οι Έλληνες» #278), Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 193.].
Ο καθ. Ιω. Καραγιαννόπουλος σημειώνει για τις ταραχές επί Κωνσταντίου:
«Ο Κωνστάντιος … έμεινεν άκαμπτος και αποφασισμένος διά παντός τρόπου να επιβάλη την αυτοκρατορικήν θέλησίν του … Κατά τα τέλη του θέρους 355 απέστειλεν εις Αλεξάνδρειαν τον νοτάριον Διογένην διά να καθαιρέση και εξορίση τον [Μέγα] Αθανάσιον […] Διάδοχος … εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας ωρίσθη ο [Αρειανιστής] Γεώργιος εκ Καππαδοκίας … αι ταραχαί … εξηκολούθησαν … Τον Οκτώβριον 357 οι φίλοι του Αθανασίου εξεδίωξαν τον Γεώργιον και κατέλαβον τας εκκλησίας της πόλεως. Μόνον η ένοπλος επέμβασις του δουκός Σεβαστιανού τους εξεδίωξεν εκείθεν … Σκληραί καταδιώξεις … ηκολούθησαν. Εξερράγησαν ταραχαί, εις τας οποίας έλαβον μέρος και οι πολυάριθμοι ειδωλολάτραι της πόλεως …»[Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 146.].
Τα παραπάνω, δεν περιγράφουν μόνο τα δεινά των Ορθοδόξων, αλλά και την συνεργασία των αλλόδοξων μεταξύ τους. Και αυτό που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι η διήγηση του ιστορικού Σωκράτη, που δείχνει το πώς έμεινε στη μνήμη των Ορθοδόξων η αιματηρή αυτή επέμβαση:
«Μετά γαρ τα έβδομα του Πάσχα παρθένοι εις δεσμωτήριον εβάλλοντο· επίσκοποι ήγοντο υπό στρατιωτών δεδεμένοι· ορφανών και χηρών ηρπάζοντο οικίαι τε και άρτοι· έφοδοι κατά των οικιών εγίνοντο· και νυκτός οι Χριστιανοί κατεφέροντο· επεσφραγίσθησαν οικίαι· και αδελφοί κληρικών υπέρ των αδελφών εκινδύνευον. Και δεινά μεν ταύτα, δεινότερα δε τα μετά ταύτα τετολμημένα. […] ο παμπόνηρος αυτός [δηλ. ο αρειανιστής Επίσκοπος Γεώργιος] παροξύνει τον στρατηλάτην Σεβαστιανόν, Μανιχαίον όντα. Και λοιπόν αυτός μετά πλήθους στρατιωτών, όπλα και ξίφη γυμνά και τόξα και βέλη φερόντων, ώρμησεν εν αυτή τη Κυριακή κατά των λαών […] Τα δε σώματα των τετελευτηκότων ουδέ τοις ιδίοις κατά την αρχήν αποδοθήναι συνεχώρησαν»[Σωκράτης, «Εκκλησιαστική Ιστορία» 2,28. PG 67,272Β - 273Α].
Η παρατήρηση του Σωκράτη είναι εξαιρετικής σημασίας: ο αρειανιστής επίσκοπος ξέρει καλά σε ποιόν να απευθυνθεί και γιατί. Η φράση, «παροξύνει τον στρατηλάτην Σεβαστιανόν, Μανιχαίον όντα» δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι για τον Σωκράτη, ένας από τους λόγους για τους οποίους ο στρατός χτύπησε τόσο βίαια τον άμαχο πληθυσμό, ήταν η εχθρική προς την Ορθοδοξία, πίστη του αξιωματούχου στον Μανιχαϊσμό.
Μάλιστα, με αφορμή τα γεγονότα εκείνα, ο Μέγας Αθανάσιος γράφει:
«Παρά Μανιχαίοις γαρ έλεος ουκ έστιν»[Αθανάσιος Αλεξανδρείας, «Ιστορία Αρειανών από μοναχούς», PG 25,768].
Βεβαίως, οι διώξεις δεν ήταν μόνο αυτές. Μετά τον Κωνστάντιο και τον Ιουλιανό, ήρθε η σειρά και άλλων να διώξουν την Εκκλησία. Όπως γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός:
«Οίδα Ουάλεντα βασιλέα χριστιανόν ονομαζόμενον και την ορθόδοξον πίστιν διώξαντα, Ζήνωνά τε και Αναστάσιον ...»[Ιω. Δαμασκηνός, Λόγος β΄ «Υπέρ των αγίων εικόνων», PG 94, 1304 A].
Ο Ουάλεντας ή Βάλης, (364-378) ήταν και αυτός αρειανιστής ο οποίος, σύμφωνα με τον Ιωάννη Αναστασίου:
«Προστάτευε την ειδωλολατρία και ήθελε οι χριστιανοί υπήκοοί του ν’ αναγκαστούν ν’ ακολουθήσουν τον αρειανισμό που ο ίδιος υποστήριζε. Έτσι τα 13 χρόνια που κυβερνούσε ήταν για τους Ορθοδόξους εποχή τρόμου και καταπιέσεως και για την καταπίεση αυτή χρησιμοποιούσε και τους ειδωλολάτρες»[Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 238].
Τα παραπάνω, δείχνουν ότι τα «μονόπλευρα κείμενα, κατάφεραν να κάνουν τον κόσμο να ξεχάσει ότι στο Βυζάντιο, η ‘διαφορετικότητα’ δεν ήταν θεωρητικού τύπου, αλλά συχνά αφορούσε ολόκληρες κοινότητες … που έπαιρναν με αιματηρή βία όσα διεκδικούσαν, πάντα εις βάρος της ζωής και της περιουσίας κάποιων άλλων».
ΟΟΔΕ